Η συνταξιούχος δασκάλα, η οποία έγινε μια υπέροχη ερμηνεύτρια δίνοντας μια ζωτική ένεση στο ελληνικό τραγούδι, επιστρέφει στην Αθήνα για έξι εμφανίσεις στην παράσταση «Γυναίκες» της Αναστασίας Μουτσάτσου. Μαζί με τη Μυρτώ Αλικάκη και την ίδια τη Μουτσάτσου στη σκηνή, τρεις γυναίκες μάς παρασύρουν σε έναν κόσμο συναισθημάτων.
Ετοιμάζετε την παράσταση «Γυναίκες» που είχατε ανεβάσει και πέρυσι. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία για εσάς;
Ηταν λίγο δύσκολη για εμένα, γιατί όταν καλούμαι να κάνω ένα πράγμα που δεν το έχω ξανακάνει –να κάνω και πρόζα μαζί με το τραγούδι–, χρειάζομαι χρόνο για να φτάσω να λυθώ. Είχα τις ενστάσεις μου, τα πισωγυρίσματα, αλλά τελικά εντάξει. Με γοήτευσε το καινούργιο, το θεατρικό στοιχείο και βέβαια το κείμενο, το οποίο είναι σπαρακτικό. Ισως η άγνοια του χειρισμού της πρόζας να με κούρασε λίγο. Από την άλλη όμως, αναπτύχθηκαν δυνατές σχέσεις αγάπης με όλες τις γυναίκες και αυτό είναι το ζητούμενο: στο τέλος να κάνεις καλό λογαριασμό όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις.
Βρεθήκατε ξαφνικά και έντονα μέσα σε έναν κόσμο τον οποίο είχατε ζήσει από παλιά, αλλά από απόσταση. Πόσο μικρή ήσασταν όταν ξεκινήσατε να τραγουδάτε;
Αρχισα να τραγουδάω το 1983, όταν ήμουν 25 χρόνων. Σε μικρά ταβερνάκια και μικρούς χώρους της Θεσσαλονίκης. Αυτό το μεγάλο και πολύ έντονο πράγμα δεν το ήξερα. Τα τελευταία χρόνια το έμαθα. Τραγουδούσα όμως εννιά χρόνια χωρίς μικρόφωνο. Την κούρασα πολύ τη φωνή μου, αλλά δεν έχει ανάγκη, αντέχει.
Με δύο δυνατές επιτυχίες βρεθήκατε στην πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού.
Το γνωρίζω, αλλά εδώ να πω ότι δεν είναι μόνο αυτά τα δύο. Θεωρώ ότι όλα τα τραγούδια που έχω πει έχουν ήθος και πολύ καλό στίχο, ενώ οι μουσικοί που τα έγραψαν είναι αξιόλογοι. Οι δικές μου αναφορές είναι σε παλιά τραγούδια. Κανένα από τα καινούργια τραγούδια δεν μου λέει κάτι. Για να πω κάτι πρέπει να μου αρέσει, αυτός είναι όρος απαράβατος. Αν δεν μου αρέσει, δεν μπορώ αν πω ούτε «α». Γι’ αυτό εξετάζω πάντα τον στίχο. Από αυτόν κρίνονται όλα. Και μετά ακούω τη μουσική. Πρέπει αυτά τα δύο να δένουν καλά.
Ολα όσα αναφέρονται για εσάς που λένε ότι είστε η νέα μεγάλη φωνή του λαϊκού τραγουδιού πώς τα ακούτε;
Αηδίες, υπάρχουν πολλές ωραίες λαϊκές φωνές. Ξέρω ένα σωρό νέα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, που έχουν πάρα πολύ όμορφες φωνές. Δυστυχώς, ίσως εμείς οι πιο μεγάλοι σε ηλικία δεν τους δίνουμε τον χώρο που θέλουν για να φανούν.
Εάν το τραγούδι δεν σας είχε οδηγήσει στο σημείο που βρίσκεστε σήμερα, πώς φαντάζεστε ότι θα ήταν η ζωή σας;
Θα ήμουν μια ευτυχής συνταξιούχος, θα έκανα εκδρομές, θα πήγαινα για ψάρεμα. Δεν είναι αυτοσκοπός το τραγούδι. Η ζωή μου δεν είναι μόνο το τραγούδι, έχει πάρα πολλές πτυχές. Και να σταματήσω να τραγουδάω, γιατί κάποια στιγμή η βιολογική φθορά θα επέλθει, δεν θα μου λείψει.
Τα δικά σας τραγούδια τα ακούτε;
Ποτέ, αλλάζω αμέσως σταθμό. Κοιτάξτε, κάνω αυτό που κάνω το κάνω χωρίς να έχω όνειρα, ούτε στόχους. Δεν το κάνω για την υστεροφημία μου. Αμα κλείσει ο τάφος δεν πρόκειται να ακούς κανέναν και τίποτε. Ζω κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Για εμένα αυτό είναι. Και αυτό με έχει σώσει.
Πέρα από τις σκηνές και τα στούντιο πώς βλέπετε την καθημερινή ζωή της Ελλάδας;
Ζούμε μια κρίση που δεν είναι αυστηρά οικονομική. Είναι και κοινωνική. Είναι μια κρίση αξιών. Ακούω αυτά που μας λένε εκείνοι που μας κυβερνούν και η αντιπολίτευση και τα θεωρώ γελοιότητες.
Με το νέο νομοσχέδιο περί αλλαγής της ταυτότητας φύλου είστε σύμφωνη;
Απολύτως σύμφωνη. Αλλά δεν ήταν αυτό το πιο επείγον. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από σχολεία και από νοσοκομεία. Αυτά που υπάρχουν δεν έχουν την υποδομή να δεχτούν μαθητές και ασθενείς. Νομίζω ότι κάπως αλλιώς έπρεπε να αρχίσει μια αλλαγή των νέων πραγμάτων για τη χώρα. Είμαι πολύ καυστική στις απόψεις μου. Δεν εντάχτηκα ποτέ πουθενά για να έχω το δικαίωμα να κρίνω και να ξεμπροστιάζω όσους το τραβάνε.
Πώς τα βλέπετε τώρα δηλαδή;
Είναι όλα χάλια, τι μέλλον να υπάρχει; Δεν υπάρχει μέλλον γιατί το βλέπω από τα παιδιά μου και τους φίλους των παιδιών μου. Και δεν σκέφτομαι την κόρη μου που έφυγε στο Λονδίνο, γιατί, ναι, σε κάθε μάνα λείπει το παιδί της που ξενιτεύτηκε, αλλά ότι όλα τα παιδιά πλέον τραβάνε προς τα εκεί. Θέλουν να φύγουν από τη χώρα. Σκέφτομαι πως η Ελλάδα χάνει το μεγαλείο αυτών των νέων παιδιών. Η Ελλάδα κυβερνάται από επαγγελματίες πολιτικούς που περισσότερο νοιάζονται για το δικό τους μέλλον παρά για των παιδιών μας. Τι μπορεί να πει σε έναν νέο ο 70χρονος που ακόμη εκλέγεται βουλευτής; Τίποτε καινούργιο, αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Εάν χρειαζόμαστε κάτι αυτήν τη στιγμή είναι φωτισμένους ανθρώπους να πάρουν την τύχη της χώρας στα χέρια τους. Αλλά δεν τους έχουμε βρει ακόμη. Δεν τρέφω καμία ελπίδα για το πολιτικό μέλλον. Βέβαια, ενώ το επίσημο κράτος είναι παντελώς αδιάφορο, υπάρχουν ομάδες σε όλη την Ελλάδα που βοηθούν όσο μπορούν την κατάσταση. Πιστεύω στον παράγοντα άνθρωπο. Και πιστεύω, επίσης, ότι αυτή η κρίση θα μας κάνει πιο σοφούς αν καταφέρουμε να αντέξουμε. Ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλου.