Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε μέσα σε μόλις επτά μήνες να κατεδαφίσει με το «επιτελικό κράτος του» κάθε προεκλογική δέσμευση και προσμονή. Το χειρότερο είναι πως τα υλικά της κατεδάφισης έχουν τραυματίσει πρωτίστως τον ίδιο, όσο κι αν επιχειρεί να βρει έναν αποδιοπομπαίο Γεραπετρίτη ή Χρυσοχοΐδη.
Ακόμη και οι επικοινωνιακές εκφάνσεις που χρησιμοποιήθηκαν για να δείχνει αναγκαίος και καταλληλότερος ο νυν πρωθυπουργός μοιάζουν πια με ανέκδοτο. Αντί να λύσει το κατ’ αυτόν «πρόβλημα» των Εξαρχείων, ο Μητσοτάκης μετέτρεψε όλη την Ελλάδα σε Εξάρχεια, με τους ματατζήδες σε ρόλο μπαχαλάκηδων να σπάνε τα αυτοκίνητα των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να δείρουν.
Αυτό που συμβαίνει στα νησιά του Αιγαίου είναι η βίαιη σύγκρουση των ψεύτικων και ανεύθυνων εξαγγελιών του Μητσοτάκη με την πραγματικότητα. Για όλα έφταιγε ο ΣΥΡΙΖΑ, για όλα ενοχοποιούσε τον ΣΥΡΙΖΑ. Απέφευγε έτσι το πρόβλημα, κάλυπτε την αδυναμία του να προτείνει λύση και κάλπαζε χαρωπός προς την εξουσία με τα κανάλια να φωνάζουν «ωσαννά». Τώρα η ζωή εκδικείται. Το ίδιο θα συμβεί με όλα τα προβλήματα στη χώρα που ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε ως καρέκλα για να φτάσει στην κυβέρνηση.
Με τη ρητορική της λαϊκίστικης ανάλυσης και τα μάτια στραμμένα στην εξουσία και μόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετέτρεψε το προσφυγικό από σοβαρό θέμα που ήθελε υπεύθυνη στάση σε εφαλτήριο πολιτικού καιροσκοπισμού.
Προεκλογικά τριγυρνούσε στα νησιά και υποσχόταν αποσυμφόρηση από τους πρόσφυγες, αποδίδοντας τα αντικειμενικά προβλήματα των προσφυγικών ροών σε ανικανότητα της διακυβέρνησης Τσίπρα.
Την επιχείρηση ενοχοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Μητσοτάκης επέλεξε να την κάνει με τον χειρότερο τρόπο. Επένδυσε στα ακροδεξιά ένστικτα και εργαλεία, πούλησε πατριωτισμό αίματος, πότισε την ξενοφοβία για να είναι αποτελεσματικός. Στην πραγματικότητα εκτέλεσε τη συνταγή του Σαμαρά η οποία σήμερα αποτελεί το χαλασμένο φαΐ που πρέπει να καταναλώσει. Τόσο ο περιφερειάρχης Κώστας Μουτζούρης όσο και ο τοπικός βουλευτής Χαράλαμπος Αθανασίου που τον προώθησε στη Λέσβο σχετίζονται με τον Σαμαρά και με τη στάση τους εντείνουν τον φόβο για την τύχη που μπορεί να επιφυλάσσει ο Μεσσήνιος πολιτικός στον (υπό την ομηρία του) πρωθυπουργό.
Η πολιτική ιδιοσυγκρασία του Μητσοτάκη πιθανόν να μην του επιτρέπει να διακρίνει πως βρίσκεται σε μια κατάσταση στην οποία δεν έχει βρεθεί ποτέ κυβέρνηση μόλις μερικούς μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Ενδέχεται να αποδίδει επιχειρησιακές αδυναμίες της αστυνομίας στον υπουργό ΠΡΟΠΟ ή ελλιπή πληροφόρηση στους συνεργάτες του στο Μαξίμου. Δεν πρόκειται να παραδεχτεί πως στηρίχτηκε σε ψέματα τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να σηκώσουν όλο το βάρος ενός τόσο σοβαρού θέματος όπως το προσφυγικό. Ο τραγικός συμβολισμός του αστυνομικού που τον ξυλοφορτώνουν μέσα στο δωμάτιό του σε ξενοδοχείο της Χίου ίσως δεν ενεργοποιεί τίποτε άλλο στον Μητσοτάκη παρά γινάτι, όπως λένε στα νησιά, γιατί δεν έγινε αυτό που ήθελε.
Ακόμη και μέσα στο πολιτικό του έλλειμμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκφράζει την παραδοσιακή αντίληψη της Δεξιάς πως δεν την ενδιαφέρει αν οι λύσεις που προτείνει έχουν την κοινωνική αποδοχή αφού στόχο έχει να τις επιβάλει έτσι κι αλλιώς.
Το κράτος Μητσοτάκη όμως, με ή χωρίς την επιτελικότητα και τις επικοινωνιακές περικοκλάδες, αντιμετωπίζει τον καθρέφτη του. Από τις εξαγγελίες της ανάπτυξης που έμεινε από λάστιχο μαζί με τις μπουλντόζες του Αδωνη στο Ελληνικό μέχρι τη γελοιοποίηση με την εθνική πολιτική των φυλάρχων από τη Λιβύη, το αποτέλεσμα είναι οικτρό. Ακόμη και στο προνομιακό για τη ΝΔ και πολυδιαφημισμένο πεδίο της ασφάλειας το «επιτελικό κράτος» πλήρωσε ακριβά την πολεμική απόβαση στα νησιά (Λέσβος, Χίος).
Τι μένει; Ο αυτοματισμός που επέρχεται όταν ο ηγέτης επιμένει πως είναι ο Ιούλιος Καίσαρας και καταλήγει να τρώει ξύλο όπως οι λεγεωνάριοι στο κόμικ του Αστερίξ.
Και κυρίως μένουν η αμφισβήτηση και τα εσωτερικά χαρακώματα μέσα στη ΝΔ.
Στη Λέσβο υπάρχει μια παροιμία την οποία συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου: «Αν ακόμη και τα μπαμπούρια έκαναν μέλι (εκτός από τις μέλισσες), το μέλι θα ήταν φτηνό και θα έκανε μια δραχμή». Το θέμα δεν είναι να παίρνεις την εξουσία επειδή κάποιοι επέλεξαν να σε αναδείξουν, αλλά να ξέρεις τι θα την κάνεις. Ο Μητσοτάκης από πολύ νωρίς βουίζει όπως ο αγριομπάμπουρας, χωρίς φυσικά να μπορεί να κάνει κάτι ωφέλιμο για τη χώρα αυτή. Σε λίγο καιρό θα ανακαλύψει τον ανασχηματισμό για να μηδενίσει το κοντέρ το οποίο έχει γράψει επιβαρυντικά χιλιόμετρα, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει πολιτική. Δεν μπορεί να επιλύσει προβλήματα τα οποία με ευκολία απέδιδε στους αντιπάλους του κατηγορώντας τους πως δεν είναι κάτοχοι της αναγκαίας αριστείας για να τα λύσουν ως διά μαγείας.
Κάθε ενασχόληση της κυβέρνησης με ουσιαστικό πρόβλημα αποδεικνύει την αδυναμία της να κυβερνήσει με ουσιαστικό στόχο την επίλυσή του. Η κατάσταση αυτή δεν διαμορφώνει μόνο φυγόκεντρες δυνάμεις γύρω από τον Μητσοτάκη αλλά και γενικότερη δυσαρέσκεια σε όσους τον στήριξαν. Η αγορά, ακόμη και εκείνη την οποία πήγε να τροφοδοτήσει με φωτογραφικούς διαγωνισμούς, δεν λειτουργεί. Αυτοί στους οποίους μοίρασε υποσχέσεις και τον στήριξαν περιμένουν την εξαργύρωση.
Ο Μητσοτάκης βιώνει το στάδιο στο οποίο κοιτάει γύρω του για να βρει ποιος του φταίει, αλλά υπάρχουν πολλοί που ψιθυρίζουν πλέον ότι φταίει αυτός. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που τον φτύνουν ήδη. Για να μην τον ματιάσουν. Ας ρωτήσει και τον Σαμαρά.
ΥΓ.: Είναι δύσκολο για τον Μητσοτάκη να ξεφύγει από τη λογική της αυταρχικής επιβολής και της άρρωστης βουλησιαρχίας. Οχι μόνο δεν επέδειξε κανέναν σεβασμό στους ανθρώπους που επί χρόνια φιλοξενούν πρόσφυγες, αλλά επέλεξε να τους δείρει κιόλας. Κυνικά αποφάσισε πως ήταν καλύτερο να δυσαρεστήσει 300.000 ψηφοφόρους στα νησιά από το να αντιμετωπίσει έξι εκατομμύρια στην επικράτεια. Η αριθμητική του δεν ήταν ιδιαίτερα αποδοτική. Από το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης εταιρείες δημοσκοπήσεων κάνουν εσπευσμένα γκάλοπ για να σφυγμομετρήσουν την κοινή γνώμη και να κάνει αντίστοιχες εξαγγελίες ο πρωθυπουργός. Και δεν τα βρίσκουν καθόλου καλά τα πράγματα.