Ακόμη και καθηγητές Νομικής με πλούσιο πελατολόγιο εγκληματιών του λεγόμενου «λευκού κολάρου», (οικονομικών εγκλημάτων δηλαδή) έχουν κινητοποιηθεί φτιάχνοντας κλίμα υπέρ της επέκτασης της ρύθμισης για την αμνήστευση των τραπεζιτών, κάτι που διακαώς επιθυμεί και μεθοδεύει η κυβέρνηση της ΝΔ.
Την ώρα που σύμφωνα με πληροφορίες του documentonews.gr στην κυβέρνηση της ΝΔ ετοιμάζονται να επεκτείνουν την άσκηση δίωξης, όχι αυτεπαγγέλτως όπως γινόταν αλλά μόνο κατόπιν έγκλησης, πέραν των τραπεζιτών και σε άλλες κατηγορίες, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών, Ηλίας Αναγνωστόπουλος αρθρογράφησε σε νομικό περιοδικό κατά των δικαστικών αποφάσεων που έκριναν τον επίμαχο νόμο ως αντισυνταγματικό.
Ειδικότερα σε άρθρο του με τίτλο η «δίωξη της απιστίας μετά τον Ν. 4637/2019 » ο καθηγητής Αναγνωστόπουλος επιχειρεί να αντικρούσει τα επιχειρήματα των τριών δικαστικών βουλευμάτων (τα συνυπογράφουν εννέα συνολικά δικαστές) που έκριναν ως εξόφθαλμα αντισυνταγματικό τον νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Την ίδια ώρα που ένας ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός όπως ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, χωρίς να λάβει υπ΄όψιν του τις νομικές ερμηνείες του κ. Αναγνωστόπουλου, άσκησε αναίρεση κατά βουλεύματος (με το περιεχόμενο του οποίου ο κ. Αναγνωστόπουλος προφανώς είναι σύμφωνος) ακριβώς γιατί δεν έκρινε ως αντισυνταγματικό αυτό το νόμο και προχώρησε στην παύση της ποινικής δίωξης για ακόμη μια περίπτωση θαλασσοδανείων.
Ο καθηγητής ξεδιπλώνει στην αρθρογραφία του νομικό του σκεπτικό το οποίο είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των τραπεζιτών. Ο κ. Αναγνωστοπουλος χαρακτηρίζει τα επίμαχα βουλεύματα ή για την ακρίβεια τα νομικά επιχειρήματα που διατυπώνονται ως «αιρετικά» και επιχειρεί να τα αντικρούσει.
«Τα σχολιαζόμενα δύο βουλεύματα φαίνεται να εκκινούν από την υπόθεση, ότι δράστες της απιστίας εις βάρος των φορέων του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι κατά κανόνα οι διοικήσεις τους και μάλιστα συλλογικώς, με αποτέλεσμα τα μέλη τους να εξασφαλίζουν την ατιμωρησία μην υποβάλλοντας έγκληση εναντίον εαυτών» αναφέρει μεταξύ άλλων στην αρθρογραφία του ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Ωστόσο όπως υπογραμμίζει «η υπόθεση αυτή δεν τεκμηριώνεται στα βουλεύματα με κάποια στοιχεία πέραν των υποθέσεων που αυτά έκριναν, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η έκταση της υποτιθέμενης «ασυλίας» στον τομέα αυτό».
Ο «αγγελικά« πλασμένος κόσμος των τραπεζιτών
Ο καθηγητής Αναγνωστόπουλος συνεχίζει να εκθέτει το σκεπτικό του στο άρθρο και κάποια στιγμή επισημαίνει πως «Η υπό συζήτηση προσέγγιση φαίνεται μάλιστα να στηρίζεται επί λανθασμένης αντιλήψεως για την δομή, την λειτουργία, τον έλεγχο και την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών φορέων, ιδίως αυτών του τραπεζικού τομέα, στο σύγχρονο περιβάλλον της εταιρικής διακυβέρνησης και των πολλαπλών επιπέδων εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων και εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές (εθνικές και ευρωπαϊκές). Οι διοικήσεις των τραπεζών δεν συγκροτούνται αυθαιρέτως από κάποιους «μεγαλομετόχους» που εκλέγουν στην διοίκηση κάποιους εκλεκτούς τους (ή πειθήνιους αχυρανθρώπους) αλλά μέσω αυστηρά ρυθμιζόμενων και επίπονων διαδικασιών που εγγυώνται την καταλληλότητα και την ανεξαρτησία τους». Μάλλον ο κ. Αναγνωστόπουλος αγνοεί την πραγματική λειτουργία των Τραπεζών και ενστερνίζεται αυτή που εκτίθεται στα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας παγκοσμίως. Μια λειτουργία που απέχει κατά πολύ από την πραγματική. Ότι δηλαδή ο κόσμος των τραπεζιτών είναι αγγελικά πλασμένος και λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ορθής και ελεύθερης αγοράς.
Η αποκάλυψη του Documento για τις αποφάσεις της Διοίκησης Μιχάλη Σάλλα της Τράπεζας Πειραιώς σε ότι αφορά τα δάνεια μεγαλοεφοπλιστών μιλά από μόνη της για τον τρόπο που σε ορισμένες περιπτώσεις λειτουργούν οι διοικήσεις. Όπως επίσης και οι ποινικές διώξεις σε βάρος του Μιχάλη Σάλλα το 2017 και μία σειρά από άλλες περιπτώσεις που ζημίωσαν το Δημόσιο και τον Έλληνα φορολογούμενο.
Οι χωρίς λόγο υπόνοιες και η πραγματικότητα
Στο άρθρο του ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος επισημαίνει πως «η επιλογή του νομοθέτη να διχοτομήσει τον ιδιωτικό τομέα επιφυλάσσοντας την κατ’ έγκληση δίωξη μόνο στους μνημονευόμενους στο άρθρο 405 παρ. 1 εδ. β΄ φορείς –καίτοι ιστορικώς εξηγήσιμη– υπήρξε άστοχη και τροφοδότησε χωρίς λόγο υπόνοιες για «χαριστική» ρύθμιση υπέρ των τελευταίων, οι οποίες φαίνεται να διαδραμάτισαν μη ευκαταφρόνητο ρόλο στην κρίση των δύο σχολιαζόμενων βουλευμάτων». Ούτε λίγο ούτε πολύ ο κ. Αναγνωστόπουλος με το σκεπτικό του φαίνεται να τείνει χείρα νομικής βοήθειας στην κυβέρνηση Μητσοτάκη η οποία όπως έχουμε αποκαλύψει μεθοδεύει να περάσει τροπολογία που θα επεκτείνει επί της ουσίας την ατιμωρησία διά της εγκλήσεως στο τετράμηνο και σε άλλες κατηγορίες πλην των τραπεζιτών. Επί της ουσίας δηλαδή μπροστά στο φόβο να κριθεί από τον Άρειο Πάγο ως αντισυνταγματικό το επίμαχο νομοθέτημα και να κινδυνεύσουν με απόδοση ποινικών ευθυνών οι τραπεζίτες θα διευρύνει την αμνηστία.
Στο τέλος του άρθρου μάλιστα ο κ. Αναγνωστόπουλος δίνει και συμβουλές προς τους δικαστές που έκριναν ως αντισυνταγματική την αμνήστευση των τραπεζιτών να κινούνται με περισσότερη «φειδώ», ενώ κάνει λόγο ακόμη και για «δικαστικό ακτιβισμό».
«Κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής επιβάλλεται φειδώ και αυτοπεριορισμός. Ο λεγόμενος δικαστικός ακτιβισμός και πολλώ μάλλον η δικαστική ανυπακοή στις αποφάσεις του κυρίαρχου νομοθέτη δεν θάλπουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην δικαιοδοτική λειτουργία αλλά προκαλούν ανασφάλεια δικαίου και εμπλέκουν τους δικαστικούς λειτουργούς στο ολισθηρό έδαφος της νομοθετικής πολιτικής». Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ ο γνωστός καθηγητής «μαλώνει» κιόλας τους δικαστές που αρνούνται να υποκύψουν εφαρμόζοντάς τους εξόφθαλμα αντισυνταγματικούς νόμους
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ο κ. Αναγνωστόπουλος όπως επίσης και άλλοι συνάδελφοι του που πιθανώς να επιθυμούν την επέκταση της ρύθμισης και τη συνταγματικότητα της σκανδαλώδης διάταξης του νόμου Μητσοτάκη για τις τραπεζίτες έχουν πελάτες για εγκλήματα του λευκού κολάρου. Είναι προς το συμφέρον τους δηλαδή να μην κριθεί αντισυνταγματική από τον Άρειο Πάγο η επίμαχη διάταξη. Οπότε κάθε άποψη που διαμορφώνεται θα πρέπει να εξετάζεται και από την σκοπιά των κινήτρων αυτού που την εκφράζει.
Πάντως κύκλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης προς το παρών δεν σχολιάζουν τα περί επικείμενης ρύθμισης και υποστηρίζουν ότι αναμένουν τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου.