Φθορά της κυβέρνησης, αμφισβήτηση του πρωθυπουργού

Φθορά της κυβέρνησης, αμφισβήτηση του πρωθυπουργού

Η κυβέρνηση έχει περιέλθει σε κατάσταση προϊούσας αποσύνθεσης, καθώς αυξάνονται η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αντίστοιχες διαρροές τόσο από τον χώρο του κέντρου όσο και από το δεξιό της φάσμα.

Αυτός είναι ο λόγος που η δημόσια συζήτηση, όσο κι αν την ξορκίζουν τα επιτελικά στελέχη της κυβέρνησης, έχει κολλήσει γύρω από τις εκλογές και για την ακρίβεια στον χρόνο που πρέπει να στηθούν οι κάλπες. Το δίλημμα είναι ανάμεσα στο να μη γίνουν πολύ νωρίς, την άνοιξη, επειδή δεν θα έχουν ξεπεραστεί οι αρνητικές εντυπώσεις της πανδημίας και δεν θα έχει ξεφουσκώσει το αντιεμβολιαστικό κίνημα και το να μη γίνουν πολύ αργά, τον επόμενο Σεπτέμβριο, επειδή ενδεχομένως θα έχει μεσολαβήσει άλλο ένα καταστροφικό καλοκαίρι πυρκαγιών.

Εκείνο όμως στο οποίο όλοι πλέον συμφωνούν στο εσωτερικό της κυβερνώσας παράταξης και ευρύτερα είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μπορεί να εξαντλήσει την τετραετία εάν θέλει να κάνει εκλογές με στοιχειωδώς ευνοϊκούς όρους γι’ αυτόν και με πιθανότητες να τις κερδίσει. Ισως όμως και να μην έχει καν την πολυτέλεια να εξαντλήσει την τετραετία, υπό το βάρος των προβλημάτων που σωρεύει η πολιτική του, όπως προβλέπει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το αφήγημα της ανάπτυξης

Μες στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο εντάσσεται το αφήγημα που επιχειρεί να διατυπώσει η κυβέρνηση για την «αναπάντεχη επιτυχία στην οικονομία» και ακολούθως για τις παροχές που ξεκίνησαν με την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και θα συνεχιστούν με το προσχέδιο του προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τη ρητορική της κυβέρνησης, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλοί και δεν θα έχουν πρόσκαιρο αλλά δυναμικό και διηνεκή χαρακτήρα, επιτρέποντας τη διανομή πλούτου. Στο πλαίσιο αυτό, μετά το αναιμικό πακέτο που παρουσίασε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και του οποίου η επικοινωνιακή απήχηση έχει ήδη εξανεμιστεί, εξετάζονται οι επόμενες παροχές και περαιτέρω φοροελαφρύνσεις, όπως π.χ. με τον ΕΝΦΙΑ και την εισφορά αλληλεγγύης.

Ενδεικτικό του προβληματισμού που επικρατεί στο κυβερνητικό επιτελείο είναι ότι εξετάζουν ακόμη και συμπληρωματική αύξηση του κατώτατου μισθού από τις αρχές του 2022, διακινδυνεύοντας να πέσουν στη δυσμένεια του ΣΕΒ που επέβαλε το ευτελές αρχικό 2%, όσο αξίζει ένα κουλούρι την ημέρα. Το πρόβλημα όμως για την κυβέρνηση είναι βαθύτερο και έγκειται στους περιορισμούς που βάζει η ιδεοληπτική της εμμονή στις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις. Το πλέον ενδεικτικό είναι η επιμονή της στο σχέδιο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η οποία θα καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την εκλογική συμπεριφορά ενός τμήματος της μεσαίας τάξης. Η θέση της κυβέρνησης, όπως εκφράστηκε από τον αρμόδιο υπουργό Ανάπτυξης Αδωνη Γεωργιάδη και ακολούθως επιβεβαίωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, είναι «συγχωνεύσεις ή λουκέτο». Το αντίστοιχο σχέδιο και οι εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα είναι πολύ πιο ρεαλιστικά και δελεαστικά για τους μικρομεσαίους και έχει γίνει ορατό, όσο κι αν δεν το βλέπει ο κ. Κούλογλου. Αρκεί να τους πείσει ότι δεν θα επαναλάβει τη φορολογική πολιτική Τσακαλώτου.

Τρέχει να προλάβει

Φυσικά από το σχέδιο αναδιαμόρφωσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας η κυβέρνηση θα έχει πολιτικές και εκλογικές απώλειες. Παρομοίως θα έχει απώλειες στα χαμηλότερα εισοδήματα από την απορρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας και την εξαφάνιση του συνδικαλισμού, όπως έδειξε η υπόθεση της efood. Επιπλέον, η κυβέρνηση εμμέσως αποδυναμώνει τα εισοδήματα της βάσης της κοινωνικής πυραμίδας, όπως και αυτά των χαμηλότερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης με την εκχώρηση μεγαλύτερου τμήματος της υγείας, της παιδείας και της πρόνοιας στους ιδιώτες. Εκχωρώντας τομείς του κοινωνικού κράτους στον ιδιωτικό τομέα η κυβέρνηση στερείται και μηχανισμούς αναδιανομής του εισοδήματος. Η σύλληψη του πρωθυπουργού είναι σε νηπιακό στάδιο από οικονομική και πολιτική άποψη.

Προβλέπει ότι η ανάπτυξη της οικονομίας θα παράγει ιδιωτικό πλούτο που αυτομάτως θα διαχυθεί στην κοινωνία –παρότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί πίεσης και αναδιανομής–, επειδή οι επιχειρηματίες είναι καλοί άνθρωποι και θέλουν να βλέπουν τους εργαζόμενούς τους να ευημερούν. Το ενδεχόμενο το κράτος να αναπτύξει ξανά παρεμβατική πολιτική στην οικονομία, ώστε να συγκρατήσει την ακρίβεια ή να μειώσει τις τιμές στα καύσιμα και τη βενζίνη, δεν υπάρχει ούτε σαν σκέψη στους νεοφιλελεύθερους εγκεφάλους της κυβέρνησης. Μοιραία οι αντιθέσεις θα γίνουν εκρηκτικές, ωστόσο η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι με την προπαγάνδα και με τον μηχανισμό των ενσωματωμένων ΜΜΕ θα προλάβει να πάρει άλλη μία εκλογική νίκη. Εάν αυτό συμβεί, τότε θα επιβεβαιωθεί η Ολγα Γεροβασίλη, η οποία έχει πει ότι «αν η ΝΔ κερδίσει τις επόμενες εκλογές, τότε στις μεθεπόμενες δεν θα υπάρχει χώρα για να σωθεί». Μάλλον δεν θα υπάρχει ούτε ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό είναι άλλης τάξης θέμα.

Πολιτική κινητικότητα

Πέραν της οικονομίας, προβληματισμό στο επιτελείο του Μαξίμου δημιουργεί και η κινητικότητα στο καθαρά πολιτικό πεδίο. Η ηγεσία Μητσοτάκη από την αρχή της θητείας της πάτησε σε δύο βάρκες: από τη μία ενσωμάτωσε δυνάμεις της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς, που εξακολουθούν να αποτελούν τον πυρήνα του «επιτελικού» κράτους παρά τις συνεχείς αποτυχίες τους στο πεδίο της διαχείρισης (που υποτίθεται ότι είναι προνομιακό γι’ αυτές) όπως έδειξαν η πανδημία και οι πυρκαγιές. Από την άλλη βασίστηκε στην παραδοσιακή Δεξιά και ακροδεξιά που εκφράζουν τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων της ΝΔ. Μόνο που με την παρέλευση της διετίας οι δύο αυτές συνιστώσες αποκλίνουν και οι διαφορές μεταξύ τους τείνουν να γίνουν αγεφύρωτες.

Με τον ανασχηματισμό ο κ. Μητσοτάκης διατήρησε τον πυρήνα του «επιτελικού κράτους», αλλά έβαλε στην κυβέρνηση και τον Θάνο Πλεύρη (συμπληρώνοντας την τριπλέτα με τον Αδ. Γεωργιάδη και τον Μάκη Βορίδη), και μάλιστα στο υπουργείο Υγείας, προκειμένου να κατευνάσει το αντιεμβολιαστικό κίνημα. Οι ίδιοι οι κυβερνητικοί επιτελείς εκτιμούν ότι αν υπάρξει πολιτικός φορέας να εκφράσει το αντιεμβολιαστικό κίνημα στην έξαρσή του, μπορεί να αποσπάσει μέχρι 10% στις εκλογές. Ο,τι κι αν λένε δημοσίως, αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για ψηφοφόρους που διαφορετικά θα κατευθύνονταν στην πλειονότητά τους στη ΝΔ. Οι εκσυγχρονιστές εντός της κυβέρνησης απλώς σιωπούν. Οι εκτός κυβέρνησης όμως εκσυγχρονιστές, πρώην Ποτάμι κ.λπ., έχουν πρόβλημα. Προς το παρόν αντιπαρέρχονται τα στελέχη του Γιώργου Καρατζαφέρη, προβάλλοντας ότι σημασία έχει να επιμείνει ο Κυρ. Μητσοτάκης στην πολιτική των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο τηρούν αιδήμονα σιωπή απέναντι στις ρατσιστικές απρέπειες του Κωνσταντίνου Μπογδάνου.

Η εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά φυσικά δεν συγκρίνεται σε ποσοστό με την παραδοσιακή βάση των ψηφοφόρων της ΝΔ, ωστόσο υπερεκπροσωπείται στη δημόσια σφαίρα και στα ΜΜΕ. Αφενός ξεπλένει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και αφετέρου προσφέρει το άλλοθι του κεντρώου πολιτικού στον Μητσοτάκη, ώστε να συνεχίζει τις μπίζνες με την κρατική περιουσία και το δημόσιο χρήμα.

Τα εθνικά και το δεξιό φάσμα

Το αντιεμβολιαστικό κίνημα, που στην ακτιβιστική του έκφραση εν πολλοίς ταυτίζεται με τους «μακεδονομάχους» και γενικότερα με την εθνικιστική Δεξιά, επαναφέρει στο προσκήνιο τον προβληματισμό για μια «νέα Δεξιά», ευρωπαϊκού τύπου, ταυτοτική, αντιμεταναστευτική, εθνικιστική, που στην Ελλάδα δεν έχει πολιτικό φορέα. Στο εσωτερικό της ΝΔ όσοι φλερτάρουν με την προοπτική αυτής της «νέας Δεξιάς» είναι ένα σημαντικό τμήμα, με πυρήνα το σαμαρικό υποσύστημα. Φυσικά η σαμαρική ομάδα επ’ ουδενί σκέφτεται να αποχωρήσει από τη ΝΔ. Αντιθέτως, εκτιμά ότι η ΝΔ θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί συνολικά προς αυτή την πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση, φυσικά με άλλη ηγεσία. Το περίεργο είναι ότι βρίσκονται σε συναντίληψη με πρόσωπα που προέρχονται από τον πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό ή και σημιτικό χώρο. Οι αρνήσεις προσώπων αυτού του χώρου στον Κυρ. Μητσοτάκη πρόσφατα να αναλάβουν κυβερνητικές θέσεις δεν σχετίζονται με την παρουσία των ακροδεξιών, αλλά με την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του πρωθυπουργού.

Καταλύτης εξελίξεων προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι –και μόνο αυτά μπορούν– τα εθνικά θέματα. Το μακεδονικό προκαλεί κραδασμούς στο εσωτερικό της ΝΔ και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός δεν θα φέρει τα πρωτόκολλα συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Ακόμη πιο ισχυρό αλλά υπόγειο προς το παρόν ρεύμα δυσαρέσκειας διαμορφώνει η υποχωρητική και κατευναστική πολιτική Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά. Η πατριωτική πτέρυγα της ΝΔ θεωρεί ότι ο νεοφιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός του Κυρ. Μητσοτάκη ταυτίζεται με τον «εθνομηδενισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Ο πρωθυπουργός λόγω του προγράμματος απέφυγε τον σκόπελο της συνάντησης με τον Ερντογάν στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, με το που πέρασε το καλοκαίρι των «ήρεμων υδάτων» στο Αιγαίο η Τουρκία επανήλθε αυξάνοντας τις προκλήσεις και κάνοντας νηοψίες στα όρια –εάν όχι και εντός– των ελληνικών χωρικών υδάτων, παραβιάζοντας και την κόκκινη γραμμή των έξι μιλίων που έχει βάλει η κυβέρνηση.

Ο Ερντογάν έκανε επίδειξη δύναμης από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, απαιτώντας ανταλλάγματα για τον διεθνή ρόλο της χώρας του και ζητώντας διμερή διάλογο –χωρίς τους περιορισμούς του διεθνούς δικαίου– με την Ελλάδα. Ο Κυρ. Μητσοτάκης κινδυνεύει είτε να μπει σε αντιπαράθεση επί του πεδίου υπό στρατιωτικούς όρους με την Τουρκία –χωρίς να έχει την απαραίτητη προπαρασκευή– είτε να συρθεί σε έναν διάλογο άνευ όρων που μοιραία θα καταλήξει σε εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μόνο που η ΝΔ δεν μπορεί να το αντέξει και θα ξυπνήσει το ένστικτο της επιβίωσης των βουλευτών της, οι οποίοι δεν έπαψαν ποτέ να είναι πολιτευτές παραδοσιακού τύπου που τους ενώνει το «γκουβέρνο». Ο Αντώνης Σαμαράς ήδη αντιδρά, ενώ πληροφορίες λένε ότι θα βγει από τον πολιτικό του λήθαργο και ο Κώστας Καραμανλής.

Καθώς όμως ετερόκλητα ρεύματα, εκκινώντας από την οικονομία, την πολιτική εκπροσώπηση και τα εθνικά θέματα, συγκλίνουν στην αμφισβήτηση της διαχειριστικής ικανότητας και επάρκειας του πρωθυπουργού, η αμφισβήτηση είναι θέμα χρόνου και μπορεί να πάρει τον χαρακτήρα αλλαγής εν κινήσει.

Φωτιές ανάβει ο Σαμαράς

Με την έναρξη της νέας πολιτικής χρονιάς, το δικό του παρών έδωσε στα πολιτικά αλλά και εσωκομματικά τεκταινόμενα στη ΝΔ ο Αντώνης Σαμαράς με τη συνέντευξη που παραχώρησε χτες στα «Νέα». Πρόκειται για συνέντευξη με την οποία απαντά σε όλα τα θέματα της επικαιρότητας, βάζοντας το δικό του πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, που κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση, όταν δεν συνιστά αποδόμηση της ηγεσίας Μητσοτάκη στη ΝΔ.

Ο κ. Σαμαράς φυσικά αναφέρεται στα ελληνοτουρκικά, εμμένοντας στη θέση του κατά του ελληνοτουρκικού διαλόγου και του Ερντογάν «δεν συζητάς με πειρατές» , επικρίνοντας έτσι και τη στάση που τηρεί ο Κυρ. Μητσοτάκης.

Δεν είναι δίχως σημασία ότι αυτήν τη φορά δεν περιορίζεται στα εθνικά θέματα και ασκεί κριτική στον πρωθυπουργό και για τα οικονομικά αλλά και συνολικά για την πολιτική του διαχείριση. Αν και δεν αναφέρεται ονομαστικά σε κάποιο πρόσωπο, δεν φείδεται κριτικής για τους οπαδούς του σχεδίου Ανάν, όπως ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας Χρήστος Στυλιανίδης.

Με αφορμή την αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ από την ενεργό πολιτική, ο κ. Σαμαράς αναφέρεται στη δύσκολη σχέση του με την καγκελάριο, περιγράφοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι του τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια όταν ήταν πρωθυπουργός.

Documento Newsletter