Δεν έχουµε κεντρική θέρµανση, τόλµησε να ψελλίσει ο δάσκαλος ενός σχολείου στα Άγραφα κι αµέσως ο παρατρεχάµενος έσπευσε να συµπληρώσει: «Εχουµε όµως διαδραστικό πίνακα». «Α ωραία… ∆ηλαδή τεχνολογικός εξοπλισµός πλήρης» απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που ούτε για τα προσχήµατα του επικοινωνιακού σόου δεν σκέφτηκε ότι τα ξεπαγιασµένα χέρια των παιδιών δεν θα µπορούν να γράφουν ούτε στον πίνακα ούτε στα τετράδιά τους. Αυτό το περιστατικό αποτελεί τη σύγχρονη διασκευή της φράσης της Μαρίας Αντουανέτας «αφού δεν έχουν ψωµί, ας φάνε παντεσπάνι».
Είναι η ευθυγράµµιση µε το happening της ∆όµνας Μιχαηλίδου, που βάζοντας µάσκα και χασκογελώντας το βάφτισε ενσυναίσθηση, όταν η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαΐκής Ένωσης όσον αφορά τους δείκτες προσβασιµότητας των τυφλών. Είναι ο κυνικός υλισµός που θεωρεί έναν ικανό χηµικό είκοσι φορές πιο πολύτιµο από τον καλύτερο ποιητή. Η αποτύπωση του νεοφιλελεύθερου τυφώνα που σου χαρίζει µια γαλάζια χάντρα (επιδόµατα) και όσο την περιεργάζεσαι σου κλέβει τα κλειδιά του σπιτιού σου.
Ας µην απορούµε λοιπόν για τη φρικιαστική ειδησεογραφία των τελευταίων ηµερών. Όταν η Χάνα Αρεντ (φωτό) µε αφορµή τη δίκη του Αϊχµαν, του αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώµατος, είχε διατυπώσει τη θεωρία της περί κοινοτοπίας του κακού είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις. Ο υψηλόβαθµος ναζί ήταν απλώς ένας ευσυνείδητος υπάλληλος που υπάκουε στις εντολές των ανωτέρων του. Φυσικά και η εγκληµατικότητα είναι διαχρονική, επειδή στην ανθρώπινη φύση το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Αυτό όµως που έχει αλλάξει επί κυβέρνησης της Ν∆ είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της. ∆εν συνδέεται πλέον µόνο µε τον υπόκοσµο ή τους φτωχοδιάβολους του περιθωρίου. ∆ράστες είναι «καλά παιδιά» που θα χαϊδέψουν τη γυναίκα τους και τον σκύλο τους, θα πάνε στην Ανάσταση και την ώρα που χωνεύουν τη µαγειρίτσα θα µπουν και σε καµιά ιστοσελίδα να ψαρέψουν 12χρονα ή θα προσκαλέσουν µια 19χρονη κοπέλα να την ξεναγήσουν στο «αξιοθέατο» του Αστυνοµικού Τµήµατος Οµόνοιας.
Όλοι αυτοί, αν δεν «υπακούν» όπως ο Άϊχµαν, τουλάχιστον σε ένα ασυνείδητο επίπεδο µιµούνται και εθίζονται στην παραβατικότητα αφού η ατιµωρησία, το ξεχαρβάλωµα των θεσµών, η καταπάτηση των δικαιωµάτων και η λαµογιά δείχνουν τον δρόµο. Ο Πλεύρης τεντώνει ναζιστικά το χέρι του, αλλά η πρόεδρος του δικαστηρίου αρκείται στο «εφεξής δεν επιτρέπονται χαιρετισµοί» αντί να εφαρµόσει επιτόπου τον αντιρατσιστικό νόµο. Τεράστια σκάνδαλα όπως της Siemens ή της Novartis παραγράφονται κι ενώ το γκραν γκινιόλ σίριαλ του Κολωνού κοντεύει να ξεπεράσει σε επεισόδια τη «Λάµψη» του Φώσκολου, το ΕΣΡ και η ΕΣΗΕΑ έχουν πέσει σε χειµερία νάρκη για εξοικονόµηση ενέργειας. Το άπλετο φως για τις υποκλοπές µετατρέπεται σε απόλυτο σκοτάδι και η εξεταστική στο πιο σύντοµο ανέκδοτο. Ο Πατούλης µε το κλεµµένο διδακτορικό επανεκλέγεται πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου προς τιµήν και δόξα της fake αριστείας. Η όποια ρωγµή διαµαρτυρίας στην άκρα του τάφου σιωπή πνίγεται στα δακρυγόνα, γιατί το αγαπηµένο τραγούδι του Θεοδωρικάκου είναι το «µη µιλάς, µη γελάς, µην τραγουδάς, κινδυνεύει η Ελλάς».
Αφού λοιπόν δεν θα υπάρχει άρτος, ας προβάλουµε το θέαµα της φρίκης. Περιλαµβάνει και την κηδεία του ∆ιαφωτισµού, όπου ο καφές της παρηγοριάς περιλαµβάνει µόνο το κατακάθι του.