Αποχαιρετισμός στη Γαλλίδα τραγουδίστρια Φρανσουάζ Αρντί, το pop και fashion icon των 60s.
Η ζωή της Φρανσουάζ Αρντί υπήρξε μυθιστορηματική από την πρώτη στιγμή που ήρθε στον κόσμο, στις 17 Ιανουαρίου του 1944 εν μέσω του Β΄ ΠΠ. Η μητέρα της μεγάλωσε μόνη της τη Φρανσουάζ και την αδερφή της, αφού ο πατέρας τους, ήδη παντρεμένος και από ανώτερη κοινωνική τάξη, ποτέ δεν στήριξε οικονομικά τη νέα του οικογένεια και τους επισκεπτόταν ελάχιστα. «Αφελώς πίστευα ότι οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι» έγραψε στην αυτοβιογραφία της, αναφερόμενη στο γεγονός πως τόσο η ίδια όσο και η αδερφή της ήταν τα εξώγαμα παιδιά από την ένωση του αδιάφορου πατέρα τους με τη μητέρα τους. Απ’ αυτό τον πατέρα, ωστόσο, που έπαιζε πιάνο και που στα 16 τής έκανε δώρο μια κιθάρα, η Φρανσουάζ βρήκε καταφύγιο στη μουσική και άρχισε να αποκαλύπτει το μεγάλο ταλέντο της.
Το 1962, σε ηλικία 18 ετών, γνωρίζει την επιτυχία με το τραγούδι «Tous les garçons et les filles». Επηρεασμένη από την έκρηξη του rock’n’roll, η νεαρή Φρανσουάζ εγκαταλείπει τις μελαγχολικές μπαλάντες με τις οποίες είχε εμφανιστεί, εγκαινιάζοντας στην ουσία το γεγέδικο κίνημα στο γαλλικό τραγούδι. Το κομμάτι γίνεται τεράστιο χιτ στη χώρα της και παραμένει στο Νο1 των γαλλικών τσαρτ για πολλούς μήνες. Τον Νοέμβριο του 1962 κυκλοφορεί το πρώτο της άλμπουμ από την περίφημη δισκογραφική Disques Vogue.
Ως ευφυής καλλιτέχνιδα, η Φρανσουάζ Αρντί μετακομίζει στο Λονδίνο προκειμένου να ηχογραφήσει τα νέα τραγούδια της στο Pye Records στούντιο. Εν μέσω της περίφημης «βρετανικής εισβολής» των γεγέ συγκροτημάτων γνωρίζεται με τους Beatles και τους Rolling Stones, ενώ ο Μικ Τζάγκερ τη χαρακτηρίζει «ιδανικό πρότυπο γυναίκας». Ηχογραφεί τραγούδια σε πολλές ξένες γλώσσες, ενώ εμφανίζεται σε διάφορα φεστιβάλ, θέατρα και τηλεοπτικές εκπομπές από την Πορτογαλία και τη Γερμανία μέχρι το Κονγκό και τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα αποδέχεται τις προτάσεις Γάλλων σκηνοθετών, όπως ο Ροζέ Βαντίμ, για να παίξει στον κινηματογράφο, κάτι που ποτέ δεν την ευχαριστούσε συγκριτικά με το τραγούδι. Κι όταν το 1965 παρακολουθεί το Φεστιβάλ των Καννών εντυπωσιάζει τους πάντες με το μαύρο παλτό που σχεδίασε ειδικά γι’ αυτήν ο Πιερ Καρντέν.
Η ερωτική εξομολόγηση του Μπομπ Ντίλαν
Από το 1965 και μετά η Φρανσουάζ Αρντί γίνεται το απόλυτο fashion icon της γενιάς της, αφού την ντύνουν οι μεγαλύτεροι μόδιστροι του Παρισιού και επίσης την απαθανατίζουν οι μεγαλύτεροι φωτογράφοι, αφήνοντάς μας σήμερα πορτρέτα εξαίσιας αισθητικής από εκείνα τα χρόνια. Στη φυσική παρουσία και τη φωνή της υποκλίνονται ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν και ο Ντέιβιντ Μπόουι, ενώ η αφίσα της υπάρχει σε όλα τα εφηβικά δωμάτια στο Τσέλσι, επίκεντρο του swinging London. Ο Μπομπ Ντίλαν εμπνέεται απ’ αυτήν και της αφιερώνει ένα ποίημά του στο οπισθόφυλλο του δίσκου «Another side of Bob Dylan» (1964). Η μοναδική φορά που συναντήθηκαν οι δυο τους ήταν τον Μάιο του 1966, όταν ο Ντίλαν εμφανίστηκε στο Olympia και η Φρανσουάζ ήταν στο κοινό. Ο Ντίλαν το έμαθε και αρνήθηκε να ξαναβγεί στη σκηνή για το δεύτερο μέρος του προγράμματος εάν εκείνη δεν πήγαινε να τον δει στο καμαρίνι του. Μετά το τέλος της συναυλίας η Φρανσουάζ μαζί με άλλους καλλιτέχνες ακολούθησε τον Ντίλαν στο ξενοδοχείο του, όπου ο Αμερικανός τραγουδοποιός τής χάρισε μια πρώτη κόπια με τα τραγούδια του «Just like a woman» και «I want you». Ηταν μια κίνηση που συγκίνησε πολύ τη νεαρή τραγουδίστρια, καθώς μάλλον επρόκειτο για την πιο πρωτότυπη ερωτική εξομολόγηση που της είχε γίνει ποτέ. Το 1969 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Comment te dire adieu» και το ομότιτλο τραγούδι σε μουσική του Σερζ Γκενσμπούρ γίνεται άλλη μια τεράστια επιτυχία της.
Η ζωή αυτή όμως κάτι σου δίνει, κάτι σου παίρνει και η Αρντί, ενώ ήταν δραστήρια μέχρι την πλήρη ωριμότητά της, ασχολούμενη με την αστρολογία, τη συγγραφή βιβλίων και φυσικά τη μουσική, πέρασε μεγάλες τραγωδίες: στις αρχές του 1980 ο πατέρας της πέθανε στο νοσοκομείο σε ηλικία 80 ετών χτυπημένος από μια νεαρή αρσενική πόρνη και η ίδια ανακάλυψε πως επρόκειτο για καταπιεσμένο ομοφυλόφιλο με διπλή ζωή. Τον Μάιο του 2004 η αδερφή της, Μισέλ, που έπασχε από σχιζοφρένεια, αυτοκτόνησε στο σπίτι της. Η Φρανσουάζ υπήρξε ζευγάρι με τον μέντορά της, τον φωτογράφο Ζαν-Μαρί Περιέ, αν και η σχέση της ζωής της ήταν με τον Γάλλο συνάδελφό της Ζακ Ντιτρόν. Ηταν μαζί από το 1967 αλλά παντρεύτηκαν το 1981, έχοντας φέρει στον κόσμο το 1973 τον μοναχογιό τους Τομάς Ντιτρόν, ο οποίος σήμερα κάνει μεγάλη καριέρα ρόκερ στη Γαλλία.
Εκανε δημόσια έκκληση για ευθανασία
Κατηγορούμενη τα τελευταία χρόνια για ξενοφοβία και αντισημιτισμό, η Φρανσουάζ Αρντί προσπαθούσε να ανασκευάσει κάθε φορά τις ατυχείς δηλώσεις της. To 2005 διαγνώστηκε με καρκίνο, τον οποίο αρχικά ξεπέρασε μέχρι την επανεμφάνισή του το 2015. Κατά τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο έσπασε το ισχίο της και οι πολλές χημειοθεραπείες εξουθένωσαν τον οργανισμό της. Ηταν κι η αιτία που, έχοντας υποστεί αρκετές πτώσεις και κατάγματα, το 2021 έκανε δημόσια έκκληση για νομιμοποίηση της ευθανασίας στη Γαλλία δίνοντας στο RTL μια συγκλονιστική συνέντευξη. Τελικά πέθανε την περασμένη Τρίτη 11 Ιουνίου από μεταστατικό καρκίνο στον λάρυγγα σε ηλικία 80 ετών. Το αντίπαλο δέος της Μπριζίτ Μπαρντό στο τραγούδι, η πρωτοπόρος μουσικός και τραγουδίστρια μιας ολόκληρης γενιάς σκόρπισε με τον θάνατό της μεγάλη θλίψη στην παγκόσμια μουσική οικογένεια και πέρασε ήδη στην ιστορία της ποπ κουλτούρας των κοσμογονικών 60s.