Οι πρώτοι πάνκηδες, τα στέκια της Πλάκας, οι επεισοδιακές συναυλίες των Panx Romana και ο δρόμος της αλληλεγγύης
Οι Panx Romana έκαναν δισκογραφικά την εµφάνισή τους το 1984 µε τη συµµετοχή στην ιστορική πανκ συλλογή «∆ιατάραξη κοινής ησυχίας». Η µπάντα γεννήθηκε από την ορµή που πυροδότησε η έκρηξη της πανκ µουσικής το 1976 και συνέβαλε στη δηµιουργία µιας νέας (αντι)κουλτούρας που αµφισβήτησε και χλεύασε κάθε εξουσία και καθωσπρεπισµό της εποχής της, ενός µουσικού κινήµατος που αντιτάχθηκε στη λογική του παραγγέλµατος και του προστάγµατος και καταγίνηκε µε νέες µπάντες, έντυπα και δίκτυα διανοµής µουσικής. Με αφορµή την επερχόµενη συναυλία στην Τεχνόπολη συνάντησα τον Frank σε ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας και µιλήσαµε για όλες αυτές τις µουσικές ιστορίες που γεννήθηκαν τα τελευταία 40 χρόνια. Το πιο σηµαντικό είναι ότι οι Panx Romana παραµένουν πιστοί στις ιδέες που υπηρετούν µε συνέπεια εδώ και δεκαετίες και δεν έχουν σταµατήσει να πιστεύουν ότι ο δρόµος της φωτιάς ανοίγει µόνο µε την ορµή από τα όνειρα των παιδικών µας χρόνων.
Ενα οδοιπορικό 40 χρόνων µε µουσικές ιστορίες από τη «∆ιατάραξη κοινής ησυχίας» µέχρι σήµερα. Τι θα παρουσιάσετε;
Ο στόχος µας είναι να στήσουµε µια ουσιαστική γιορτή, η οποία θα πλαισιωθεί από αδέρφια και συνοδοιπόρους της δικής µας και της νέας γενιάς. Θα δώσουν το παρών οι Κοινοί Θνητοί και Coyotes Arrow και άλλοι καλεσµένοι για να µοιραστούµε τραγούδια παρέα, όπως ο Αλέξης Καλοφωλιάς, ο Βέβηλος και ο Novel 729 αλλά και µέλη από τους Deus Ex Machina, Στίχοιµα, Planet of Zeus και άλλοι. Η συναυλία διατρέχει όλη την πορεία της µπάντας και ξεκινάει µε ένα δρώµενο µε θεατρικά στοιχεία που θίγει την κατάσταση σήµερα, ειδικά για τη «µητέρα» Ελλάδα, για µια κανονικότητα που νοσεί, για τα παιδιά που έρχονται από τη χώρα των περιττών και των ξεκούρδιστων. Προσπαθούµε πάντα να συνδυάζουµε την αγάπη µας για το rock’n’roll µε ζητήµατα που περιλαµβάνουν µηνύµατα ζωής, δοσµένα πάντα µε πάθος και όραµα.
Ο καλλιτέχνης πρέπει πάντα να βουτάει τη γλώσσα του στο µυαλό του προτού µιλήσει. Εχει χρέος να το κάνει απέναντι σε κάθε άνθρωπο, κάθε ηλικίας, που θα τον τιµήσει ακούγοντάς τον.
Η γενιά σου µεγάλωσε την εποχή που η εξουσία είχε φιµώσει κάθε ελεύθερη φωνή.
Η χούντα των συνταγµαταρχών µε βρήκε στην πρώτη δηµοτικού. Από νωρίς ένιωσα µε άγριο τρόπο τι σηµαίνει το «απαγορεύεται το οµιλείν και το συναθροίζεσθαι». Βλέπεις, ήµουν παιδί γονιών που διώκονταν για τα πιστεύω τους –και για τη διαφορετικότητά τους–, σε βαθµό που ο πατέρας µου –αριστερών πεποιθήσεων– να καίει κλαίγοντας τα βιβλία του και η µητέρα µου –µάρτυρας του Ιεχωβά– να φυλακίζεται ως εγκληµατίας παρότι πρέσβευε την αγάπη του θεού. Ως παιδί –διαφορετικός κι εγώ– βίωσα το µπούλινγκ από το καθεστώς µέσω των δασκάλων και του εκπαιδευτικού συστήµατος που ήθελε απλώς να προπαρασκευάσει αµίλητα και ακούνητα στρατιωτάκια. Ξυλιές στα χέρια, τράβηγµα από τα µαλλιά και τα αυτιά, αποβολές, προσβλητικά σχόλια για παραδειγµατισµό µπροστά σε όλο το σχολείο. Εξι χρόνων πέρασα το πρώτο µου βράδυ σε κρατητήριο µαζί µε τη µητέρα µου και τον ενός έτους αδερφό µου στην αγκαλιά της. Η µητέρα µου δικάστηκε για προσηλυτισµό ανηλίκων, αλλά παραδόξως αθωώθηκε, αφού πρώτα είχε γίνει πρωτοσέλιδο στις κίτρινες φυλλάδες της εποχής. Αυτά δεν ήταν τα µόνα, ακολούθησαν και άλλα. Ολη αυτή η πίεση µου δηµιουργούσε την πιο έντονη αντίδραση που λαχταρούσε να εκτονωθεί. Ηταν σαν κάτι να φλεγόταν µέσα µου, κάτι σαν φωτιά, και στην εφηβεία έσκασε σαν βόµβα στα χέρια µου.
Πώς ξεκίνησε για σένα η εποχή του πανκ ροκ;
Τρία ακόρντα από ένα τραγούδι των Ramones ήταν αρκετά για να φέρουν τα πάνω κάτω. Αντιταχθήκαµε, είπαµε «όχι!» στο σχολείο, στον στρατό, στο κράτος και το κατεστηµένο της εποχής. ∆ιαταράξαµε την κοινή ησυχία. Αυτό µας δηµιούργησε προβλήµατα – ακόµη και µε τον µουσικό κόσµο της µεταπολίτευσης. Εκπροσωπούσαµε κάτι πολύ καινούργιο, επαναστατικό. Θυµάµαι ότι πήγαινα σε διάφορα ροκ κλαµπ και λαϊβάδικα της εποχής και ζητούσα να παίξω ως DJ, έστω και για δέκα λεπτά, για να προπαγανδίσω την καινούργια µουσική. Τους ενοχλούσε το διαφορετικό που πρεσβεύαµε. Η κουλτούρα µας ήταν η αµφισβήτηση για όλους και για όλα. ∆εν µπορούσαµε να ταιριάξουµε και να µπούµε σε καλούπια.
Με ποια εξουσιαστικά µοντέλα και νοοτροπίες της εποχής ήρθατε σε σύγκρουση;
Ο τρόπος συµπεριφοράς µας δεν µπορούσε µε τίποτε να κουµπώσει και να συναντηθεί µε τα µουσικά ρεύµατα, τις αντιλήψεις και τις κοµµατικές παρατάξεις της εποχής. Ηµασταν κι εµείς µε τα µυαλά στα κάγκελα. Εξωγήινοι µουσικά, αλλά κυρίως στο παρουσιαστικό και στις συµπεριφορές µας. Υπήρχαν συναυλίες στο Σπόρτιγκ µε ροκ µπάντες στις οποίες πηγαίναµε τη δεκαετία του ’70 για να προκαλέσουµε τα φρικιά (τους ροκάδες της εποχής) µε τη συµπεριφορά µας. Σε µια συναυλία στο Πνευµατικό Κέντρο του Αγίου Στυλιανoύ στου Γκύζη είχε φτάσει κάποια παράταξη της Αριστεράς µε άγριες διαθέσεις, που πιάστηκε στα χέρια µε τα φρικιά και πολύ σύντοµα και όλοι µαζί και µε τα ΜΑΤ. Η πρόκληση ήταν κοµµάτι του παιχνιδιού. Ο πανκ στίχος ήταν εντελώς αντισυµβατικός. Εποµένως δεν είχε καλό τέλος κάθε προσπάθεια να εµφανιστούµε κάπου.
Ποια ήταν τα πρώτα πανκ στέκια στην Αθήνα;
Αρχές του 1977 ήµασταν µε το ζόρι δυο τρία άτοµα και το στέκι µας ήταν η Πλάκα. Νιώθαµε κοντά µε αυτούς που ντύνονταν στα µαύρα και έµοιαζαν διαφορετικοί. Η πανκ ροκ κουλτούρα γεννήθηκε στον δρόµο. Υπήρχε ένα δροµάκι ανάµεσα στην Αδριανού και τη Λυσίου στο οποίο βρισκόταν ένα βίγκαν εστιατόριο µε το όνοµα Εδέµ. Εµείς από πιτσιρίκια είχαµε µάθει να µην τρώµε τους «φίλους» µας κι έτσι µαζευόµασταν εκεί και αράζαµε σε κάτι κάγκελα απέναντι. Ο ιδιοκτήτης είχε µουσικές αναζητήσεις πιο κοντά στα δικά µας γούστα. Κάποιες φορές έπαιζε τραγούδια των Stranglers, των Who και των Stooges. Είχαµε τρέλα µε τη µουσική. Μπορεί να είχαµε ακούσει ότι µια ντίσκο στην Κηφισιά παίζει ένα τραγούδι των Clash και –βουρ!– ξεκινούσαµε να πάµε στην άλλη άκρη της πόλης για να το ακούσουµε. ∆εν υπήρχε κάποιο στέκι που θα µπορούσε να µας αντέξει εκείνη την εποχή. Ολοι µάς θεωρούσαν απειλή. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί αντιδρούσαµε µε αυτό τον τρόπο και γιατί δεν µοιάζαµε µε τα παιδιά µε τα µακριά µαλλιά που άκουγαν ροκ. Ηµασταν πάντοτε αδέσποτα και παιδιά του δρόµου.
Τα προβλήµατα µε την αστυνοµία πώς ξεκινούσαν;
Η αστυνοµία έκανε προσαγωγές σε ηµερήσια βάση και οπουδήποτε µας έβλεπε, λόγω εµφάνισης. Θεωρούσαν ότι έπρεπε να µας συνετίσουν επειδή ήµασταν διαφορετικοί και γεµάτοι παραµάνες για πίρσινγκ. Μπορεί για παράδειγµα να σε µαζεύανε στο τµήµα της Ακρόπολης και αφού σε άφηναν ελεύθερο να σου έκαναν και δεύτερη προσαγωγή στην Οµόνοια. Ο Αρκουδέας ήταν ο διοικητής στο αστυνοµικό τµήµα της Ακρόπολης, στου Μακρυγιάννη. Φυσικά και µας ήξερε. ∆εν µάζευε µόνο τους πάνκηδες. Μάζευε και τρανς άτοµα από τη Συγγρού. Κι έτσι περνούσαµε όλοι µαζί παρέα τα βράδια. Παίζαµε µπιζ και λέγαµε ιστορίες. Πολύ σύντοµα µάθαµε να µην κρίνουµε κανένα και να δεχόµαστε κάθε διαφορετικότητα. Μπορούσαµε να διασκεδάσουµε και να κουβεντιάσουµε µεταξύ µας χωρίς να υπάρχει κανένα ερωτικό µπέρδεµα. Αυτά τα άτοµα ήταν µεγαλύτερα από εµάς και αρκετές φορές µας προστάτευαν – αλλά κι εµείς τους προστατεύαµε. Ολοι οι απόκληροι βρισκόµασταν και τακιµιάζαµε όµορφα.
Ποια ήταν η ταξική σύνθεση στην πανκ ροκ κοινότητα;
Η βάση µας ήταν παιδιά από πολύ φτωχές οικογένειες. Υπήρχε πάνκης που δούλευε σε χρωµατοπωλείο και ερχόταν να µας βρει µε τη φόρµα της δουλειάς. Και κούµπωνε µια χαρά στο παρουσιαστικό των υπολοίπων. Κανείς δεν ήταν εκεί για την εικόνα και τη µόδα µονάχα. Μας έδενε κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό. Γι’ αυτό και λειτουργούσαµε σαν αδέρφια. Ακόµη κι όταν ήταν επιβεβληµένο να τραπούµε σε φυγή, κανένας δεν έµενε πίσω. Υπήρχε απίστευτη αλληλεγγύη µεταξύ µας σε κάθε δυσκολία.
Ποιες είναι οι αναµνήσεις σου από την Αρετούσα;
Η λειτουργία της κράτησε σχεδόν ένα χρόνο µε τεράστια προβλήµατα, αλλά ταυτόχρονα µε αυτοοργάνωση και σεβασµό. Αυτά τα στοιχεία ίσως αργότερα ενέπνευσαν τις πρώτες καταλήψεις. Υπήρχαν περιπτώσεις παιδιών που είχαν φύγει από το σπίτι τους ή κατάγονταν από την επαρχία και έµεναν στην Αρετούσα µέχρι να καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους. ∆εν το είπαµε ποτέ µαγαζί. Ολα αυτά τα µάθαµε από τους Crass, οι οποίοι ήταν µια αναρχοπασιφιστική πανκ µπάντα από την Αγγλία και τα κοµµάτια της τα έπαιζα ως DJ στην Αρετούσα. Πιστεύουµε ότι ένα µουσικό κίνηµα πρέπει να είναι ειλικρινές και ριζοσπαστικό στην πράξη πρώτα, επιθετικό και απόλυτο απέναντι σε όλες τις µη ανθρωπιστικές έννοιες και αξίες. Και έτσι προσπαθήσαµε να βαδίσουµε όλα αυτά τα χρόνια.
Τελικά γιατί έκλεισε η Αρετούσα;
Ο χώρος άνοιξε το 1981 και έκλεισε περίπου ένα χρόνο αργότερα. Ηµασταν αναγκασµένοι να ισορροπήσουµε ανάµεσα σε χώρους και καταστάσεις που δεν ήταν φιλικά απέναντί µας. Αντικριστά στην Αρετούσα υπήρχε ένα άλλο κλαµπ που λεγόταν Αρης και ήταν το στέκι των φρικιών, ενώ στον πρώτο όροφο, κάτω από την Αρετούσα, βρισκόταν ένα άλλο ροκάδικο, το Skylab. Γίνονταν οµηρικές συµπλοκές και συνήθως κατέφθανε η αστυνοµία. Υπήρχε ένα άγηµα µε αστυνοµικούς που µας πήγαινε στο τµήµα αφού πρώτα µας περνούσε µέσα από την Πλάκα σαν τους τεντιµπόηδες. Μόνο ταµπέλα «είµαι πάνκης» δεν µας κρεµούσαν. Για εµάς βέβαια ήταν µεγάλη τιµή να πηγαίνουµε βόλτα µε τον Αρκουδέα και το σινάφι του.
Πώς δηµιουργήθηκαν οι Panx Romana;
Το βασικό µήνυµα εκείνη την εποχή ήταν το εξής: «Θες να αλλάξεις τον κόσµο; Φτιάξε µια µπάντα». Αυτό ήταν το όνειρο του κάθε πάνκη της γενιάς µου. Εχω ένα τραγούδι σε µια κασέτα του 1977 που είναι παιγµένο µε αυτοσχέδια όργανα και δυνατές φωνές. Προσπαθούσαµε να κάνουµε µπάντα χωρίς να ξέρουµε να παίζουµε κανένα όργανο. Το σχήµα αυτό, οι Παραµάνα Band, µας οδήγησε το 1982 στους Panx Romana. Αρχικά οι εµφανίσεις µας έφεραν τον χαρακτήρα του επεισοδιακού. Με τον καιρό όµως άρχισαν να µας αντιµετωπίζουν πιο ουσιαστικά κι έτσι µπορούσαµε να εµφανιστούµε σε ένα χώρο ισότιµα µε άλλες µπάντες χωρίς προβλήµατα. Υπήρξαν καλλιτέχνες που στάθηκαν από την αρχή κοντά µας, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Νικόλας Ασιµος. Εχουµε ανοίξει πολλές φορές συναυλίες τους.
Πώς προέκυψε η συνύπαρξη µε τον Σιδηρόπουλο και τον Ασιµο;
Μπορεί η αφετηρία µας να ήταν διαφορετική, αλλά υπήρχε κοινή κουλτούρα. Αισθανόµασταν όλοι έξω από το κουτί. Αυτό µας έφερε κοντά. Οι διαφορετικότητές µας συναντήθηκαν. Εµείς ήµασταν πιτσιρίκια κι εκείνοι καταξιωµένοι καλλιτέχνες. Ηταν ωραίο να παίζεις σε µια συναυλία µε τον Ασιµο και να επιλέγεις έναν αντισυµβατικό τρόπο για να προπαγανδίσεις τη συναυλία. Θυµάµαι ότι µε τη µουσική συλλογικότητα ΑΕΤΑ, της οποίας ήµασταν µέλη, είχαµε κάνει µια αυτοοργανωµένη συναυλία το 1986 στο Θέατρο Λυκαβηττού και αποφασίσαµε να βγούµε όλοι µαζί στους δρόµους της Αθήνας. Ο Ασιµος έπαιζε ακουστική κιθάρα και τραγουδούσε κι εµείς οι πάνκηδες ακολουθούσαµε από πίσω µε χαρτόνια και πλακάτ. Συνδυάσαµε την τρέλα µας µε τη λογική «κάν’ το µόνος σου». Τα πάντα γίνονταν από εµάς. Η συναυλία, ο σχεδιασµός της αφίσας και η αφισοκόλληση.
Τι θυµάσαι από την πρώτη σας συναυλία στο Κύτταρο;
Η πρώτη εµφάνιση των Panx Romana κύλησε επεισοδιακά (ως συνήθως). Μάζεψε κόσµο που δεν µπορούσε να µπει σε καλούπι. Πώς να συµµορφωθεί κάποιος όταν έχει µάθει να σπάει στον τοίχο το άδειο µπουκάλι της µπίρας του; ∆εν µπορούσες να βάλεις πάνκηδες να κάτσουν σε καρέκλες. Το Κύτταρο είχε τραπεζάκια και καρεκλίτσες, παρότι έπαιζαν εκεί δηµοφιλή ροκ συγκροτήµατα της εποχής όπως οι Socrates. Τα πράγµατα δεν κυλούσαν πάντοτε οµαλά. Υπήρξαν όµως και συναυλίες µας που χτυπήθηκαν από φασίστες της εποχής.
Οι δίσκοι των Panx Romana συνοδεύονται πάντοτε από ένα τεύχος του «Κίτρινου Τύπου». Αυτή η ιστορία ξεκίνησε από φωτοτυπίες που µοίραζες από τα εφηβικά σου χρόνια.
Εκανα εφηµεριδάκια από τη δεκαετία του ’70 µε στίχους, σκιτσάκια και άρθρα, πάντα κόντρα και µε ξεκάθαρη στάση εναντίον κάθε προσλαµβανόµενης ουσίας µέσα µας, προτού αυτή γίνει εξουσία πάνω µας. Υπέρ της υποστήριξης του αγώνα του ανθρώπου για την ελευθερία του, που είναι η ίδια η ζωή εν κινήσει. Κίνηση που δεν µπορεί να ελεγχθεί και να µπει σε καλούπια, γιατί ένας είναι ο καλύτερος οιωνός: να υπερασπίζεσαι την ελευθερία σου και να κάνεις αυτό που σου αναλογεί.
Ολα αυτά τα χρόνια έχετε αναπτύξει µια σειρά δράσεων αλληλεγγύης για κοινωνικά ζητήµατα.
Η απεξάρτηση είναι εξέγερση, είναι επανάσταση – κι αυτές τις δυο λεξούλες τις αγαπάω ιδιαίτερα. Εθελοντικά είµαι πάντα κοντά σε προγράµµατα απεξάρτησης και µουσικά δουλεύουµε πολύ στον τοµέα της πρόληψης, για την οποία αυτή η χώρα αδιαφορεί διαχρονικά και εγκληµατικά.
Το 2015 είχα πάει και ως συνοδός µε παιδιά από κάποιο πρόγραµµα απεξάρτησης στη Λέσβο για να δουλέψουµε στη Μόρια, µε πρόθεση τα παιδιά να βοηθήσουν τον εαυτό τους βοηθώντας άλλους. Προσφέροντας ζεστά (και στεγνά) ρούχα σε πρόσφυγες που έρχονταν βρεγµένοι, βασανισµένοι από το ταξίδι τους µε τις πλαστικές βάρκες. Με δάκρυα στα µάτια εργαζόµασταν µαζί µε τα παιδιά του προγράµµατος, γιατί τα ρούχα δεν επαρκούσαν για όλους. Πόσο αποκαρδιωτικό ήταν να µην έχουµε εφόδια για να ντυθούν τα παιδιά – µέχρι και τα µωρά.
Πόση δύναµη έχουν οι αγάπες των παιδικών µας χρόνων;
Εχουν κάτι από τη φωτιά των θρύλων. Πάντα µας συντροφεύουν και µας δείχνουν το µονοπάτι. Τότε µαζεύαµε ζωάκια από τα σκουπίδια και τα φροντίζαµε. Μεγάλωσα σε µια από τις πιο φτωχές γειτονιές του Πειραιά, τη ∆ραπετσώνα. Ο πατέρας µου και η γιαγιά µου δούλευαν στο εργοστάσιο των Λιπασµάτων. Αναπνέαµε τον µαύρο καπνό από τα φουγάρα. Αυτά µας έδιναν ψωµί – αλλά και θάνατο. Ο πατέρας µου, όπως και οι περισσότεροι συγγενείς µας, έφυγαν από καρκίνο του πνεύµονα. Εµείς παίζαµε εκεί τριγύρω και ταυτόχρονα προσπαθούσαµε να βοηθήσουµε την οικογένειά µας. Πηγαίναµε σε αλάνες που έκοβαν πλοία για παλιοσίδερα και µαζεύαµε µε τους κουβάδες µικρά κοµµάτια σίδερο και τα πουλούσαµε µε το κιλό στους παλιατζήδες της περιοχής. Αυτή ήταν η δική µας συνεισφορά στην οικογένειά µας.
Επειδή βιώσαµε πρώτοι στο πετσί µας τις δυσκολίες δεν µπορέσαµε να αρνηθούµε οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν κάποιος που βρισκόταν στον δρόµο – κι όποτε µπορούσαµε να δώσουµε δίναµε. Στις συναυλίες µας συχνάζουν νέοι άνθρωποι, αλλά και οι µεγαλύτεροι δεν µένουν πίσω και µας ανοίγουν την καρδιά τους. Υπάρχει πάντοτε ένας ανοιχτός δίαυλος ουσιαστικής επικοινωνίας. Αυτό το παράδειγµα εκδηλώνουµε στη σκηνή µε τους στίχους, µε το στίγµα της ζωής µας και µε τα σχόλιά µας. Εχουµε κάνει συναυλίες σε φυλακές και οπουδήποτε υπήρχε ανάγκη, ενώ ακόµη και σήµερα είµαστε µέλη του δικτύου αλληλεγγύης κοινωνικών ιατρείων και της µουσικής συλλογικότητας Αντισώµατα. Εχουµε δηµιουργήσει και ένα φεστιβάλ που λέγεται Immigraniada και έχει αιχµή το προσφυγικό. Σε αυτό συνδυάσαµε το πανκ ροκ µε το χιπ χοπ σε κοινές συναυλίες. Μια µουσική συνεύρεση δύο κόσµων µε διαφορετικές αφετηρίες αλλά ίδιες αντιλήψεις, δράσεις και πρακτικές.
Πιστεύεις ότι πέρασε η εποχή της πανκ ροκ κουλτούρας;
Η κουλτούρα αυτή για εµάς δεν σκόρπισε ποτέ. Υπήρχαν λόγοι ζωής από πίσω. Οι δίσκοι µας είναι στολισµένοι µε ένα σωρό υγιή σύµβολα και ιδέες, µε αντιφασιστικά µηνύµατα και σκίτσα αντίστασης. Πάντοτε ήµασταν σαν ένα ανοιχτό βιβλίο και ξεκάθαροι στις θέσεις που υπηρετούµε τίµια και µε συνέπεια. Αυτό µας κρατάει ζωντανούς και σήµερα. ∆εν έχουµε κουραστεί να είµαστε 40 χρόνια µαζί. Ακόµη πάει. ∆εν ξέρουµε τι θα γράψει ο επίλογος αυτής της πορείας, αλλά είµαστε σίγουροι πως δεν θα γράψει ότι τα παρατήσαµε. Η πανκ ροκ µουσική συνεχίζει να υφίσταται και να δηµιουργεί, από την Ινδονησία έως το Περού και από την Αγγλία έως την Ελλάδα. ∆εν είναι τυχαίο πως πολλά νέα παιδιά, τα πιο ανήσυχα πνεύµατα, ξεκινάνε τη µουσική τους αναζήτηση από τις µουσικές του δρόµου, το πανκ και το χιπ χοπ.
Ποιες είναι οι σκέψεις σου για την εποχή που ζούµε;
«Στη ζούγκλα της απάθειας προορισµός η ανθρωπιά.
Απ’ τα σύνορα πιο πέρα, βρέχει µόνιµα φωτιά!
Και τον ήλιο έχουν σβήσει, σύννεφα µίσους της ζωής!
Μα µια ελπίδα φτάνει, κι ερχόµαστε πιο δυνατοί!».
Ολοι µαζί θα ζήσουµε ή όλοι µαζί θα σβήσουµε. Ετσι λένε οι στίχοι από ένα τραγούδι που έκανα µε τη νέα µου µπάντα, τους Σαλταδόρους.
∆εν γίνεται να συνεχίσουµε την πορεία µας µοναχικά. Η αυτοοργάνωση έχει να κάνει µε το πώς θα σταθούµε στα πόδια µας για να δηµιουργήσουµε σε επίπεδο συλλογικότητας. Η εξουσία έχει πάντοτε σκληρό πρόσωπο και το εκφράζει µε κάθε ευκαιρία. Γι’ αυτό λέµε πως αυτές οι νοοτροπίες των αρίστων και η χώρα τους δεν µας ταιριάζουν. ∆εν µας πάει ο µιλιταρισµός, δεν µας πάει το στιλ του παραγγέλµατος και της προσταγής, το µοτίβο της υποχρεωτικότητας και των απαγορεύσεων. Αυτά προέρχονται από εποχές µε χουντικές νοοτροπίες και κατάλοιπα.
Το έχουµε ξαναζήσει το φίµωµα. Τότε που ο γύψος δεν ήταν µόνο οικοδοµικό υλικό.
∆εν γίνεται να προσλαµβάνουν αστυνοµικούς για τα πανεπιστήµια κι εµείς να αναβάλλουµε όλες τις αρρώστιες µας, εκτός κορονοϊού βέβαια, προκειµένου να µην πιέζεται το δηµόσιο σύστηµα υγείας. ∆εν µπορούν να στέλνουν όπλα στην Ουκρανία αντί ανθρωπιστικής βοήθειας, δεν γίνεται να κυκλοφορούν ελεύθεροι εγκληµατίες όπως ο Κορκονέας και µεγαλοδιακινητές ναρκωτικών.
Εµείς µε τη µουσική προσπαθούµε να ελευθερώνουµε και να ελευθερωνόµαστε και να στεκόµαστε δίπλα στους συνανθρώπους µας. Η χώρα µας, η χώρα των ακούρδιστων, δεν χωρά σε κανένα χάρτη, βασίζεται µόνο σε αρχές και µιλάει –και πράττει– τη γλώσσα της ειρήνης και της αγάπης.
Ποιους στίχους σας θεωρείς πιο επίκαιρους στη συγκυρία που ζούµε;
«Σου φέρνω ό,τι σου λείπει, σου φέρνω φόβο στην αδράνειά σου
σου φέρνω τον κίνδυνο, ένα φιλί θανάτου
Σου φέρνω µεγάλη θλίψη, σου ρίχνω φως στα µέλλοντά σου
σου φέρνω µήνυµα απ’ τη φύση, θάνατο στο σύστηµά σου
Είµαι η σκληρή πλευρά, στη µικρή και άδεια ζωή σου το τέλος σε ό,τι έχτισες, στην επίχρυση εποχή σου
Είµαι ο τρελός σου γιος, νιώσε, νιώσε τον παλµό µου αιώνια πηγή ζωής, το µεγάλο µυστικό µου
Σήµανε συναγερµό
Συνάγερµόοοοοοο».
INF0
«40 χρόνια Panx Romana». Special guests: Κοινοί Θνητοί + Coyote’s Arrow και τα αδέρφια Αλέξης Καλοφωλιάς, Βέβηλος, Babis (Planet of Zeus), Novel 729, Stavros Ex (Deus ex Machina), Xplicit (Στίχοιμα). Στις 13/7 (από τις 20.00) στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων