Φραγκώ Καράογλαν: Υποταγή στα κελεύσματα του «σουλτάνου»

Φραγκώ Καράογλαν: Υποταγή στα κελεύσματα του «σουλτάνου»

Τα ΜΜΕ της Τουρκίας πολύ πριν από την πανδημία ικανοποιούσαν τις επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας

Είστε θρήσκος, είστε κοινωνικός, αφοσιωµένος στην οικογένειά σας, γλυκοµίλητος στην παρέα… Πείτε µου, πόσες ώρες κοιµάστε, πού οφείλεται η ενεργητικότητά σας;» (Μεχµέτ Μπάρλας, εφηµερίδα «Sabah»). Αυτή πάνω κάτω είναι η εισαγωγική ερώτηση των συνεντεύξεων µε τον Ερντογάν στα τουρκικά µέσα ενηµέρωσης. Η οργισµένη προτροπή του στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ από το βήµα της εθνοσυνέλευσης το 2010 («Εσείς τους πληρώνετε, ελέγξτε τους. Μην τους αφήνετε να γράφουν, δείξτε τους την πόρτα») που την ακολούθησαν εκατοντάδες απολύσεις δηµοσιογράφων έχει ως φαίνεται ξεχαστεί.

Μιλάµε για την κρίση των τουρκικών ΜΜΕ. Πώς έφτασαν τα πράγµατα ως εδώ και τι συµβαίνει σήµερα;

Ο «σουλτάνος» αγαπά τα ΜΜΕ που τον αγαπάνε

Ο Ερντογάν είχε µια εφηµερίδα και ένα κανάλι που τον στήριζαν όταν ήταν δήµαρχος Κωνσταντινούπολης (1994-98), τη «Yeni Şafak» και το Kanal 7 του φίλου και συνεργάτη του στον δήµο Αχµέτ Αλµπαϊράκ (θείου του Τούρκου υπουργού Οικονοµικών). Πώς συνέβη και σήµερα ελέγχει το 95% των τουρκικών ΜΜΕ, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που δίνουµε παρακάτω;

Για να µιλήσουµε, όµως, για τη µαζική επικοινωνία στη σηµερινή Τουρκία ας βάλουµε ένα αδρό έστω πλαίσιο: στην αρχή µε την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας (1923-50) έχουµε απόλυτα µονολιθική ενηµέρωση από το µονοκοµµατικό καθεστώς. Στη συνέχεια (1950-80) µικρά ανοίγµατα στη ∆ύση, δηµοσιογράφοι της προηγούµενης περιόδου, συµπολιτευόµενοι ή αντιπολιτευόµενοι το κεµαλικό καθεστώς, ιδρύουν δικές τους εφηµερίδες: είναι η εποχή που τις εφηµερίδες τις βγάζουν δηµοσιογράφοι. Υστερα πραξικόπηµα του Εβρέν και εποχή Οζάλ, Τσιλέρ, Γιλµάζ, µαζί και οι Ντεµιρέλ, Ετζεβίτ (1980-2002): παγκοσµιοποίηση, νεοφιλελευθερισµός, ιδιωτικοποιήσεις (τουρκικές αναλύσεις υπολογίζουν ότι ο Οζάλ πραγµατοποίησε ιδιωτικοποιήσεις 8 δισ. δολαρίων, ο Ερντογάν 70 δισ.), αλλαγή της ιδιοκτησιακής δοµής των ΜΜΕ. Τέλος, το 2002 άνοδος του Κόµµατος ∆ικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία: στο σηµείο αυτό έχουµε αλλαγή παραδείγµατος.

Τα ΜΜΕ ήταν βέβαια και προηγουµένως λιγότερο ή περισσότερο προσαρτηµένα στο άρµα της εξουσίας. Η αλλαγή παραδείγµατος έγκειται στο ότι πριν από το ΑΚΡ υπήρχε ένα κράτος και τα διαφορετικά κόµµατα που υπηρετούσαν «τη διασφάλιση της διαιώνισής του». Πλέον, ιδίως µετά την αλλαγή του καθεστώτος σε προεδρικό µε δηµοψήφισµα το 2017, υπάρχει ένα κόµµα και το κράτος του. Η αλλαγή αυτή έχει διαταράξει –εξαφανίσει, καλύτερα– και τα σηµεία αναφοράς: η ιδεολογία και η πολιτική της πολιτικοστρατιωτικής γραφειοκρατίας της Τουρκίας, στις οποίες βασίζαµε την ανάλυση και τις όποιες προβλέψεις µας, έχουν εκλείψει.

Πριν από το 2002 σχεδόν για όλες τις εφηµερίδες ο Ρ. Τ. Ερντογάν ήταν απλώς ο Ταγίπ. Και η αλήθεια είναι ότι την «ασεβή» τους στάση την κράτησαν επί αρκετά χρόνια, κατηγορώντας τον ότι τα περί εκδηµοκρατισµού και ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν προκαλύµµατα στο σχέδιό του να «µετατρέψει την Τουρκία σε Ιράν». Ωσπου στις 20 Οκτωβρίου 2011 κάλεσε τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές όλων των µεγάλων ΜΜΕ σε µια κεκλεισµένων των θυρών συνάντηση. ∆ύο ηµέρες νωρίτερα «το ΡΚΚ είχε επιτεθεί σε στρατιωτικό φυλάκιο στην Τσουκούρτζα µε αποτέλεσµα να χάσουν τη ζωή τους 24 στρατιώτες». Κανένας από τους συµµετέχοντες στη συνάντηση δεν µίλησε ποτέ για το τι τους είπε – αλλά δεν χρειαζόταν, είχε αγγίξει την ευαίσθητη χορδή τους: τροµοκρατία – ΡΚΚ. Συστρατεύτηκαν µε τον Ερντογάν (ο οποίος είχε ξεκινήσει το 2009 προσπάθεια λύσης του κουρδικού µε τη συνάντηση του αρχηγού της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών [ΜΙΤ] µε εκπροσώπους του ΡΚΚ στο Οσλο ενώ στο µεταξύ το 2010 είχε πάρει 58% στο δηµοψήφισµα για την τροποποίηση του συντάγµατος και κέρδισε τις εκλογές του Ιουνίου του 2011 αυξάνοντας το ποσοστό του ΑΚΡ σε 49,83%). Η συνάντηση αυτή είναι σηµείο καµπής στις σχέσεις του µε τα ΜΜΕ.

Η Τουρκία ζει µια µεγάλη οικονοµική κρίση τον Φεβρουάριο του 2001: η λίρα υποτιµάται κατά 50%, 25 τράπεζες κηρύσσουν πτώχευση, χιλιάδες επιχειρήσεις κλείνουν, ένα εκατοµµύριο άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους. Οι δέκα από τις πτωχευµένες τράπεζες ανήκουν σε δηµοσιογραφικούς οµίλους. Το Ταµείο Ασφάλισης Αποταµιεύσεων (TMSF) κατάσχει από τις τράπεζες, έναντι των χρεών τους, τρεις από τις µεγαλύτερες εφηµερίδες, τρία µεγάλα κανάλια και δεκάδες ραδιοφωνικούς σταθµούς, τα κέρδη των οποίων έχουν στο µεταξύ καταρρακωθεί µε τη µείωση της διαφήµισης κατά 50%. Το TMSF δηµοπρατεί τα ΜΜΕ που έχει στην κατοχή του προσελκύοντας και ξένους επενδυτές. Ετσι κάποιοι δηµοσιογραφικοί όµιλοι µεγαλώνουν (Doğan, Doğuş), νέοι παίκτες µπαίνουν στα ΜΜΕ (ο όµιλος Ciner –ενέργεια και µεταφορές– αγοράζει τη «Sabah», τη «Habertürk» και το κανάλι ATV). Στον τοµέα εισέρχεται η καναδική CanWest επενδύοντας σε ραδιόφωνα και ο Ρούπερτ Μέρντοχ αγοράζει το κανάλι TGRT, το οποίο µετονοµάζεται έναν χρόνο αργότερα σε Fox. Αυτή την εποχή ο Αϊντίν Ντογάν αγοράζει τις εφηµερίδες «Milliyet» και «Vatan» και το πρώτο που κάνει είναι να αναγκάσει τους δηµοσιογράφους να διαλύσουν τα συνδικάτα τους.

Υπάρχει ένα κέντρο που διευθύνεται από τον Σερχάτ Αλμπαϊράκ, αδερφό του Τούρκου ΥΠΟΙΚ. Αυτό δίνει τη γραμμή σε καθημερινή απογευματινή σύσκεψη με τους αρχισυντάκτες των εφημερίδων

Τα Μέσα της «δεξαµενής» και η πανδηµία

Ο δρόµος έχει στρωθεί. Το 2005 το ΑΚΡ ετοιµάζει νοµοσχέδιο για να καταργήσει το όριο ιδιοκτησίας στα ΜΜΕ, το οποίο όµως µπλοκάρεται από τον τότε Πτ∆ Αχµέτ Νετζντέτ Σέζερ. Θα πρέπει να περιµένει το 2011, που Πτ∆ έγινε ο Αµπντουλάχ Γκιουλ. O νόµος 6112/2111, όπως ισχύει σήµερα, επιτρέπει στους δηµοσιογραφικούς οµίλους και τη συµµετοχή σε δηµόσιους διαγωνισµούς.

Μετά την εκλογική νίκη του 2007 το ΑΚΡ αρχίζει βαθµιαία να εγκαταλείπει τη συγκρατηµένη στάση που υπαγορεύεται από την υπόσχεσή του για εθνική και κοινωνική συναίνεση. Κραταιά ΜΜΕ στριµώχνονται στη γωνία: ή θα σκύψουν το κεφάλι στο ΑΚΡ ή θα έχουν να αντιµετωπίσουν πρόστιµα (φορολογικά κ.ά.) που απειλούν την ύπαρξή τους. Ενα µόνο παράδειγµα αρκεί: τα ΜΜΕ του Αϊντίν Ντογάν ελέγχουν το 34% του τιράζ, το 23% της τηλεθέασης και το 43% των διαφηµιστικών εσόδων. Το 2007 η εφορία επέβαλε στον όµιλο πρόστιµο 500 χιλ. δολαρίων και 3,5 εκατ. δολαρίων το 2009 για φοροδιαφυγή. Το 2011 o Nτογάν πουλάει τη «Milliyet» και τη «Vatan» και το 2018 όλα τα υπόλοιπα: «Hürriyet», CNN Türk, το πρακτορείο ειδήσεων και αυτό της διανοµής Doğan, δύο ραδιόφωνα και 80 περιοδικά στον φιλικό στον Ερντογάν όµιλο Demirören.

Κατά τον ίδιο τρόπο, πότε µέσω του TMSF (κατάσχεση – πώληση), πότε µε τη λεγόµενη «δεξαµενή» (ένα ταµείο ρεφενέ στο οποίο συµµετέχουν κατασκευαστικές κυρίως εταιρείες που «οφείλουν πολλά» στην κυβέρνηση και το οποίο παρεµβαίνει ώστε να στηριχτούν κάποια ΜΜΕ που παραπαίουν οικονοµικά, εξού και αποκαλούνται «ΜΜΕ της δεξαµενής» – havuz medyası), οι εφηµερίδες και τα κανάλια τιθασεύονται και τίθενται υπό τον απόλυτο έλεγχο του προέδρου: αλλάζουν ιδιοκτησία, απολύουν σχεδόν το σύνολο του προσωπικού και το αντικαθιστούν –έκπληξη!– µε πολύ µικρότερο.

Οσο για πώς συντονίζεται αυτό το τεράστιο σύστηµα: κατά τον Τζαν Ατακλί (εφηµερίδα «Sözcü») υπάρχει ένα κέντρο που διευθύνεται από τον Σερχάτ Αλµπαϊράκ, αντιπρόεδρο ∆Σ του οµίλου Çalık και αδερφό του Τούρκου ΥΠΟΙΚ. Αυτό δίνει τη γραµµή της ηµέρας σε καθηµερινή απογευµατινή σύσκεψη µε τους αρχισυντάκτες. Γενικώς, λειτουργούν προπαγανδιστικά, δίνουν έµφαση στις ίδιες ειδήσεις και συχνά βγαίνουν µε τον ίδιο πρωτοσέλιδο τίτλο.

Βάσει µιας αξιόπιστης λίστας που έχει καταρτίσει ο ιστότοπος Aynahaber, σήµερα στην κατηγορία της «δεξαµενής» ανήκουν 25 εφηµερίδες εθνικής εµβέλειας («Sabah», «Hürriyet», «Posta», «Türkiye», «Milliyet» κ.ά.) µε συνολικό τιράζ 1,4 εκατ. φύλλα (πρόκειται για κυκλοφορίες που δηλώνουν οι ίδιες), ενώ τρεις εφηµερίδες («Karar», «Yeni Birlik», «Αναλίζ») µε συνολικό τιράζ 150 χιλ. φύλλα δεν είναι πλέον συµπολιτευόµενες και δώδεκα εφηµερίδες («Sözcü», «Korkusuz», «Cumhuriyet» κ.ά.) µε συνολικό τιράζ 400 χιλ. φύλλα είναι αντιπολιτευόµενες. Τα κανάλια της «δεξαµενής» είναι 16 (ATV, A Haber, Beyaz, Hilal, CNN Türk, Kanal D κ.ά.), άλλα δέκα θεωρούνται φιλοκυβερνητικά (Star, Habertürk, Show, NTV κ.ά.) και έντεκα αντιπολιτευτικά (το Halk TV του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης CHP, το TV5 του Κόµµατος Ευδαιµονίας, τα TV10 και Yol των Αλεβητών κ.ά. τα οποία όλα µεταδίδουν από το διαδίκτυο και µέσω YouTube). ∆εν χρειάζεται να πούµε ότι σχεδόν όλοι οι παλιοί/γνωστοί δηµοσιογράφοι έχουν εξαφανιστεί. ∆εν υπάρχουν φωτεινές εξαιρέσεις, θα ρωτήσετε; Υπάρχουν. Είναι η «BirGün», η «Evrensel», ενώ ξεχωρίζουν οι ειδησεογραφικές ιστοσελίδες Diken, Duvar, Sendika.org, η Bianet. Νεότεροι/άνεργοι δηµοσιογράφοι έχουν συσπειρωθεί σε συλλόγους που βγάζουν φωνή µέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Μετά την παράθεση της κατάστασης στον τουρκικό Τύπο ίσως περιττεύει να αναφέρουµε τι κάνουν οι εφηµερίδες και τα κανάλια της «δεξαµενής» στο θέµα της πανδηµίας. Ο Ερντογάν, που µιλούσε τρεις και τέσσερις φορές την ηµέρα, έχει να εµφανιστεί δηµόσια από τις 10 Μαρτίου. ∆εν θα ήταν υπερβολή να πούµε ότι ακούει στο σαράι τις προτάσεις του Επιστηµονικού Συµβουλίου (από το οποίο είναι αποκλεισµένη η Ενωση Ιατρικών Συλλόγων), τις ερµηνεύει κατά το δοκούν και µοιράζει εντολές. Και όσοι πίστεψαν ότι για τη δηµιουργία των δύο νοσοκοµείων εκστρατείας για τον κορονοϊό στα δύο παλιά αεροδρόµια της Κωνσταντινούπολης θα χρησιµοποιούνταν τα σε άριστη κατάσταση κτίριά τους έκαναν λάθος. Θα γίνουν νέα κτίρια σε παρακείµενα οικόπεδα. Μάλιστα ανέθεσε την κατασκευή τους σε δύο εταιρείες που θα τα παραδώσουν σε 45 ηµέρες.

Για πιο ολοκληρωµένη εικόνα σχετικά µε τον Τύπο της Τουρκίας θα έπρεπε να µιλήσουµε επιπλέον για τους 200 δηµοσιογράφους που βρίσκονται στη φυλακή, για τις 100 και πλέον ηµερήσιες εφηµερίδες, τα 215 δορυφορικά κανάλια, τις 288.310 ιστοσελίδες που απαγορεύτηκαν, τους 53 δηµοσιογράφους που καταδικάστηκαν σε χρηµατικά πρόστιµα για προσβολή του Πτ∆. Και όλα αυτά µόνο µέσα στο 2019.

Η Φραγκώ Καράογλαν είναι δημοσιογράφος και μεταφράστρια

Ετικέτες

Documento Newsletter