Με τις συνέπειες του παρατεταµένου εγκλεισµού λόγω πανδηµίας να βαραίνουν τον ψυχισµό των πολιτών, η επιστηµονική κοινότητα βρήκε µια µέση λύση: τη δηµιουργία της κοινωνικής φούσκας. Στην Αυστραλία του πιο παρατεταµένου lockdown στη ∆ύση η περιφέρεια της Νέας Νότιας Ουαλίας εισήγαγε το µέτρο τον περασµένο Σεπτέµβριο για τα παιδιά κάτω των 18 ετών που µένουν σε περιοχές µε κατ’ οίκον περιορισµό. Η Ευρώπη εφάρµοσε, στον ένα ή τον άλλο βαθµό, το µέτρο. Οι κοινωνικές επαφές περιορίστηκαν στο άµεσο οικογενειακό περιβάλλον.
Στην εποχή της πανδηµίας της Covid-19 µια «κοινωνική φούσκα» ήταν µια σαφώς καθορισµένη οµάδα ανθρώπων που συµφωνούσαν να περιορίσουν τις προσωπικές τους κοινωνικές αλληλεπιδράσεις µόνο στο να επισκέπτονται ο ένας τον άλλο. Οι κοινωνικές φυσαλίδες µπορούσαν να περιλαµβάνουν µέλη της οικογένειας, φίλους, γείτονες ή συναδέλφους. Το ποιος έπαιρνε µέρος στην κοινωνική φούσκα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες, όπως ο κίνδυνος για την υγεία, η διάθεση των συµµετεχόντων να φορέσουν µάσκα ή να εµβολιαστούν και η αµοιβαία συµφωνηµένη συµπεριφορά. Ανεξάρτητα από το αν η φούσκα αποτελείτο από δύο ή δέκα άτοµα, η προσωπική κοινωνική αλληλεπίδραση προσφέρει πολλά οφέλη ψυχικής υγείας που δεν µπορούν να αγνοηθούν.
Προϋπάρχουσα αποστασιοποίηση
Οι Αµερικανοί µάχονταν τη µοναξιά πολύ προτού ξεκινήσει η πανδηµία. Σύµφωνα µε µια έκθεση της Cigna, τρεις στους πέντε Αµερικανούς ανέφεραν ότι αισθάνονταν µοναξιά το 2019. Ενώ η κοινωνική αποστασιοποίηση και η χρήση µάσκας είναι κρίσιµα στοιχεία για την καταπολέµηση της Covid-19, η µοναξιά είναι ένα υποπροϊόν αυτής της πανδηµίας που δεν µπορεί να αγνοηθεί.
Το να είσαι στον ίδιο χώρο µε τα αγαπηµένα σου πρόσωπα λειτούργησε ευεργετικά για την ψυχολογία εκείνες τις µέρες. Οµως το άγγιγµα χωρίς µάσκες και χωρίς τον φόβο να προσβληθείς από τον κορονοϊό ήταν µια πολυτέλεια που πολλοί έχασαν για µια σειρά από λόγους. Στην περίπτωση που είχε δηµιουργηθεί µε ασφάλεια, η κοινωνική φούσκα πρόσφερε τόσο κοντινή απόσταση, στην οποία οι άνθρωποι µπορούσαν να αγγίξουν, να αγκαλιάσουν, να γελάσουν και να παίξουν. Ειδικά για τα παιδιά η σωµατική αφή είναι θεµελιώδης για την ανάπτυξη. Είναι κάτι που λείπει από τις κοινωνικά αποµακρυσµένες τάξεις και τις διαδικτυακές κοινότητες µάθησης.
Οι συνέπειες της αποµόνωσης
Σύµφωνα µε το άρθρο των ψυχολόγων Τζάντα Πετραµπίσα και Σούζαν Σίµπσον για τις συνέπειες της αποµόνωσης κατά τη διάρκεια της πανδηµίας στο διαδικτυακό επιστηµονικό περιοδικό «Frontiers», η κοινωνική αποµόνωση και η µοναξιά είναι σχετικές έννοιες και συχνά συνυπάρχουν – η µοναξιά µπορεί να οδηγήσει σε αποµόνωση και αντίστροφα. Η µοναξιά είναι ένα αναδυόµενο ζήτηµα στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια και έχει συνδεθεί µε την κατάθλιψη, την ευερεθιστότητα και την ενασχόληση µε αρνητικές σκέψεις που σχετίζονται µε τον εαυτό, καθώς και µε τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 26%. Ερευνες δείχνουν ότι αυτό ήταν ένα εντεινόµενο πρόβληµα στις βιοµηχανικές χώρες που επηρεάζει περίπου το ένα τρίτο του πληθυσµού, µε ένα στα δώδεκα άτοµα να επηρεάζεται σε σοβαρό επίπεδο. Επιπλέον, φαίνεται ότι το εισόδηµα και η κοινωνικοοικονοµική κατάσταση δεν αποτελούν εµπόδιο στη µοναξιά – όλοι κινδυνεύουν εξίσου.
Ο θυµός και η νευρικότητα που συνοδεύουν την παρατεταµένη αποµόνωση επιστρέφουν για να στοιχειώσουν την κοινωνία µε ψυχολογικά προβλήµατα. Οµοίως, το να περάσει κανείς ασυνήθιστα µεγάλο χρονικό διάστηµα µαζί µε συγκεκριµένους ανθρώπους σε κλειστό χώρο –συχνά ακατάλληλο γι’ αυτό τον σκοπό– αυξάνει τον κίνδυνο συγκρούσεων και ενδοοικογενειακής βίας. Η Κίνα γνώρισε σηµαντική αύξηση των χωρισµών και των διαζυγίων, γεγονότων ιδιαίτερα αγχωτικών, τα οποία µπορούν να λειτουργήσουν ως έναυσµα, ειδικά µεταξύ των πιο ευαίσθητων, για την ανάπτυξη προβληµάτων ψυχικής υγείας, κυρίως κατάθλιψης.
Από την άλλη πλευρά, η παρατεταµένη κοινωνική αποµόνωση που χαρακτηρίζεται από µειωµένες κοινωνικές επαφές δηµιουργεί βαθιά αποσύνδεση µεταξύ εκείνων που ζουν µόνοι ή δεν µπορούν να βασίζονται σε ένα κατάλληλο κοινωνικό δίκτυο, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα εµφάνισης καταθλιπτικών συµπτωµάτων. Η κοινωνική αποµόνωση έχει συνδεθεί µε γνωστική εξασθένηση, µειωµένη ανοσία, αυξηµένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και τελικά θνησιµότητα.
Υπόθεση δηµόσιας υγείας
Η µοναξιά αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως ζήτηµα δηµόσιας υγείας, ιδιαίτερα λόγω των επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία και των πιθανών πρόωρων θανάτων. Η µοναξιά συνδέεται µε συναισθήµατα κενού, θλίψης και ντροπής, παράλληλα µε την υποκειµενική αντίληψη ότι κάποιος αποσυνδέεται από τους άλλους. Μπορεί να συµβεί όχι µόνο στο πλαίσιο της κοινωνικής αποµόνωσης, αλλά και να επιµείνει πέρα απ’ αυτό και µπορεί να βιωθεί ακόµη και όταν άλλοι είναι φυσικά παρόντες. Οπως και η κοινωνική αποµόνωση, έτσι και η µοναξιά έχει συνδεθεί µε την κατάθλιψη, µε αυξηµένα επίπεδα κορτιζόλης και µειωµένη ανοσία, µε συνεπακόλουθες αυξήσεις στη διάρκεια και τη συχνότητα παραµονής στο νοσοκοµείο.
Προστίθενται σε αυτό ο καταστροφικός και κατανοητός αντίκτυπος των ανησυχιών που σχετίζονται µε οικονοµικά προβλήµατα και η απώλεια ενός αγαπηµένου προσώπου. Κατά τη διάρκεια της επιδηµίας του κορονοϊού είµαστε αναγκασµένοι να αντιµετωπίσουµε τον θάνατο µε τρόπους άσχετους µε τον ανθρώπινο πολιτισµό: από τη σκέψη ότι δεν µπορούµε να είµαστε µαζί µε τον νεκρό στις τελευταίες στιγµές της ζωής του και την αίσθηση ενοχής για την ιδέα τού να έχουµε µολύνει άθελά µας κάποιο άτοµο µέχρι την αγωνία να µην µπορεί κανείς να τιµήσει σωστά τον νεκρό µε µια τελετή κηδείας, θεµελιώδους σηµασίας για τη διαδικασία του πένθους – όλα αυτά είναι παράγοντες που ενισχύουν τον πόνο του θανάτου, αυξάνουν τα ποσοστά της κατάθλιψης, της κατανάλωσης αλκοόλ και ναρκωτικών, των επικίνδυνων συµπεριφορών και –στις πιο ακραίες περιπτώσεις– των αυτοκτονιών.