Φώτης Σιώτας: «Με την Τσανακλίδου νιώθω ότι κάνω το αγροτικό μου»

Φώτης Σιώτας: «Με την Τσανακλίδου νιώθω ότι κάνω το αγροτικό μου»

Ο μουσικός και τραγουδοποιός Φώτης Σιώτας μιλάει για τις εμφανίσεις του με την Τάνια Τσανακλίδου, τη στάση της πολιτείας απέναντι στους καλλιτέχνες, τη μουσική καταγωγή του

Τον Φώτη Σιώτα τον γνωρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια ως βιολιστή. Τον ακούμε στις συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πριν από μια πενταετία κυκλοφόρησαν τα «Δεύτερα», ο πρώτος προσωπικός του δίσκος ως τραγουδοποιού, που μας σύστησε παράλληλα και την ερμηνεύτρια Ιουλία Καραπατάκη. Ακολούθησε ακόμη ένα άλμπουμ, ενώ πιο πρόσφατα τον είδαμε να ξεχωρίζει και ως ερμηνευτής στο αφιέρωμα της Τάνιας Τσανακλίδου στον Γιάννη Σπανό στο Ηρώδειο. Εκεί τέθηκε η βάση της τωρινής πολυαναμενόμενης συνεργασίας τους με τη δημοφιλή καλλιτέχνιδα σ’ ένα πρόγραμμα υπό τον τίτλο «Πουλάκια είναι και λαλούν». Πρεμιέρα θα κάνουν τη Δευτέρα 6 Μαρτίου στο Vox της Ιεράς Οδού, εκεί που θα τους βρίσκουμε όλες τις Δευτέρες του Μάρτη. Και μάλλον έπεται συνέχεια.

Τις προηγούμενες μέρες είδαμε μια χυδαία επίθεση στην Τάνια Τσανακλίδου μετά τη συναυλία στην κατάληψη του Εθνικού Θεάτρου. Πήρε η μπάλα και εσάς…

Δεν δίνω καθόλου σημασία. Προσπαθώ να κρατηθώ μακριά από τέτοιου είδους αντιδράσεις. Θυμίζω ότι παλιότερα –το 2015, τις μέρες του δημοψήφισματος– όταν παίξαμε το τραγούδι του Μάλαμα για τη δραχμή («Τα παιδιά μες στην πλατεία») παρουσιάστρια βγήκε και είπε ότι ο Τσίπρας θα μας επαναφέρει στη δραχμή! Εμείς τώρα πήγαμε να παίξουμε για τα παιδιά των καταλήψεων και πάντα θα είμαστε μέσα σ’ όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Το προεδρικό διάταγμα είναι αισχρό. Οι σπουδαστές και οι καθηγητές τους έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους. Η ιστορία αυτή κρατάει από παλιά, βέβαια. Εμείς κάναμε κατάληψη στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης – που είναι ένα κρατικό αδιαβάθμιστο ωδείο– στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι κινητοποιήσεις μας τότε είχαν να κάνουν με το δικαίωμα αναβολής της στράτευσης, αφού δεν προλαβαίναμε καν να πάρουμε το δίπλωμα στο όργανο που σπουδάζαμε. Μετά και την κατάργηση των ΤΕΙ το 2003 υπήρξε μεγαλύτερο πρόβλημα. Το κράτος ενστερνίστηκε μια σκληροπυρηνική άποψη που υπήρχε τα τελευταία χρόνια και υποτιμά τους καλλιτέχνες. Ξέρετε, «περίσσεψαν κάποια φαγητά και δώστε τα στους μουσικούς να τα φάνε», «οι ηθοποιοί είναι ηδυπαθή ψώνια», «έλα τώρα, παίξε το βιολάκι σου χωρίς μεροκάματο», μια αντίληψη δηλαδή που μας ήθελε χομπίστες ή άτομα χωρίς καμιά ηθική βάση. Τα παιδιά με τον τωρινό αγώνα τους δείχνουν να περιφρουρούν την τέχνη τους.

Μέχρι πρότινος σας ξέραμε ως μουσικό. Με τους δύο δίσκους σας παγιωθήκατε και ως συνθέτης.

Με τη σύνθεση ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι λόγω της σχέσης μου με παραστάσεις χορού. Οταν κατέβηκα στην Αθήνα το 2004 συνεργάστηκα με την ομάδα χορού Sine Qua Non και κάναμε μια παράσταση σε μουσική Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ημασταν ένα crew μουσικών του Θανάση και μετά εγώ δούλεψα με τον Κώστα Παντέλη στο ντουέτο Sancho 003. Μαζί με τον Κώστα κάναμε πολλές μουσικές για τους Sine Qua Non κι από κει άρχισα να μπαίνω στον χώρο του θεάτρου. Τραγούδια, βέβαια, είχα πρωτογράψει μ’ ένα άλλο γκρουπ, τους Ευοί Ευάν. Τέλη του ’90 βγάλαμε δύο δίσκους στη δισκογραφική του Μύλου, οι οποίοι ήταν πιο πειραματικοί, στο πλαίσιο μιας πρώιμης τραγουδοποιίας. Την παράτησα, όμως, ασχολούμενος κυρίως με το θέατρο. Γύρω στο 2016-17 άρχισα ν’ ακούω πολλά παραδοσιακά και ρεμπέτικο – λαϊκό τραγούδι, στα οποία είχα κενά.

Μεγάλη εμπειρία θα ήταν και οι συνεργασίες σας με τους κορυφαίους τραγουδοποιούς.

Ξεκίνησα να παίζω με τον Μανώλη Φάμελλο και τους Ποδηλάτες το 1993 και πιο μετά με τον Πορτοκάλογλου, με τον Καζούλλη, με τον Αλκίνοο για μια πενταετία, με τον Γιάννη Αγγελάκα και τους Επισκέπτες, με τους πάντες. Η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο κι όλες αυτές οι δουλειές γίνονταν παρεΐστικα. Θυμάμαι ότι στην μπάντα του Θανάση υπήρχε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο οποίος μας μάζεψε όλους, τον Μπαντούκ, τον Μπασλάμ, τον Μυστακίδη, τον Στόικο, φτιάξαμε τους Λαϊκεδέλικα, το γκρουπ τελικά του Θανάση. Μου άρεσε να λειτουργώ σαν γρανάζι μιας ορχήστρας. Είχα την ανησυχία να φτιάξω έναν προσωπικό ήχο στο όργανο και άρχισα να παίζω με λούπες.

Με την Τσανακλίδου πόσα χρόνια μετράει η γνωριμία σας;

Περίπου 15 χρόνια. Γνωριστήκαμε μέσω της Μάρθας Φριντζήλα σε συναυλίες που κάναμε με τον Θανάση. Ωστόσο μεγάλωσα με την Τάνια, αφού η πρώτη παράσταση που είδα ποτέ ήταν ο «Μορμόλης». Ημασταν κάπου στην Κομοτηνή, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, και με πήγαν στον «Μορμόλη», την τοπ παιδική παράσταση.

Μιλήστε μου για το οικογενειακό background σας.

Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Δεξιών πεποιθήσεων οι γονείς μου αλλά δημοκρατικοί άνθρωποι. Δεν ήταν ακραίοι δηλαδή, αφού τότε υπήρχαν και άλλες προσωπικότητες, όπως ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος. Αυστηρός μεν σε κάποια θέματα ο πατέρας μου, πολύ υποστηρικτικός δε στη μουσική. Είχαμε τεράστια δισκοθήκη μ’ όλα τα τραγούδια της Αριστεράς. Θυμάμαι τους γονείς μου να μας αφήνουν στο χωριό καλοκαίρι με τον αδερφό μου και να κατεβαίνουν με τα σλίπινγκ μπαγκ στην Επίδαυρο για να δουν παραστάσεις. Εχω και φωτογραφία του πατέρα μου με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με μαγιό και γυαλιά ηλίου κι οι δυο τους, απ’ όταν οι γονείς μου είχαν πάει ταξίδι του μέλιτος το 1960. Ουσιαστικά το μυαλό μου άνοιξε από ένα φίλο του πατέρα μου ο οποίος μου έκανε μαθήματα έκθεσης. Λεγόταν Τεμεκενίδης και μαζί με τη γυναίκα του ήταν μόνιμοι υποψήφιοι του ΚΚΕ στην Καλαμαριά. Υπήρχε συνεπώς μια μεγάλη ανοιχτωσιά.

Πρόλαβε να σας δει στη σκηνή ο πατέρας σας;

Πρόλαβε και του άρεσε πολύ. Ερχόταν στις συναυλίες του Θανάση και του Σωκράτη. Σε ό,τι αφορά την Τάνια, γνωριστήκαμε, χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε. Με αφορμή το πρόσφατο αφιέρωμα στον Σπανό εκείνη με κάλεσε να τραγουδήσω. Ενστικτωδώς νομίζω με φώναξε και γουσταριστήκαμε απ’ την αρχή. Είπαμε να κάνουμε μαζί μια παράσταση που να ’χει μεγάλη εξωστρέφεια αλλά και ταυτόχρονα μεγάλα συγκινησιακά βυθίσματα μες στο χρόνο. Γι’ αυτό και θα πούμε Λουκιανό, Μούτση, κομμάτια που αγαπάμε. Θα πούμε π.χ. ένα τραγούδι για τον Σάκη Μπουλά, που ήταν φίλος της.

Μου έκανε εντύπωση το ρεπερτόριό σας διαβάζοντάς το στο δελτίο Τύπου: Σαββόπουλοςς, Πουλικάκος, Νικόλας Ασιμος. Ξέρετε τι σχολίασε ένας φίλος; «Πόσο πιο αντεργκράουντ έγινε η Τσανακλίδου; Εμπλεξε με τον Σιώτα και να τα αποτελέσματα»!

(γέλια) Η Τάνια πάντα ψαχνόταν· Ερμήνευσε Μπρεχτ, Πιάφ ενώ συνεργάστηκε και με τον Μιχάλη Δέλτα. Θυμηθείτε και τις παραστάσεις της με τον Μπλέιν Ρέινινγκερ των Tuxedomoon. Είναι και η τωρινή της ανάγκη αυτή. Βγάζει αυτό που ουσιαστικά την εκφράζει με όλες τις προσλαμβάνουσές της. Θα κάνουμε τώρα αυτές τις παραστάσεις κι αν πάνε καλά, θα βάλουμε επιπλέον μέρες.

Είναι για σας μεγάλο βήμα αυτό;

Εγώ ήμουν κάπως δειλός στο να βγω να τραγουδήσω. Είχα καλομάθει να είμαι στον ρόλο του μουσικού ή του ανθρώπου στο παρασκήνιο. Μέσα απ’ την τριβή με το αφιέρωμα στον Σπανό νιώθω σαν να είμαι πρωτοεμφανιζόμενος ή σαν να κάνω το αγροτικό μου τώρα. Εκπαιδεύομαι και απολαμβάνω την Τάνια με την άνεσή της να οργώνει τη σκηνή.

Η Τσανακλίδου, είπαμε, πάει προς το πιο αντεργκράουντ. Εσείς με Σπανό και τώρα με την Τάνια προς τα πού πάτε;

Θεωρώ πολύ μάταιο ν’ ασχοληθώ με την εικόνα μου καριερίστικα. Κάνοντας δημιουργικά πράγματα, πότε ως βιολιστής, πότε ως ενορχηστρωτής και πότε ως τραγουδιστής, υπάρχει εκ των πραγμάτων διαφορετικότητα. Σίγουρα κάνω το ξάνοιγμά μου τώρα σ’ ένα πιο ευρύ κοινό, θεωρώ όμως ότι το ρεπερτόριο που μου πηγαίνει είναι τελείως έξω απ’ τον κόσμο που έχω χτίσει ως μουσικός. Μπορώ, νομίζω, ν’ αναμετρηθώ ως τραγουδιστής με πράγματα που είναι πιο λαϊκά. Μου λένε όλοι: «Πώς και τραγούδησες Πάριο;», αλλά εγώ πιστεύω ότι η φωνή μου μπορεί να τραγουδήσει καλύτερα ένα τραγούδι του Πάριου από ’να του Σωκράτη. Ισως απ’ τις χορωδίες, ίσως επειδή είχα κάποια κλασική παιδεία στο τραγούδισμα. Ξανοίγομαι, δεν θα αποφύγω και το να γίνω και λίγο mainstream, είμαι έτοιμος να δοκιμαστώ και να κριθώ.

Θα ήθελα να μου μεταφέρετε ένα στιγμιότυπο από τις πρόβες σας.

Οι πρόβες με όλους μαζί ξεκίνησαν αυτές τις μέρες. Κάναμε αρκετές συναντήσεις με την Τάνια για να στήσουμε το πρόγραμμα. Η πλάκα είναι πως πετάγεται η Τάνια και τρέχει στην τεράστια δισκοθήκη της, βγάζοντας συνεχώς δίσκους με πρώτες εκτελέσεις που τις ακούμε στο πικάπ. Μπορεί να πω εγώ: «Α ο Τομ Γουέιτς». Κάνει αμέσως η Τάνια: «Ναι, Τομ Γουέιτς», σηκώνεται απάνω και κατευθείαν βρίσκει μέσα σε χιλιάδες δίσκους που έχει το άλμπουμ του Τομ Γουέιτς!

Πόσο σημαντικό είναι για έναν καλλιτέχνη με την πορεία της Τσανακλίδου να είναι μπροστάρης στους κοινωνικούς αγώνες;

Η στάση και το ήθος της Τάνιας μαζί με τη δύναμη που βγάζει εκφράζουν όλες τις αρετές της Αριστεράς τις οποίες ανέκαθεν είχε: δικαιοσύνη, αλληλεγγύη στον αδύναμο συνάνθρωπο, υπέρμαχος των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όλα αυτά είναι η Τάνια! Βλέπουμε τώρα πόσο ο κόσμος έχει στηρίξει τον αγώνα των καλλιτεχνών, καταλαβαίνοντας ότι το προεδρικό διάταγμα πάνω απ’ όλα πρόσβαλε την αξιοπρέπειά μας. Δεν είναι αγώνας μόνο για το οικονομικό, αλλά για την τόσο απαξιωτική στάση της πολιτείας και ενός μέρους της συντηρητικής κοινωνίας απέναντι στα πτυχία και στις σπουδές μας εδώ και χρόνια.

Documento Newsletter