Ο κάτοικος Ισπανίας αλλά και πρώην ομοσπονδιακός προπονητής αναλύει το ελληνικό τραύμα και το ισπανικό θαύμα του Ευρωμπάσκετ
Ο Φώτης Κατσικάρης πρωτοδούλεψε στην Ισπανία το 2006. Δεκαέξι χρόνια αργότερα έχει στο προπονητικό του μητρώο συνεργασία με έξι διαφορετικές ομάδες: Βαλένθια, Μούρθια (δύο θητείες), Μπιλμπάο, Τενερίφε, Γκραν Κανάρια, Μάλαγα. Την Ισπανία τη θεωρεί δεύτερο σπίτι του και σκοπεύει να εγκατασταθεί εκεί παντοτινά με την οικογένειά του. Για τρία καλοκαίρια, μεταξύ 2014-16, φόρεσε τη γαλάζια φόρμα της εθνικής Ελλάδας, την οποία οδήγησε το 2015 στα ευρωπαϊκά ημιτελικά προτού παραδοθεί στους… Ισπανούς στη Λιλ. Με την «επίσημη αγαπημένη» γνώρισε μόλις τρεις ήττες σε 16 επίσημους αγώνες. Οταν του τηλεφωνήσαμε για να μας εξηγήσει το ισπανικό θαύμα και το ελληνικό τραύμα του Ευρωμπάσκετ 2022 τον πετύχαμε, παραδόξως, σε αθηναϊκό έδαφος. «Περαστικοί είμαστε, πρέπει να κάνουμε κάποιες εργασίες στο σπίτι…» μας είπε.
Τι ακριβώς κάνουν σωστά οι Ισπανοί που εμείς το κάνουμε λάθος;
Το οικονομικό σκέλος είναι απίθανο να εφαρμοστεί εδώ. Να σου δώσω ένα παράδειγμα. Το 2006, όταν πρωτοπήγα στην Ισπανία, η Βαλένθια είχε προϋπολογισμό 1 εκατ. ευρώ μόνο για τις ακαδημίες. Επειτα απογοητεύτηκαν επειδή δεν έβγαζαν παίκτες –πλην του Κλαβέρ– και αποφάσισαν να δώσουν το ίδιο ποσό για να πληρώνουν ρήτρες και να αγοράζουν νέους παίκτες από άλλες ομάδες, όπως ο Ντούμπλιεβιτς, χωρίς όμως να διαλύσουν τις ακαδημίες. Είχαν και τον Σενγκέλια τότε, 16 χρόνων, και έπαιζε σαν Ισπανός.
Τόσο αποτελεσματικό πια είναι το σύστημά τους;
Υπάρχει ένα οξύμωρο. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, κάθε ομάδα της ACB δικαιούται να έχει οκτώ ξένους και δεν χρειάζεται να χρησιμοποιεί πάνω από τέσσερις Ισπανούς. Στους τελευταίους μάλιστα περιλαμβάνονται και παιδιά από τρίτες χώρες που παίρνουν την μπασκετική υπηκοότητα αν έρθουν στη χώρα πριν από τα 15 τους και παίξουν τρία χρόνια σε ερασιτεχνικές κατηγορίες. Τέτοιοι «cupo», όπως τους λένε, είναι ο Μίροτιτς, ο Ιμπάκα, ακόμη και ο Σενγκέλια και ο Ντόντσιτς αν το είχαν επιλέξει. Μόνο ο Γκαρούμπα είναι περίπτωση παρόμοια με τον Γιάννη. Συνεπώς είναι λιγοστοί οι παίκτες με δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική Ισπανίας. Αλλες χώρες είναι πολύ πιο αυστηρές σε ό,τι αφορά την υποχρεωτική παρουσία γηγενών στις επαγγελματικές ομάδες. Και όμως, φέτος οι Ισπανοί μάζεψαν εννέα μετάλλια. Η έμφυτη έπαρση που έχουν βοηθάει πολύ την αυτοπεποίθησή τους. Εμείς παραείμαστε ταπεινοί και χαμηλών τόνων. Μακάρι να είχαν οι Ελληνες παίκτες το «εγώ» που έβγαζε ο Σπανούλης μες στο γήπεδο χωρίς να το διαφημίζει.
Προφανώς είναι καλύτερα οργανωμένοι οι Ισπανοί.
Ο Σέρτζιο Σκαριόλο απαίτησε από την πρώτη μέρα να έχει τον απόλυτο έλεγχο των εθνικών ομάδων σε όλες τις ηλικίες από τα 15 και πάνω, αγόρια και κορίτσια. Είναι οργανωτικός σε βαθμό κακουργήματος! Εφτιαξε ένα δικό του κλειστό επιτελείο προπονητών και παραγόντων και εποπτεύει τα πάντα φροντίζοντας να υπάρχει κοινή φιλοσοφία και ενιαία αντίληψη του παιχνιδιού. Δεν ζει στην Ισπανία μόνιμα αλλά έξι επτά φορές τον χρόνο ασχολείται ενεργά με τις εθνικές ομάδες. Δεν το βλέπει ως εποχική απασχόληση μόνο για τα καλοκαίρια. Με τους Τορόντο Ράπτορς συμφώνησε εξαρχής να έρχεται στην Ευρώπη όποτε υπάρχουν «παράθυρα» για να κοουτσάρει ο ίδιος την εθνική. Αυτό το μοντέλο, ναι, μπορούμε να το μιμηθούμε. Ποιος θα είναι το αντίστοιχο πρόσωπο; Ο Νίκος Ζήσης; Ο Δήμος Ντικούδης; Οχι, νομίζω ότι το συγκεκριμένο πόστο ανήκει σε προπονητή.
Η προσθήκη του Λορέντζο Μπράουν, που δεν είχε καμία σχέση με την Ισπανία, προκάλεσε αλγεινή εντύπωση.
Πράγματι ήταν ένα σοκ για τους Ισπανούς. Στην αρχή υπήρξε τρομερή αντίδραση ακόμη και από παίκτες. Ελεγαν ότι τέτοιες κινήσεις αρμόζουν μόνο σε μικρές χώρες και όχι στην πρωταθλήτρια κόσμου. Μάλιστα ο Μπράουν είναι 32 ετών και δεν μπορεί να θεωρηθεί «μεταγραφή μακράς πνοής». Η μουρμούρα δεν σταμάτησε ποτέ. Και ας μην είναι οι Ισπανοί τόσο… κάφροι όσο εμείς. «Εχουμε τα αδέρφια Ερνανγκόμεθ που είναι για τα μπάζα, έχουμε και αυτόν» έλεγαν στα φιλικά. Ο Γκαρμπαχόσα μπήκε μπροστά ως πρόεδρος της ομοσπονδίας και μάζεψε όλα τα πυρά, τη χλέμπα που λένε. Ευτυχώς είναι ψηλός και δυνατός! Ο πανέξυπνος Σκαριόλο το χειρίστηκε διπλωματικά. Κάποια στιγμή ακούστηκε ότι ο Μπράουν σκόπευε να αποποιηθεί το αμερικανικό διαβατήριο και να κρατήσει μόνο το ισπανικό. Γενικά ήταν μετρημένος και σοβαρός στις δηλώσεις του. Χωρίς φανφάρες και διόλου απολογητικός. Σου θυμίζω ότι στα χρόνια του Φράνκο έδιναν τα διαβατήρια σε μία νύχτα. Στον Μπράμπεντερ, στον Λούικ, αργότερα στον Μπιριούκοφ…
Εσύ θα άναβες πράσινο φως σε μεταγραφή τύπου Μπράουν εάν ήσουν ακόμη στο τιμόνι της εθνικής Ελλάδας;
Νίκο, είμαστε όλοι μας μπερδεμένοι∙ ακόμη και εσύ που ξέρω πόσο αγαπάς την εθνική. Τελικά έχει να κάνει με τους στόχους της ομάδας και με το κυνήγι του μεταλλίου. Αν πάμε όπως φέτος και όπως στα δικά μου χρόνια, αν μετράει δηλαδή η ιδέα, το ωραίο κλίμα και αυτό που πρεσβεύουμε, το ηθικό κομμάτι, τότε όχι. Θα ήμουν αρνητικός. Οταν όμως ξέρω ότι θα με κρεμάσουν στα μανταλάκια επειδή δεν πήρα μετάλλιο και έχασα ένα νοκ άουτ αγώνα στον πόντο, ασφαλώς και θα φέρω τον ξένο! Αλλά όχι όποιον να ’ναι. Οχι τον Μάικ Τζέιμς. Κάποιον που θα ταιριάξει με την ομάδα, θα καταλάβει πού βρίσκεται, θα ξέρει τι αντιπροσωπεύει η φανέλα. Οι Ισπανοί κατέληξαν στον Μπράουν ύστερα από έρευνα. Δεν πήραν στα τυφλά έναν παίκτη για να βάζει 30 πόντους.
Τους βοήθησε, τελικά, η απουσία του «πρέπει».
Αναμφίβολα. Οταν πηγαίνεις σε ένα τουρνουά με τη μαϊμού καθισμένη στον σβέρκο σου το αποτέλεσμα κατά 90% είναι τζίφος. Το 2009 που πήγαμε με χαμηλούς τόνους στην Πολωνία κερδίσαμε μετάλλιο. Το 2005 κοιμήθηκε ο θεός και άρχισε να μιλάει γαλλικά και βγήκαμε πρωταθλητές Ευρώπης, χωρίς κανένας να θυμάται το άθλιο μπάσκετ που παίξαμε. Το 2006 νικήσαμε τους Αμερικανούς όταν είπαμε ότι «μέχρι εδώ ήταν και δεν έχουμε καμία ελπίδα». Ας μη συζητήσουμε για το 1987. Τη φετινή εθνική Ισπανίας δεν την πίστευε κανένας. Ούτε καν οι ίδιοι οι παίκτες και προπονητές της. «Πάμε για το καλύτερο δυνατό και βλέπουμε» έλεγαν. Τους βοήθησε πολύ η σφαλιάρα που έφαγαν στην πρώτη φάση από το Βέλγιο. Φοβήθηκαν το ρεζιλίκι και έκτοτε πάλευαν για κάθε μπάλα, με τρομερή παρέμβαση από τον πάγκο. Αυτό ήταν το Ευρωμπάσκετ των προπονητών.
Εμείς υστερήσαμε όμως σε αυτό τον τομέα.
Το 2015 αντιμετωπίσαμε την Ισπανία και ένιωσα στην πράξη αυτό που αποκαλούν «βαριά φανέλα». Πιστέψαμε ότι έφτασε η ώρα μας τότε στη Λιλ αλλά μες στο παιχνίδι είδα κάποιες φάτσες ν’ αλλάζουν χρώμα. Τουλάχιστον παλέψαμε μέχρι το τέλος, ακόμη και όταν όλα πήγαιναν στραβά. Αυτό το στοιχείο είναι αδιαπραγμάτευτο, ιδίως σε νοκ άουτ αγώνα. Φέτος με προβλημάτισε η συμπεριφορά της ομάδας στο ματς με τους Γερμανούς. Πόσο εύκολα κατεβάσαμε τα χέρια στο πρώτο και ιδίως στο τρίτο δεκάλεπτο, όταν είχαμε φέρει την κατάσταση στα χέρια μας. Εμφανιστήκαμε παθητικοί, δεν το παίξαμε το ματς. Είναι εύκολο να κατηγορήσει κανείς τους παίκτες, οι οποίοι μάλιστα έχουν πείρα αμέτρητων μεγάλων ματς, αλλά η ευθύνη βαραίνει όλους.
Και τώρα τι γίνεται; Πού βαδίζουμε;
Εάν συνεχίσουμε με το ίδιο γκρουπ παικτών δεν είμαι αισιόδοξος. Στο επόμενο τουρνουά μερικοί θα είναι 32, 33, 34 ετών. Πρέπει να εκβιάσουμε την ανανέωση, ακόμη και αν υπάρχει έλλειμμα ταλέντου. Κάποιοι από τους τωρινούς παίκτες, όπως ο Λαρεντζάκης και ο Μήτογλου όταν ξεμπερδέψει από την περιπέτεια, είναι σε γόνιμη ηλικία. Πότε θα ενταχτούν ο Μωραΐτης, ο Καλαϊτζάκης, ο Τανούλης; Στα 27 τους; Χρειάζονται τολμηρές αποφάσεις και καθαρές εξηγήσεις προς τον κόσμο. «Είμαστε σε μια νέα κατάσταση και προσπαθούμε να κάνουμε αυτό». Οι πέμπτες θέσεις θα αποτελούν τεράστια επιτυχία στο εξής. Εχουμε το υπερόπλο (σ.σ.: Γιάννης Αντετοκούνμπο), αλλά η δεξαμενή μας είναι μικρή και δεν υπάρχει η πολυτέλεια να ξεχειλώσουμε την τωρινή ομάδα ελπίζοντας σε μετάλλια.