Κριτική: Φωτιά που καίει ως το κόκαλο

Το «Εγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογέφσκι, σε θεατρική μεταφορά του Θανάση Τριαρίδη και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, μας μεταδίδει το ηλεκτρικό φορτίο της επερχόμενης καταιγίδας.

Κάθε παθιασμένη λογοτεχνική συζήτηση ξεκινούσε παλιότερα από τη διχογνωμία για την προτεραιότητα της μορφής ή του περιεχομένου. Ειδικά μάλιστα στην περίπτωση του μυθιστορήματος, η διαμάχη συνοψιζόταν στο ερώτημα για τα πρωτεία του ύφους ή του θέματος. Ο Ντοστογέφσκι, πάλι, καταργεί τους όρους του διλήμματος, καθώς στο πρώτο από τα μεγάλα του μυθιστορήματα δεν έχει στα χέρια του ένα μεγάλο θέμα (όπως ο Μέλβιλ στο «Μόμπι Ντικ» ή ο Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη») ούτε διαθέτει το άρτια επεξεργασμένο ύφος ενός Φλομπέρ ή ενός Τζόις.

Το έγκλημα του φοιτητή ανήκει στα συμβάντα του αστυνομικού δελτίου και η τιμωρία του προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα. Επιπλέον ο Ντοστογέφσκι πιέζεται από το συμβόλαιο που έχει με τον εκδότη του και γράφει το μυθιστόρημά του σε πολύ στενά χρονικά όρια. Οι δραματικοί του ήρωες είναι παρολίγο μελοδραματικοί, το ύφος του μοιάζει δουλεμένο με χοντρό καλέμι και οι διάλογοί του εμφανίζονται παροιμιωδώς αχτένιστοι. Το έργο δεν έχει την περίτεχνη φινέτσα που κάνει τον Ναμπόκοφ στιλίστα περιωπής ούτε το νυστέρι που αναγορεύει τον Χένρι Τζέιμς σε βαθύ ανατόμο.

Έχει όμως τα σπουδαιότερα: τη σφοδρή δυναμική του πάθους, το ανελέητα τεταμένο νεύρο και την ασίγαστη πυρετική έξαψη που κατακαίει ως το κόκαλο τον Ρασκόλνικοφ και μεταδίδει κατά κύματα τους σπασμούς της αγωνίας του σε όλο το έργο. Το ασήκωτο ηλεκτρικό φορτίο της επερχόμενης καταιγίδας, τα σκοτεινά προμηνύματα των δικών μας ύποπτα μοντέρνων καιρών και τις βίαιες συγκινήσεις που κάνουν τους ήρωες να παραπατούν μεθυσμένοι, να ολοφύρονται και να παραφέρονται, να κλυδωνίζονται και να αλλοφρονούν.

Πάνω απ’ όλα όμως έχει την ασύγκριτη πρόσμειξη της πληγωμένης αθωότητας και της αβάσταχτης ενοχής, τη συμπλοκή του ξεκάθαρου ιδεολογικού σκοπού με τα βρόμικα μέσα και του εξεγερσιακού μηδενισμού με την πρωτογενή και ανόθευτη θρησκευτικότητα. Ολα δηλαδή τα αμετάβλητα στοιχεία που κρατούν δραστικά αμείωτο έως σήμερα το βαθύ ρίγος του αναγνώστη και εξακολουθούν να εμπνέουν άφθονες θεατρικές διασκευές.

Σύγχρονη οπτική

Το έργο που εμπνεύστηκε και υπογράφει ο Θανάσης Τριαρίδης εξ ημισείας με τον Ντοστογέφσκι παρουσιάζει εγγενείς δυσκολίες στην κατάταξή του. Ξεπερνά τα όρια μιας συνεπούς διασκευής αλλά δεν απομακρύνεται και τόσο πολύ από το πρωτότυπο ώστε να θεωρηθεί αυτοτελές. Ο Τριαρίδης κρατά τα βασικά δομικά στοιχεία του μυθιστορήματος και την ψυχοπνευματική ταυτότητα των ηρώων του, αλλά μπολιάζει στο κείμενό του μια σύγχρονη προοπτική που απορρέει από τα αιματηρά βιώματα του εικοστού αιώνα.

Έχει κατά νου και το υπογραμμίζει, σπανίως υπαινικτικά μα συνήθως απερίφραστα, ότι ο χαρακτηρισμός μιας ύπαρξης ως ανώφελης, ακόμη κι αν πρόκειται για μια αρπακτική ενεχυροδανείστρια, σε ατομικό επίπεδο καταλήγει σε ηθικό αδιέξοδο και σε συλλογικό στην προμελετημένη μεθοδική σφαγή. Το επιβλαβές ζωύφιο θα μεταμορφωθεί στο καφκικό σκαθάρι του Γκρέγκορ Σάμσα και όσοι θεωρούνται βρομερά παράσιτα προορίζονται να αντικρίσουν την πύλη των στρατοπέδων εξόντωσης.

Επειδή είναι γνωστό ότι ο Ντοστογέφσκι αντλούσε συχνά από τις εφημερίδες υλικό για τα έργα του και ο Τριαρίδης τον μπάζει αυτοπροσώπως στην πλοκή του έργου, αφού υποτίθεται ότι ο συγγραφέας επιστρατεύεται από τον ανακριτή ως ειδικός τεχνικός σύμβουλος για τη διαλεύκανση του διπλού φόνου της γριάς ενεχυροδανείστριας και της αδερφής της. Είναι κρίμα όμως που αυτό το πράγματι συναρπαστικό εύρημα, ενώ δίνει τόση πνοή στις εναρκτήριες σκηνές, στη συνέχεια εγκαταλείπεται αδικαιολόγητα.

Στην παρουσίαση πάντως των υπόλοιπων κεντρικών ηρώων ο Τριαρίδης διαπρέπει με την ευσύνοπτη απόδοση του ιδιαίτερου στίγματος που εκπέμπει ο καθένας, αν και το καταγγελτικό του πάθος τον εξωθεί μερικές φορές στα όρια ενός προπαγανδιστικού λαϊκισμού. Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθέτησε το έργο λαμβάνοντας υπόψη τις αναλογίες μεταξύ της μυθιστορηματικής του αφετηρίας και της ελεύθερης διασκευής και με βάση το λειτουργικό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα, τη διεγερτική μουσική του Φώτη Σιώτα και τους δεξιοτεχνικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου έστησε μια καλοκουρδισμένη παράσταση. Χαλιναγώγησε εντούτοις τους εκρηκτικούς χαρακτήρες του Ρασκόλνικοφ και του Σβιντριγκάιλοφ, με αποτέλεσμα κρίσιμες σκηνές να παρουσιάζονται αφύσικα ισορροπημένες ή να χρειάζονται για την τόνωσή τους την περιφορά του ματωμένου μπαλτά.

Ο ματωμένος μπαλτάς

Ντυμένοι με τα απέριττα κοστούμια του Αλέξανδρου Γαρναβού και της Τζίνας Ηλιοπούλου εμφανίστηκαν και οι ηθοποιοί. Γερό χαρτί στα χέρια του σκηνοθέτη υπήρξε ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος, ο οποίος σημάδεψε με έκτακτη ευελιξία τις μεταπτώσεις του Ρασκόλνικοφ από τη μεγαλομανιακή φαντασίωση στην ενοχική αυτοσυντριβή. Ο Κώστας Φιλίππογλου επωμίστηκε τον ρόλο του ανακριτή Πορφύρη με ήπιο δυναμισμό και έμφαση στη διαισθητική όσφρηση και την παιγνιώδη οξυδέρκεια. Η Στέλλα Βογιατζάκη απέδωσε με εσωτερικό ψυχικό σθένος τον ρόλο της Ντούνια, η Σοφία Σεϊρλή έπαιξε με θλιμμένη απαντοχή τη μητέρα του κεντρικού ήρωα και η Μαριάννα Πουρέγκα ενσάρκωσε με ανεπιτήδευτη αμεσότητα την ηθικά βαρυσήμαντη παρουσία της Σόνιας. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος κράτησε με πειθώ τον διπλό ρόλο του Ντοστογέφσκι / Ραζουμίχιν, ενώ ο Δημήτρης Μπίτος δεν είχε (ή δεν του δόθηκε το περιθώριο να αναδείξει) το καταστροφικό πάθος του Σβιντριγκάιλοφ.

Διαβάστε επίσης:

Κριτική θεάτρου: Στην έρημη χώρα της «Αρκουδοράχης»

Ο Σοφοκλής, ο Σαρτρ, ο Κόπολα και η Κιτσοπούλου

Για μια χλαμύδα αδειανή…