Απειλή για τη δημοκρατία και εργαλείο για τους λαϊκιστές και τα απολυταρχικά καθεστώτα ανά τον κόσμο αποτελούν οι σκοπίμως ψευδείς ειδήσεις (fake news), που τα τελευταία χρόνια διαδίδονται με ταχύτατο ρυθμό, λόγω της ευρύτατης απήχησης των μέσων κοινωνικών δικτύωσης.
Tο γεγονός ότι και η μερίδα του λέοντος της on-line διαφημιστικής δαπάνης στην Ευρώπη έχει μετακινηθεί πλέον προς το Facebook και το Google, που παρότι δεν παράγουν τα ίδια ειδησεογραφικό περιεχόμενο, αναπαράγουν ειδήσεις μέσω των χρηστών τους, στερεί ζωτικής σημασίας έσοδα από τα παραδοσιακά μέσα, αποδυναμώνοντας την ορθή λειτουργία της ενημέρωσης διεθνώς.
Κι ενώ τα θεσμικά όργανα της ΕΕ συζητούν ήδη για τη ρύθμιση ή αυτορύθμιση των social media, η λύση δεν φαίνεται να βρίσκεται τόσο στην παρέμβαση των κρατών, όσο στην ενημέρωση, εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών. Στις παραπάνω διαπιστώσεις συνέκλιναν στην πλειονότητά τους οι ομιλητές σε εκδήλωση σχετικής θεματολογίας, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών ΙΙΙ.
Στη Google και το Facebook το 80% της on-line διαφημιστικής δαπάνης
“Τα παραδοσιακά μέσα χάνουν έδαφος συστηματικά, λόγω και της συρρίκνωσης της διαφημιστικής απορρόφησης. Στην Ευρώπη το 80% της online διαφήμισης πάει πλέον στη Google και το Facebook, δηλαδή σε δύο οργανισμούς που δεν παράγουν περιεχόμενο, δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας στην τοπική κοινωνία κι εκμεταλλεύονται φορολογικά τις ευκαιρίες στην ΕΕ και άλλα κράτη”, σημείωσε ο CEO του Ομίλου των Αττικών Εκδόσεων, Θεοχάρης Φιλιππόπουλος και πρόσθεσε ότι παρότι ο ίδιος τάσσεται εναντίον των πολιτικών επιδότησης των παραδοσιακών ΜΜΕ, ωστόσο πρέπει να μπει όριο στην ασυδοσία των πολυεθνικών αυτών κολοσσών. «Με 20% τα παραδοσιακά μέσα δεν θα μπορέσουν να σταθούν» είπε χαρακτηριστικά.
Όπως είπε, τα fake news δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να εξαπλωθούν τόσο άμεσα και γρήγορα μέσα από τα social media, που απέκτησαν «τερατώδη διάσταση» στη σημερινή εποχή. Ο ίδιος χαρακτήρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μια πρωτόγονη μορφή άμεσης δημοκρατίας, κυρίως επιπέδου καφενείου, που προσφέρουν βήμα σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, από τις πιο ιδιάζουσες προσωπικότητες μέχρι τους πιο λαϊκιστές και προπαγανδιστές ηγέτες, με αποτέλεσμα -όπως υποστήριξε- τον παραγκωνισμό κάθε σοβαρής άποψης και θέσης, που δεν απευθύνεται στο θυμικό, αλλά στη λογική. Ενδεικτικά ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τα social media η διοίκηση Τραμπ, αλλά και τον ρόλο που έπαιξαν στα γεγονότα της αραβικής άνοιξης.
“Content is free, but facts are expensive”
Τέσσερις τρόπους με τους οποίους η διάδοση των fake news, που είναι εφικτή λόγω της έλλειψης διαφάνειας στις πλατφόρμες των social media, θα μπορούσε να περιοριστεί, παρουσίασε από την πλευρά του ο καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Τίμοθι Γκάρτον Ας.
Πρώτον, επισήμανε, χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια στις πλατφόρμες, γιατί μόνο οι ίδιες γνωρίζουν από πού προέρχεται το περιεχόμενό τους και τι συμβαίνει «και αυτό όχι πάντα».
Δεύτερον, θα πρέπει να μπουν ¨ετικέτες¨ στο περιεχόμενο, όπως συμβαίνει στα τρόφιμα με το food labeling. ¨Να γίνει και για το περιεχόμενο ό,τι έγινε για τα τρόφιμα.
Πριν 20 χρόνια ήξερες ότι έτρωγες περιεχόμενο-σκουπίδι, γιατί ήταν ξεκάθαρο, σήμερα δεν ξέρεις πια τι τρως on-line¨ είπε χαρακτηριστικά, αναφέροντας ενδεικτικά ότι ο αναγνώστης θα πρέπει ανά πάσα στιγμή να γνωρίζει αν αυτό που διαβάζει είναι πληρωμένο περιεχόμενο ή πολιτικές διαφημίσεις.
Τρίτον, πολύ βασική είναι όπως είπε η εκπαίδευση, αλλά και η χρηματοδοτική στήριξη των παραδοσιακών μέσων, καθώς ¨το περιεχόμενο είναι δωρεάν, αλλά τα γεγονότα είναι ακριβά¨ (¨content is free, but facts are expensive¨). Tέταρτον, απαραίτητη είναι η ρύθμιση η αυτορύθμιση κάθε πλατφόρμας social media, καθώς καθεμία τους θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί ν΄ αντιμετωπίσει τα προβλήματα παρενόχλησης ή ρητορικής μίσους.
Πρόσθεσε ωστόσο ότι μοντέλα όπως αυτό της Γερμανίας, όπου το κράτος προχωρά σε ρυθμιστικές ενέργειες επί του περιεχομένου, είναι προβληματικά, καθώς τέτοιοι περιορισμοί αποτελούν «μουσική στα αυτιά» πιο απολυταρχικών καθεστώτων, που αντιγράφουν τους νόμους με τη λογική «αφού το κάνει η Γερμανία, γιατί να μην το κάνουμε κι εμείς;»
Κομισιόν: «Αισθανόμαστε μόνοι στη μάχη κατά των fake news»
Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, επισήμανε ότι τα ευρωπαϊκά όργανα γνωρίζουν τι συμβαίνει με τα fake news, αλλά δεν διαθέτουν το μαγικό ραβδάκι για να τα εξαφανίσουν, δεδομένου ιδίως ότι δεν έχουν δίπλα τους τις ζώσες δυνάμεις της κοινωνίας -«δεν βλέπουμε στήριξη από τη γενιά Erasmus» είπε χαρακτηριστικά- ούτε βλέπουν ενιαίο μέτωπο από τα κράτη-μέλη, που συχνά τείνουν να εθνικοποιούν τις επιτυχίες, αλλά να ¨κοινοτικοποιούν¨ τα δύσκολα και τις ατυχίες.
«Αισθανόμαστε μόνοι σε αυτή τη μάχη» είπε χαρακτηριστικά και παρουσίασε τη δραστηριότητα της Ευρώπης για την αντιμετώπιση των fake news. “Οι μεγάλες πλατφόρμες δεν μπορούν να συγκριθούν με τον ταχυδρόμο που πήγαινε την αλληλογραφία στο χωριό και δεν μπορούσε να ξέρει τι έχει μέσα το γράμμα που παρέδιδε. Οι πλατφόρμες ξέρουν και πρέπει να ξέρουν. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τις καταστήσουμε συνυπεύθυνες” είπε, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η ρύθμιση της αγοράς δεν αποτελεί πανάκεια. Κατά τον ίδιο, τα ευρωπαϊκά όργανα θα εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια για εθελοντική συμμόρφωση, πριν καταφύγουν στη ρύθμιση.
Ο κοινοτικός αξιωματούχος επισήμανε επίσης ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν συσταθεί στην ειδική Επιτροπή Εξωτερικών Δράσεων δύο ομάδες ειδικών, που παρακολουθούν τις πηγές παραγωγής fake news, τις κατηγοριοποιούν και «απολυμαίνουν» το σύστημα. «Ωστόσο, 30-40 άτομα στις Βρυξέλλες δεν θα λύσουν το πρόβλημα σαν να ήταν διασταύρωση Αϊνστάιν και Σούπερμαν. Δεν θα λύσουν το πρόβλημα, αλλά είναι εκεί».
Ο κ.Σχοινάς επισήμανε ακόμη ότι βασική γραμμή άμυνας αποτελεί και η δόμηση της κοινοτικής πολιτικής για την επικοινωνία και την ενημέρωση, καθώς πρέπει να υπάρχει άμεση και αποτελεσματική αντίδραση απέναντι σε fake news.
Στ.Θεοδωράκης: Η Ευρώπη θα πρέπει να επιβάλλει αυστηρούς κανόνες διαφάνειας στους πολυεθνικούς κολοσσούς του διαδικτύου
Την πεποίθηση ότι για την αντιμετώπιση των fake news θα πρέπει να δημιουργηθεί νέα γενιά δημοσιογράφων, «που θα επιστρέψουν στο ρεπορτάζ και δεν θα αναπαράγουν αμάσητες τις ιδέες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο» εξέφρασε ο επικεφαλής του «Ποταμιού», Σταύρος Θεοδωράκης, τονίζοντας ωστόσο ότι μέχρι αυτό να γίνει πράξη, θα πρέπει να αντιδράσουν τα ίδια τα κράτη. Ανέφερε ότι, προεκλογικά, τα social media θα πρέπει να δημοσιοποιούν ποιος έχει πληρώσει τι και να τεθεί όριο στην αγορά χορηγούμενων μηνυμάτων.
«Η Ευρώπη θα πρέπει να επιβάλλει αυστηρούς κανόνες διαφάνειας στους πολυεθνικούς κολοσσούς του διαδικτύου, από το να φορολογούνται στις χώρες που δραστηριοποιούνται μέχρι να εφαρμόζουν με αυστηρότητα τις αρχές των παραδοσιακών ΜΜΕ», πρότεινε, κάνοντας λόγο για αυτορύθμιση μεν, αλλά εντός πλαισίου αυστηρών κανόνων ρύθμισης που θα θέσει η ΕΕ.
Η καλή δημοσιογραφία είναι αντιβίωση για τα fake news, αλλά η καλή δημοσιογραφία χρειάζεται χρηματοδότηση
Ο διευθυντής της «Καθημερινής», Αλέξης Παπαχελάς , επισήμανε ότι «αν γυρίσει κάποιος τον χρόνο στο 2009- 2010 θα καταλάβει γιατί αυτός ο λαός δεν έχει κατανοήσει γιατί μπήκαμε στην κρίση. Οι θεωρίες συνομωσίας ήταν δημοφιλείς και διαχύθηκαν μέσα από το διαδίκτυο» σχολίασε. Ο ίδιος διατύπωσε την εκτίμηση ότι σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των fake news μπορεί να παίξει και η κοινωνία των πολιτών, λέγοντας ακόμη ότι «η καλή δημοσιογραφία είναι η αντιβίωση για τα fake news» και η καλή δημοσιογραφία χρειάζεται χρηματοδότηση. Εξέφρασε πάντως τη διαφωνία του για οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους.
Ο αντιπρόεδρος Διεθνών Συνεδρίων των New York Times, Αλέξανδρος Τσάλτας, υπογράμμισε ότι οι New York Times αντιμετώπισαν το πρόβλημα της κυριαρχίας των social media στρεφόμενοι από τα έσοδα από διαφημίσεις σε έσοδα απευθείας από τους καταναλωτές και ότι έκριναν πολύ σημαντικό να μην κάνουν περικοπές σε συντάκτες.
«Επενδύσαμε 5 εκατ. δολάρια τη μέρα εκλογής του Τραμπ, γιατί αισθανόμασταν ότι θα ήταν μία δύσκολη διακυβέρνηση ως προς την αποκωδικοποίηση της και θα χρειαζόμασταν περισσότερους δημοσιογράφους να δουλεύουν πάνω σε αυτό» σημείωσε και πρόσθεσε ότι η απόφαση αυτή δικαιώθηκε, καθώς «ο Τραμπ διπλασίασε τους ηλεκτρονικούς συνδρομητές της εφημερίδας». Πρότεινε πάντως τα παραδοσιακά ΜΜΕ να αγκαλιάσουν τα social media. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις, Θοδωρής Γεωργακόπουλος.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ