Φόρος τιμής ο πόλεμος εναντίον της λήθης

Φόρος τιμής ο πόλεμος εναντίον της λήθης

Κάθε χρόνο στις 2 Αυγούστου τιμάται η Hμέρα Mνήμης του Oλοκαυτώματος των Ρομά

Ο τρόπος που οι κοινωνίες «θυµούνται» και οι εθνικές και κοµµατικές ιστορίες καταγράφουν συχνά σε ανταγωνισµό µε εναλλακτικές αφηγήσεις δεν είναι ποτέ ανεξάρτητος από τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισµικές συντεταγµένες και το είδος του κοινωνικού υποκειµένου που θέλουν να δοµήσουν. Ισα ίσα η συγκρότηση της ιστορικής µνήµης, ένα διακύβευµα άµεσα συνδεδεµένο µε ένα κοινωνικό υποκείµενο επιθετικό στην αδύναµη ετερότητα κι όµως ευνουχισµένο µπροστά στους εξουσιαστές του, αφήνει αλώβητες δοµές που αποκόβουν τον άνθρωπο από το ανθρώπινο.

Αφανισµός λοιπόν. Το πιο ξεχασµένο ολοκαύτωµα απ’ όλα σε έναν πλανήτη που προσπαθεί να σχετικοποιήσει τον φασισµό. Ο Αφανισµός των Τσιγγάνων. Αλλά η διαδροµή προς το Porajmos, όπως οι ίδιοι τον αποκαλούν στη γλώσσα τους, δεν συντελέστηκε ξαφνικά το καλοκαίρι του 1944, όταν στις 2 Αυγούστου µέσα σε λίγες ώρες οδηγήθηκαν στους θαλάµους αερίων 2.897 άντρες, γυναίκες και παιδιά Ροµά, σηµατοδοτώντας µια από τις χειρότερες µέρες στην ιστορία της ανθρωπότητας (υπόµνηση: στο όνοµα της καθαρότητας βροµίζουµε περισσότερο από ποτέ).

Στην πραγµατικότητα η πορεία των Τσιγγάνων στην Ευρώπη είναι γεµάτη µε ιστορίες εθνοκάθαρσης, εξευτελισµού, βασανιστηρίων, απαγωγών παιδιών, καταναγκαστικής εργασίας και αποκλεισµού τους από κάθε απόπειρα (ηθεληµένης ή αθέλητης) «ενσωµάτωσης» ή τριβής και παιδείας. Ετσι εξηγείται άλλωστε το «βαθύ πολιτισµικό τραύµα» (όπως ονοµάζουν το φαινόµενο κοινωνικοί και πολιτιστικοί ανθρωπολόγοι) που οδηγεί ένα µέρος του πληθυσµού σε άρνηση ενσωµάτωσης µε τα µέτρα των ενταγµένων και των ισχυρών. «Τον 16ο και τον 17ο αιώνα ο διωγµός των Τσιγγάνων είναι καθεστώς σε όλη την Ευρώπη µε διάφορες µορφές: εξόντωση µε φωτιά και σίδερο στη Γαλλία, καταδίκη σε εξορία όλων ανεξαιρέτως από την Ισπανία, κρέµασµα στην Αγγλία και προσπάθειες εξαναγκαστικής αφοµοίωσης σε άλλες χώρες. Στη Ρουµανία ήταν για αιώνες σκλάβοι: η µακραίωνη δουλεία τους τερµατίστηκε µόλις το 1856. Ο διωγµός των Τσιγγάνων έφτασε όµως (και παρά την αρχική αντίληψη ότι ήταν άριας καταγωγής) στη συµβολική και υλική κορύφωσή του στη ναζιστική Γερµανία»1 όπου στα µέσα της δεκαετίας του ’30 στους λεγόµενους νόµους της Νυρεµβέργης οι Ροµά, όµοια µε τους Εβραίους συµπολίτες τους και άλλες οµάδες ανθρώπων, χαρακτηρίζονται επικίνδυνοι. Ενώ το 1938 το διάταγµα του Χάινριχ Χίµλερ «Η καταπολέµηση της µάστιγας των Τσιγγάνων», θεµελιωµένο σε εκθέσεις ναζί ερευνητών όπως ο Ρόµπερτ Ρίτερ, επέβαλε τη διαρκή αστυνόµευσή τους. Ετσι οργανώθηκε ένα δίκτυο καταγραφής και συγκέντρωσης των Ροµά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αρχίζοντας από τους Σίντι της Γερµανίας και επεκτεινόµενο στους Ροµά της υπόλοιπης Ευρώπης.

«Τελικά ο ναζί φυλετιστής Χανς Γκούντερ πρόσθεσε έναν κοινωνικοοικονοµικό παράγοντα στη θεωρία της φυλετικής καθαρότητας. Αν και παραδέχτηκε ότι οι Ροµά είναι πράγµατι απόγονοι αρίων, πρόσθεσε ότι ανήκαν στις φτωχές τάξεις και ανακατεύτηκαν µε τις “κατώτερες” φυλές κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους». Αυτή η φυλετική επιµειξία µε τον ταξικό προσανατολισµό «που εξηγούσε τη φτώχεια και τον νοµαδισµό τους απειλούσε την άρια οµοιογένεια».2

Το 1942 ο Χίµλερ διέταξε τη µεταφορά των Ροµά στο Αουσβιτς Μπιρκενάου, διαταγή που αντιστοιχούσε στην απόφαση για την «τελική λύση» στο «εβραϊκό πρόβληµα». Τον Νοέµβριο του 1943 οι Ροµά µπήκαν στο ίδιο επίπεδο µε τους Εβραίους και η σφαγή τους κορυφώθηκε τον Αύγουστο του 1944, όταν όσοι είχαν αποµείνει εξοντώθηκαν σε θαλάµους αερίων.

Για τους Ροµά της Ελλάδας –αν και για κάποιους ιστορικούς δεν συνέβη Αφανισµός όπως στη Β. Ευρώπη– «δεν υπάρχει επίσηµη διερεύνηση αρχείων της εποχής» όπως επισηµαίνει ο Αγγελος Χατζηνικολάου, χρόνια δίπλα τους ως εκπαιδευτικός. «Οι Ροµά όµως της Ελλάδας την εποχή της Κατοχής τελούσαν υπό την οµηρία των κατοχικών στρατευµάτων εν γνώσει της κυβέρνησης των ανδρείκελων του ναζιστικού καθεστώτος. Για παράδειγµα, από µαρτυρίες ηλικιωµένων Ροµά της Θεσσαλονίκης εκτοπίζονται σε ειδικό καταυλισµό στις ελώδεις τότε περιοχές της Σίνδου. Οι ίδιοι αποκαλούσαν το µέρος “τα τσαΐρια” της Σίνδου», λέξη που κατέγραψε µε τον τρόπο του και για τους λόγους του και ο σηµαντικός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, ο αριθµός των Τσιγγάνων της Ευρώπης που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κυµαίνεται από 600.000 έως 800.000, ενώ και οι ναζιστικές κυβερνήσεις σε Ουγγαρία, Ρουµανία και Κροατία είχαν τη δική τους συνεισφορά στον µακάβριο απολογισµό. Αλλά ο Αφανισµός παραµένει άγνωστος, ίσως επειδή οι Ροµά δεν κατάφεραν ποτέ να δηµιουργήσουν τη δική τους αφήγηση µέσα από έναν πολιτισµό γραφής και δεν ταυτίστηκαν µε κάποια κρατική οντότητα ώστε να υποστηρίξει την υπόθεσή τους. Ετσι, όχι µόνο οι υπεύθυνοι των σφαγών δεν διώχτηκαν –ο Ρίτερ ανταµείφθηκε µεταπολεµικά µε θέση που κράτησε έως τον θάνατό του–, όχι µόνο δεν υπήρξε αναφορά για την οµάδα τους στα σχολικά βιβλία, αλλά επιπλέον η Οµοσπονδιακή Γερµανία τούς αρνήθηκε κάθε αποζηµίωση.

«Κι όµως!» έγραψε ο επιζήσας Ελι Βίζελ. «Ισως υπάρχουν χρόνοι που είµαστε αδύναµοι να σταµατήσουµε την αδικία, αλλά δεν πρέπει να έρθει ποτέ η εποχή που θα σταµατήσουµε να διαµαρτυρόµαστε εναντίον της». ∆εν αφορά µόνο τους άλλους. Αφορά κι εµάς.

Ετικέτες

Documento Newsletter