Πράξη 1: «86χρονος εν αποστρατεία αντιπτέραρχος πυροβόλησε και σκότωσε την 59χρονη Βουλγάρα σύζυγό του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε».
Πάμε άλλη μία. Ένας εν αποστρατεία αντιπτέραρχος η υπηκοότητα του οποίου θεωρείται αυτονόητη πυροβόλησε και σκότωσε τη σύζυγό του, για την οποία το μόνο που αρκεί να γνωρίζουμε είναι ότι είναι Βουλγάρα. Αυτό αρκεί για τα media, κι αν αρκεί για τα media αρκεί και για τον αναγνώστη.
Πράξη 2: Σύμφωνα λοιπόν με όσα γράφονται η γυναίκα προσπάθησε να μπει σε ένα ταξί για να σωθεί και ο ταξιτζής βγήκε από τη θέση του, κατευθύνθηκε προς την πόρτα της και την πέταξε έξω για να μην του λερώσει το αυτοκίνητο. «Με σκότωσε, με σκότωσε», πρόλαβε να του πει και στη συνέχεια κατέρρευσε. Κι όσο κατέρρεε, γιατί κι εκείνη δεν το έκανε διακριτικά ώστε να μη λερώσει, εκείνος κοιτούσε το αίμα που είχε πιτσιλίσει το ταξί του.
Πράξη 3: Ο ταξιτζής ταράχτηκε πολύ με το λερωμένο ταξί που κάπου ήθελε να πει τον πόνο του. Και όπως έχει δει να γίνεται στις συνεντεύξεις Τύπου περίμενε να έρθουν όλες οι κάμερες προς το μέρος του για να μπορέσει κι αυτός με την ησυχία του να ζήσει το δικό του τέταρτο δημοσιότητας, εξηγώντας πώς πέταξε έξω από το αυτοκίνητό του έναν άνθρωπο που πέθαινε.
Πράξη 4: Το θέμα καλύφθηκε από ηλεκτρονικά media με άρθρα που περιέγραφαν ότι ο δράστης πυροβόλησε τη γυναίκα γιατί τον έφερε στο αμήν – διότι οι γυναίκες ως γνωστόν ανεξαρτήτως υπηκοότητας είναι γλωσσούδες. Απολύτως επαγγελματικός δημοσιογραφικός τρόπος δηλαδή για να περιγράψει κάποιος μια στυγερή δολοφονία, ειδικά αν πρόκειται για Βουλγάρα σύζυγο, η οποία όπως λέει η γειτονιά τσακωνόταν με τον εν αποστρατεία αντιπτέραρχο για τα περιουσιακά.
Κάπως έτσι το ερπετό που σέρνεται μέσα στον καθένα από εμάς περνάει στη σφαίρα της κανονικότητας. Δεν θα σώσουμε εμείς τον κόσμο άλλωστε, ας φροντίσει κάνας άλλος.