Ο Ηρακλής Πουαρό και ο αστυνόμος Μπέκας καλούνται να λύσουν δύο δύσκολες υποθέσεις.
«“Αυτό δεν είναι ένα μέρος όπου θα έβρισκε κάποιος ένα πτώμα!” είπε η Έμιλι Μπρούστερ. Ο Ηρακλής Πουαρό μετακινήθηκε ελαφρά στην καρέκλα του. “Γιατί όχι, μαντμαζέλ;” διαμαρτυρήθηκε. “Γιατί δεν θα μπορούσε να βρεθεί ένα πτώμα στο Σμάγκλερς Άιλαντ;”. “Δεν ξέρω”, απάντησε η Έμιλι Μπρούστερ. “Υποθέτω πως σε ορισμένα μέρη είναι λιγότερο πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτή η τοποθεσία δεν είναι το είδος που…”. Άφησε τη φράση της στη μέση, επειδή δυσκολευόταν να εξηγήσει τι εννοούσε. “Είναι ρομαντική, αυτό ναι”, συμφώνησε ο Ηρακλής Πουαρό. “Είναι γαλήνια. Ο ήλιος λάμπει, η θάλασσα είναι καταγάλανη. Ξεχνάτε, όμως δεσποινίς Μπρούστερ, πως το κακό καραδοκεί παντού υπό τον ήλιον”».
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Άγκαθα Κρίστι βρισκόταν σε μια από τις δημιουργικές της φάσεις. Τότε ήταν που έγραψε και το «Έγκλημα κάτω από τον ήλιο» (εκδ. Ψυχογιός, μτφρ. Μαρία-Ρόζα Τραϊκόγλου) το οποίο κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούνιο του 1941 και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στις ΗΠΑ. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Ντέβον, έναν από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς της εποχής και ιδιαίτερη πατρίδα της συγγραφέα, όπου ο Ηρακλής Πουαρό έχει πάει για διακοπές. Όπως κάθε φορά που αποφασίζει κάτι τέτοιο, η πραγματικότητα του χαλάει τα σχέδια.
Στο ξενοδοχείο όπου διαμένει φιλοξενείται μεταξύ άλλων η Αρλίνα Μάρσαλ, γνωστή ηθοποιός και femme fatale της εποχής, η οποία συνοδεύεται από τον λοχαγό σύζυγό της και την έφηβη προγονή της. Οι σχέσεις στο ξενοδοχείο είναι ηλεκτρισμένες λόγω της παρουσίας της Αρλίνα μέχρι τη στιγμή που θα βρεθεί στραγγαλισμένη στην παραλία μέρα μεσημέρι. Ο Βέλγος ντετέκτιβ αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας της. Το βιβλίο μεταφέρθηκε αρκετές φορές στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Η πιο επιτυχημένη μεταφορά είναι η τεχνικολόρ ταινία του Γκάι Χάμιλτον, με τον Πίτερ Ουστίνοφ στον ρόλο του Πουαρό πλαισιωμένο από ένα εξαιρετικό καστ (Μάγκι Σμιθ, Νταιάνα Ριγκ, Τζέιν Μπίρκιν) και τη δράση να έχει μεταφερθεί σε ένα νησάκι της Αδριατικής.
Το «Καλοκαίρι του φόβου» (εκδ. Άγρα) του Γιάννη Μαρή, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα» είναι ένα από τα τρία βιβλία στα οποία πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Μπέκας από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένα βράδυ τον επισκέπτεται πανικόβλητος ο νεαρός γιος ενός παλαιού, πολύ στενού φίλου του. Ο νεαρός Κωνσταντινίδης του αποκαλύπτει ότι μπήκε την περασμένη νύχτα σε ένα διαμέρισμα για να κάνει διάρρηξη και εκεί αντίκρισε το πτώμα μιας γυναίκας. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν ανακοινώνεται από τον Τύπο ο θάνατος της ιδιοκτήτριας του διαμερίσματος, Τζούλιας Χατζηγρηγόρη, ενώ σύντομα και ο νεαρός βρίσκεται νεκρός. Ο συνταξιούχος αστυνόμος θα προσπαθήσει να λύσει το μυστήριο σε μια Αθήνα που βράζει από τον καύσωνα.
Ο Μπέκας πηγαίνει να συναντήσει τον Τζο Χατζηγρηγόρη στο εξοχικό του προκειμένου να διερευνήσει τις συνθήκες θανάτου της γυναίκας του. Έπειτα από μια σύντομη κουβέντα: «Ο Τζο Χατζηγρηγόρης σηκώθηκε χωρίς βία. Την ώρα όμως που ο Μπέκας ήταν έτοιμος να φύγει, από την ανοιχτή πόρτα της βεράντας μπήκαν δυο καινούργια πρόσωπα. Φορούσαν κι οι δυο τα μπανιερά τους. Ο άντρας ήταν ψηλός, αθλητικός, ηλιοψημένος και η γυναίκα ακόμα υγρή από τη θάλασσα. Το μικροσκοπικό μπικίνι της έδειχνε σ’ όλη του τη θηλυκότητα ένα σώμα αλά Ράκελ Γουέλτς. Κοίταξαν κι οι δυο με απορία τον Μπέκα, που με το ύφος του και το κοστούμι του αποτελούσε μια χτυπητή παραφωνία μέσα στην πολυτέλεια του σπιτιού και στους μισόγυμνους ενοίκους του».
Οι περιγραφές της Αθήνας, ο σχολιασμός των κοινωνικών ανισοτήτων, η γλώσσα της εποχής αλλά και οι αναφορές στο σινεμά είναι μερικά από τα στοιχεία που μας κάνουν να αγαπάμε διαχρονικά τη λογοτεχνία του Μαρή.