Τρεις μήνες τώρα οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το πρόβλημα των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων και τις αρνητικές επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία.
Πρώτος το είχε κάνει ο εκλιπών πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, που από την 1η Ιουνίου προειδοποιούσε ότι οι διεθνείς ανατιμήσεις σε καύσιμα, πρώτες ύλες, βασικά τρόφιμα και ναύλα, που ακολούθησαν την απότομη άνοδο της διεθνούς ζήτησης μετά τον έλεγχο της πανδημίας, φτάνοντας στην Ελλάδα των χαμηλών μισθών, θα οδηγούσαν όχι μόνο σε πληθωριστικές πιέσεις αλλά και σε περαιτέρω συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης, βυθίζοντας την οικονομία σε νέο φαύλο κύκλο υφεσιακών τάσεων.
Ακολούθησε τον Ιούλιο η ΓΣΕΒΕΕ, τονίζοντας ότι οι αυξήσεις στην ενέργεια και οι ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και βασικά αγαθά αυξάνουν δραματικά τα λειτουργικά κόστη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που πιέζονται από τους μειωμένους τζίρους της πανδημίας. Αλλά και στην εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, πέρα από την καταγραφή του ανησυχητικού γεγονότος ότι για πρώτη φορά από το 2009 το 45% των επιχειρήσεων έχει αυξήσει ή ετοιμάζεται να αυξήσει τις τιμές του, η ΓΣΕΒΕΕ χτύπησε ξανά το καμπανάκι του κινδύνου, κάνοντας λόγο για πρόδρομες ενδείξεις πληθωριστικών πιέσεων που σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις εγκυμονούν τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού.
«Λειτουργεί αποτρεπτικά»
Σε ανάλογους τόνους και ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής Βασίλης Κορκίδης έχει τονίσει πολλές φορές κατά το τελευταίο τρίμηνο ότι η γενικευμένη ακρίβεια μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αναθέρμανση της κατανάλωσης, που αποτελεί βασικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία στη μετά την πανδημία εποχή, ενώ έχει επισημάνει ότι διάφοροι πρόδρομοι και διεθνείς δείκτες υποδεικνύουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα αποκλιμακωθούν μέσα στο 2021.
Κοινός τόπος όλων αυτών των παρεμβάσεων του επιχειρηματικού κόσμου ήταν η έκκληση για παρέμβαση της κυβέρνησης στο μέτρο του δυνατού, είτε μέσω της χρήσης της δημοσιονομικής πολιτικής για λελογισμένη αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών ώστε να αποτραπεί η δραματική συρρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης και να συνεχιστούν οι ενέσεις ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις (Μίχαλος) είτε μέσω της συγκράτησης του κόστους της ενέργειας (ΓΣΕΒΕΕ) είτε μέσω της μείωσης του ΦΠΑ σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης (Κορκίδης).
Ομως σε κανένα από τα αιτήματα αυτά η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε, αρνούμενη:
Πρώτον, να προωθήσει την αύξηση του κατώτατου μισθού –αφού η αύξηση κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022 είναι μη αύξηση– για να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των ευάλωτων οικονομικά στρωμάτων.
Δεύτερον, να παρατείνει, έστω και μερικώς, τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία.
Τρίτον, να βάλει φρένο στις πολύ μεγάλες ανατιμήσεις των τιμολογίων ενέργειας, επιτρέποντας την απρόσκοπτη εξέλιξη της παρέμβασης που επιχείρησε η ΡΑΕ τον Ιούλιο στην αγορά, με επιβολή πλαφόν 30% στις μηνιαίες διακυμάνσεις που μπορεί να έχει η τιμή της κιλοβατώρας λόγω της αύξησης της χονδρικής.
Τέταρτον, να μειώσει τον ΦΠΑ στην ενέργεια ή στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα του καλαθιού της νοικοκυράς, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. η Ισπανία.
Και χρειάστηκε να φτάσουμε έως τα τέλη Αυγούστου, όταν τα ανατιμητικά φαινόμενα στην αγορά έτειναν να μετατραπούν σε τσουνάμι ακρίβειας, ώστε υπό την πίεση της πραγματικότητας, των media, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης τα κυβερνητικά στελέχη να αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι υπάρχει ισχυρό κύμα ανατιμητικών φαινομένων, που ναι μεν «εγείρουν ανησυχίες», αλλά εντούτοις προσπάθησαν να το υποβαθμίσουν ως «παροδικό φαινόμενο» (Χρήστος Σταϊκούρας) ή ως «παγκόσμιο», «που θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται ως τις γιορτές» (Αδωνης Γεωργιάδης), τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι «η κυβέρνηση έχει στηρίξει την οικονομία με μειώσεις φόρων και εισφορών που υπερκαλύπτουν τις αυξήσεις» (Αδωνης). Για να κερδηθούν και κάποιες εντυπώσεις μεσολάβησε και μια θεατράλε συνάντηση του υπουργού Ανάπτυξης με τους εκπροσώπους των αλυσίδων σουπερμάρκετ.
Δεν θα αφορούν την αγορά και την οικονομία
Η ουσία είναι πάντως ότι ενώ σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ υποτίθεται ότι μεταξύ άλλων θα εξαγγείλει και μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, με βάση τις μέχρι στιγμής διαρροές αυτά θα περιοριστούν στη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών απέναντι στις αυξήσεις των τιμών ενέργειας, άρα δεν θα αφορούν ούτε το πραγματικό πρόβλημα ούτε την αγορά και την οικονομία συνολικά.
Οπως επισήμαναν ωστόσο στο Documento κύκλοι οικονομολόγων, το πρόβλημα των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων είναι μείζον διότι όσο κι αν μπορεί θεωρητικά να εκληφθεί ως παροδικού χαρακτήρα, ως συνέπεια της απότομης αύξησης της διεθνούς ζήτησης λόγω του ταυτόχρονου ανοίγματος πολλών οικονομιών μετά την πανδημία, για την Ελλάδα έχει μια ειδική ενεργειακή διάσταση που σχετίζεται με το κόστος της «πράσινης μετάβασης» στην Ευρώπη, η οποία έχει μόνιμα χαρακτηριστικά και γι’ αυτό θα οδηγήσει στην εμπέδωση ενός υψηλότερου επιπέδου τιμών από τα επίπεδα του 2019.
Οπως μας είπε μάλιστα ο διδάσκων στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Νίκος Αστρουλάκης, επιβεβαιώνοντας τις προειδοποιήσεις του επιχειρηματικού κόσμου, όντως υπάρχει ο κίνδυνος αυτή η εισαγόμενη ακρίβεια να οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό, αφού εάν οι πραγματικοί μισθοί εξακολουθήσουν να παραμένουν στάσιμοι και οι εγχώριες τιμές να αυξάνονται, οι καταναλωτές θα καλούνται να σφίξουν το ζωνάρι, συνθήκη που συγχρόνως θα πλήξει δραστικά τους τζίρους των μικρότερων επιχειρήσεων.
Πολύ πιο άμεσα ωστόσο θα φανούν οι επιπτώσεις του φαινομένου στη νομισματική πολιτική (και ήδη φάνηκαν, με την ΕΚΤ να ανακοινώνει την Πέμπτη ότι θα περιορίσει τις αγορές κρατικών ομολόγων), θέτοντας τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης υπό αμφισβήτηση και επιταχύνοντας την άνοδο των επιτοκίων. Και το χειρότερο: αμέσως μετά η Γερμανία θα ανοίξει ξανά τη συζήτηση για τα χρέη, οπότε η Ευρώπη θα «ανακαλύψει» ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 40 δισ. ευρώ μέσα στην πανδημία και θα γυρίσουμε ξανά στα μνημόνια και στη βαριά λιτότητα.