«Καθαρίζουν» ενοχλητικά ρεπορτάζ, ενοχλητικούς δημοσιογράφους και ενοχλητικά ΜΜΕ… με συνοπτικές διαδικασίες.
Σε κανόνα τείνουν να εξελιχθούν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις σε βάρος δημοσιογράφων που υπογράφουν ενοχλητικά ρεπορτάζ. Το παράδειγμα της Δήμητρας Κρουστάλλη, η οποία εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την εφημερίδα «Το Βήμα» κατόπιν πιέσεων που σύμφωνα με όσα κατήγγειλε η ίδια άσκησε το Μέγαρο Μαξίμου, είναι ίσως το πιο ενδεικτικό, όχι όμως το μοναδικό. Η διευθύντρια σύνταξης του «Βήματος», επί τρεις δεκαετίες δημοσιογράφος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη (ΔΟΛ), ο οποίος εξαγοράστηκε την περίοδο της κρίσης από τον Βαγγέλη Μαρινάκη, βρέθηκε αίφνης στο στόχαστρο της κυβέρνησης εξαιτίας του αποκαλυπτικού ρεπορτάζ της για τη διπλή καταγραφή των κρουσμάτων κορονοϊού. Το εν λόγω ρεπορτάζ, το οποίο μάλιστα διαγράφηκε από τις ιστοσελίδες του ομίλου Μαρινάκη, ήταν όπως αποδεικνύεται η αρχή του τέλους της συνεργασίας της δημοσιογράφου με την ιστορική εφημερίδα. Είχε προηγηθεί λίγες ημέρες νωρίτερα η παραίτηση της Ελενας Ακρίτα από τα «Νέα», επίσης του δημοσιογραφικού ομίλου Μαρινάκη (Alter Ego), μετά την απόφαση της διεύθυνσης της εφημερίδας να λογοκρίνει άρθρο της στο οποίο ασκούσε κριτική στον Κυριάκο Μητσοτάκη μη δημοσιεύοντάς το.
Η ροπή της κυβέρνησης προς τη λογοκρισία έγινε αντιληπτή ήδη από το φθινόπωρο του 2019 όταν μεθοδεύτηκε ο οικονομικός στραγγαλισμός του πλέον μισητού σε αυτή ΜΜΕ, του Documento. H σφοδρή κυβερνητική επίθεση ενάντια στην εφημερίδα, η οποία κλιμακώθηκε με τον αποκλεισμό της από την περιβόητη λίστα Πέτσα και με τη συνεχιζόμενη προσπάθεια να εμφανιστεί η δημοσιογραφική ομάδα αναξιόπιστη και διακινήτρια ψευδών ειδήσεων, αργά ή γρήγορα θα επεκτεινόταν σε κάθε δημοσιογράφο που έχει επιλέξει αντί του λιβανίσματος στον πρωθυπουργό και στο επιτελείο του να παραμείνει πιστός στις διεθνείς δημοσιογραφικές επιταγές κάνοντας ρεπορτάζ, θέτοντας ερωτήματα και ασκώντας την αναγκαία κριτική. Σε κάθε περίπτωση, η μεθοδευμένη προσπάθεια σπίλωσης και αποκλεισμού του Documento αποτυπώνεται όχι μόνο στην άρνηση βουλευτών της ΝΔ και υπουργών να απαντούν στις αποκαλύψεις και στα ρεπορτάζ του, αλλά και στην απαγόρευση που έχει επιβάλει το Μαξίμου σε όσους κυβερνητικούς βουλευτές έχουν εκφράσει την επιθυμία να αρθρογραφήσουν στην εφημερίδα, όπως και στον αποκλεισμό δημοσιογράφων της εφημερίδας από τηλεοπτικές εκπομπές κατόπιν παρεμβάσεων. Στον αντίποδα, επιβραβεύονται ΜΜΕ τα οποία προβάλλουν αδιαμαρτύρητα το κυβερνητικό αφήγημα μέσω της λίστας Πέτσα αλλά και δημοσιογράφοι αρεστοί στο κυβερνητικό επιτελείο με διορισμούς σε κρατικά Μέσα.
Η αντίληψη των παροικούντων τη… γαλάζια Ιερουσαλήμ για τη δημοσιογραφία και η προσπάθεια ηθικής και επαγγελματικής εξόντωσης των μη αρεστών είναι πια παραπάνω από εμφανής αλλά σίγουρα δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλωστε η προσπάθεια ελέγχου της ΕΡΤ, στην οποία τοποθετήθηκε πρόεδρος ο πρώην επικεφαλής του γραφείου Τύπου του Μητσοτάκη Κωνσταντίνος Ζούλας, αλλά και του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο έλεγχος του οποίου πέρασε κυριολεκτικά νύχτα στη δικαιοδοσία του κυβερνητικού εκπροσώπου –δηλαδή στο Μέγαρο Μαξίμου– δεν άφησαν εξαρχής το παραμικρό περιθώριο αμφιβολίας για τις προθέσεις του κυβερνητικού επιτελείου.
Στόχος όσοι χαλούν την κυβερνητική μαγιά
Αποκορύφωμα όλων, κυρίως επειδή έτυχαν μεγάλης δημοσιότητας, αποτελούν ασφαλώς οι παραιτήσεις της Ελ. Ακρίτα από τα «Νέα» και της Δήμ. Κρουστάλλη από το «Βήμα». Η πρώτη υπέπεσε στο μέγιστο ατόπημα, σύμφωνα με την αντίληψη της κυβέρνησης, να υποβαθμίσει τα ρεπορτάζ για την κατά Μαξίμου «βίλα» του Αλέξη Τσίπρα στα Λεγρενά, ασκώντας παράλληλα κριτική στον πρωθυπουργό για τη διαχείριση της πανδημίας και αφήνοντας σαφείς αιχμές για τα δάνεια και τα ακίνητα της οικογένειας Μητσοτάκη, τα οποία έχει αποκαλύψει το Documento. Αν δεν υπήρχαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία η δημοσιογράφος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, το λογοκριμένο άρθρο της θα είχε πιθανώς μείνει στην αφάνεια και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα παρέμεναν άγνωστες. Η δεύτερη αποχώρησε από το «Βήμα» επίσης καταγγέλλοντας ασφυκτική πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου εξαιτίας του πρόσφατου ρεπορτάζ της «για το παράλληλο και ατελέσφορο σύστημα καταγραφής των κρουσμάτων κορονοϊού από την ΗΔΙΚΑ και τον ΕΟΔΥ». Στην περίπτωση της Κρουστάλλη η καταγγελλόμενη παρέμβαση δεν αφορούσε άποψη αλλά έρευνα στην οποία παρουσιάζονταν συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Η ίδια επέλεξε, όπως έγραψε, την παραίτηση έναντι του προσωπικού και επαγγελματικού της ευτελισμού.
Δημοσιογράφος και επί χρόνια αρχισυντάκτης του πολιτικού ρεπορτάζ στο «Βήμα», ο Γιώργος Λακόπουλος τονίζει στο Documento ότι «καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει σε κανένα μέσο ενημέρωσης αν δεν πρόκειται να γίνει δεκτή η παρέμβαση». «Οσα αναφέρει η Δήμητρα Κρουστάλλη» λέει ο Γ. Λακόπουλος «είναι αποκαλυπτικά για τις σχέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη με την εφημερίδα της και τον επιχειρηματικό όμιλο που ανήκει. Ωστόσο δεν συνιστούν ανακάλυψη της πυρίτιδας ούτε πρόκειται για εξαίρεση». Ο ίδιος διαπιστώνει ότι «τα τελευταία χρόνια οι δημοσιογράφοι σε πολλά ΜΜΕ όλο και περισσότερο υφίστανται περιορισμούς από την ιδιοκτησία και παρεμβάσεις από την εξουσία».
«Εργάστηκα στον ΔΟΛ από το 1984 ως το 2014 –με ιδιοκτήτες τον Λαμπράκη και τον Ψυχάρη– με μια ενδιάμεση διακοπή στον “Ελεύθερο Τύπο” των Αγγελόπουλων. Κανείς πολιτικός, όση εξουσία και αν είχε, δεν μπορούσε να ασκεί συνδιαχείριση στην ύλη ή στο προσωπικό. Πιστεύω ότι τo πρόβλημα στα ΜΜΕ έχει να κάνει με την ιδιοκτησία. Εφημερίδες, ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί αλλά και ιστοσελίδες έγιναν παραρτήματα ευρύτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Χρησιμοποιούνται απροσχημάτιστα για την εξυπηρέτηση αυτών των δραστηριοτήτων. Το λιγότερο που λαμβάνεται υπόψη είναι η ελευθερία του δημοσιογράφου, η ενημέρωση και η αλήθεια» προσθέτει.
Τα παραδείγματα της Ελ. Ακρίτα και της Δήμ. Κρουστάλλη δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά. Μόλις την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστή η λήξη της συνεργασίας του Πάνου Χαρίτου με τη δημόσια τηλεόραση. Το γεγονός γνωστοποίησε ο ίδιος μέσω του λογαριασμού του στο Τwitter εξηγώντας ότι την προσεχή Δευτέρα θα μεταδοθεί το τελευταίο επεισόδιο της εκπομπής του «Roads» καθώς η ΕΡΤ αποφάσισε τη διακοπή της. Η δημόσια τηλεόραση έχει ωστόσο και ιστορικό προηγούμενο. Τον περασμένο Μάρτιο διακόπηκε ξαφνικά η εκπομπή «ΣΥΝ» της ΕΡΤ3, συμπτωματικά ίσως κατόπιν παραπόνων του υφυπουργού Αθλητισμού Λευτέρη Αυγενάκη στην παρουσιάστρια Σύνθια Σάπικα εξαιτίας ερώτησης που του είχε υποβάλει για την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού και την πρότασή της για υποβιβασμό του ΠΑΟΚ. Ο Λ. Αυγενάκης εμφανώς εκνευρισμένος είχε τότε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για την εν λόγω ερώτηση διότι όπως δήλωσε δεν είχε προηγηθεί… σχετική συνεννόηση, ενώ η δημοσιογράφος ανακοίνωσε τη διακοπή της εκπομπής της με απόφαση της διοίκησης της ΕΡΤ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στην κορυφή των προτιμήσεων του τηλεοπτικού κοινού.
Υπουργοί και Μαξίμου σε ρόλο αρχισυντάκτη
Ο εξαναγκασμός δημοσιογράφων σε παραίτηση και η ξαφνική διακοπή εκπομπών αποτελούν μόνο το ένα σκέλος των παρεμβάσεων. Στην πραγματικότητα υπουργοί του Κυρ. Μητσοτάκη και το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίζουν ροπή προς την υπαγόρευση ειδήσεων οι οποίες εξυπηρετούν το πολιτικό τους αφήγημα. Ενδεικτικές του γεγονότος αυτού είναι οι προ μηνών οδηγίες της κυβέρνησης προς φιλικά διακείμενα προς αυτή μέσα ενημέρωσης, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν αυτούσιες από τις ιστοσελίδες protothema.gr και liberal.gr. Το Μαξίμου ζητούσε τότε να δοθεί έμφαση στη στήριξη του επικεφαλής της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Σωτήρη Τσιόδρα έναντι επιθέσεων από τον Αλ. Τσίπρα. Το αίτημα, το οποίο συμπεριλαμβανόταν σε non paper και διέλαθε την προσοχή των συντακτών με αποτέλεσμα να δημοσιοποιηθεί αυτούσιο, ήταν διατυπωμένο ως εξής: «πέραν των προφανών ειδήσεων δίνουμε μεγάλη έμφαση στην στήριξη του Τσιόδρα έναντι των επιθέσεων από τον Τσίπρα. Δίνουμε ξεχωριστή έμφαση σε αυτό διότι την ώρα της μεγάλης συστράτευσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη το γεγονός ότι επιλέγουν να στοχοποιούν τους επιστήμονες και ο Τσίπρας στοχοποιεί τον Τσιόδρα είναι απαράδεκτο».
Το φαινόμενο του παρεμβατισμού γίνεται εντονότερο στην τηλεόραση. Προεξάρχοντος του Αδωνη Γεωργιάδη, υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη προβαίνουν σε παρατηρήσεις στους δημοσιογράφους για τον τρόπο με τον οποίο ασκούν το επάγγελμά τους. Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων όμως συχνά ξεπερνά τα όρια. Με οργίλο ύφος για παράδειγμα χαρακτήρισε λανθασμένη την άποψη της Ολγας Τρέμη και άλλων δημοσιογράφων στην ΕΡΤ όταν του επισήμαναν ότι δεν ενισχύεται η μεσαία τάξη από τα μέτρα της κυβέρνησης, ενώ όταν προ μηνών οι «Πρωινοί Τύποι» του Αντ1 παρουσίασαν τα αιτήματα των μαθητών που στις αρχές του φθινοπώρου είχαν προχωρήσει σε καταλήψεις επειδή μεταξύ άλλων συγχρωτίζονταν στις σχολικές αίθουσες εν μέσω πανδημίας, ο Αδ. Γεωργιάδης τους έψεξε αποκαλώντας όσα είχαν πει «ντροπιαστικά».
Πιο πρόσφατα, κατηγόρησε την παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του Mega Ράνια Τζίμα και τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργάζεται ότι φέρουν ευθύνη για τη δήθεν διαστρέβλωση όσων ο ίδιος είχε πει αναφορικά με το πρόβλημα που δημιούργησε στη διαχείριση της πανδημίας το άνοιγμα του τουρισμού. «Ο κάθε δημοσιογράφος που ξέρει να κάνει τη δουλειά του γνωρίζει ότι εγώ δεν είπα τίποτα για τον τουρισμό» σημείωσε ειρωνικά ο υπουργός, προσθέτοντας ότι δέχτηκε επίθεση κατ’ απαράδεκτο τρόπο. Αντίστοιχη, αν όχι χυδαιότερ, συμπεριφορά είχε και απέναντι στον Νίκο Ευαγγελάτο όταν τον ρώτησε με νόημα αν θα είχε την ίδια επικριτική διάθεση στην τηλεόραση σε περίπτωση που την επόμενη ημέρα η ιστοσελίδα του newsit. gr και το Mega στο οποίο εργάζεται έμεναν χωρίς καμία διαφήμιση. Την περασμένη εβδομάδα τέλος, πάλι απέναντι στον Ν. Ευαγγελάτο, ο Αδ. Γεωργιάδης προειδοποίησε ότι θα επιβάλει κυρώσεις σε όποιο εμπορικό κατάστημα καταγράφουν οι κάμερες να μην τηρεί κατά γράμμα τα μέτρα. Στην ερώτηση του παρουσιαστή αν ο υπουργός θα επιλύει και άλλα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει στην εκπομπή του, ο Αδ. Γεωργιάδης απάντησε ότι δεν είναι δική του αρμοδιότητα!
Κατά τον Γ. Λακόπουλο «οι δημοσιογράφοι δεν είναι άμοιροι ευθυνών». Οπως λέει στο Documento, «δεν διεκδίκησαν ως κλάδος την κατοχύρωση της αυτονομίας τους – όπως σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ. Ακόμη και όταν κατέχουν διευθυντικές θέσεις δεν αρνούνται σε καμία κυβέρνηση και σε κανένα σύστημα εξουσία να θυσιάσουν ένα ρεπορτάζ ή έναν συντάκτη τους». «Η λογοκρισία που συνήθως “προστατεύεται” από την αυτολογοκρισία» συνεχίζει «είναι σύμπτωμα της διαπλοκής στο τρίγωνο: ΜΜΕ – πολιτική εξουσία – χρήμα. Η αλληλεξάρτηση κυβερνήσεων και επιχειρηματιών με ιδιοκτήτες ΜΜΕ επιτρέπει στον έναν εταίρο αυτής της ανάρμοστη σχέσης να έχει αξιώσεις από τον άλλο». «Η ενημέρωση είναι το πρώτο θύμα. Οι δημοσιογράφοι –όσοι έχουν επαγγελματική συνείδηση και ενδιαφέρονται για την ανεξαρτησία τους– πληρώνουν την απροθυμία τους να συσπειρωθούν σε ένα ισχυρό επαγγελματικό σωματείο που θα διασφάλιζε όρους ελευθερίας στη δουλειά τους» καταλήγει.
Ισως τελικά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, στην 23η θέση μεταξύ των 26 χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς την ελευθερία του Τύπου, πάνω μόνο από τη Μάλτα, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, να μην είναι τυχαίο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 23η θέση μεταξύ των 26 χωρών της ΕΕ ως προς την ελευθερία του Τύπου, πάνω μόνο από τη Μάλτα, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία