Οι πρόσφατες έγγραφες οδηγίες του γενικού γραμματέα του ΥΠΠΟΑ σχετικά με τη δημοσιοποίηση στον τύπο και στα ΜΜΕ πληροφοριών για τις δράσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνιστούν μια ιδιότυπη μορφή λογοκρισίας, υπηρεσιακής και επιστημονικής. Δεν πρόκειται για μια απλή επίδειξη αυταρχισμού ή συγκεντρωτισμού, αλλά έχει συγκεκριμένη στόχευση, να αποκόψει την Αρχαιολογική Υπηρεσία από τη σχέση της με την κοινωνία, σε μια πορεία απαξίωσης και τεμαχισμού της ενιαίας προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, που τόσο «ενοχλητική» έχει καταστεί για πολιτευτές και «επενδυτές».
Γράφει η Δέσποινα Κουτσούμπα,
αρχαιολόγος και πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Τι προβλέπουν αυτές; Προβλέπουν ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα το οποίο οδηγεί στο εξής παράδοξο: για να ανακοινωθεί στην ιστοσελίδα ενός μουσείου ή να σταλεί στις εφημερίδες μια ανακοίνωση για κάποια προγραμματισμένη εκδήλωση σε ένα μουσείο, θα πρέπει να έχει προηγηθεί ενημέρωση και έγκριση των κεντρικών υπηρεσιών και –κατά περίπτωση– και του γραφείου Τύπου της υπουργού! Μιλάμε για δράσεις προγραμματισμένες και εγκεκριμένες: η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι μια δημόσια Υπηρεσία. Οι δράσεις της, οι περιοδικές εκθέσεις, οι εκδηλώσεις, οι μέρες που οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία είναι δωρεάν για το κοινό, οι επανεκθέσεις, οι ανασκαφές είναι όλες δράσεις που κατατίθενται και εγκρίνονται εκ των προτέρων από το υπουργείο, όπως γίνεται σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Η ιδιαιτερότητα που έχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία σε σχέση με τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες είναι ότι έχει και δράσεις που απευθύνονται στο κοινό. Στη δημοσιοποίηση αυτών των δράσεων στο κοινό, μέσω ανακοινώσεων στον τύπο, μέσω αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, σε αυτά προσπαθεί να βάλει φραγμό η νέα πολιτική ηγεσία.
Ακούγεται παράλογο – και φαινομενικά είναι. Καταρχάς είναι παράλογο με όρους «τεχνοκρατικούς», για να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο το λεξιλόγιο που προτιμά και η ΝΔ. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη σελίδα ενός αρχαιολογικού μουσείου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τέτοιες σελίδες χρειάζονται χρόνια για να «χτίσουν» τοι κοινό τους, κι αυτό το κοινό (τα likes δηλαδή) ισοδυναμεί με μια άυλη «περιουσία» για το μουσείο: αποκτά κοινό για τις εκδηλώσεις, προσελκύει νέο κοινό στις περιοδικές εκθέσεις, συνομιλεί με δυνάμει επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Το να θέλεις να σταματήσεις τη χρήση ενός τέτοιου εργαλείου, το να θες ένα μουσείο να συνομιλεί με το κοινό του μόνο μέσω εγγράφων με αριθμό πρωτοκόλλου στην εποχή της πληροφορίας είναι απλώς αδιανόητο. Το να αποθαρρύνεις επιστήμονες να μιλάνε ελεύθερα στην κοινωνία, σε μια εποχή που ο σκοταδισμός και οι ακραία αντιεπιστημονικές απόψεις διευρύνουν καθημερινά το κοινό του φασισμού, είναι όχι μόνο άτοπο αλλά και επικίνδυνο. Εκτός αν έχεις άλλες στοχεύσεις. Κι εδώ ακριβώς είναι το θέμα μας.
Δεν χρειάζεται καν να υποθέσουμε τις στοχεύσεις, τις γνωρίζουμε ήδη: οι έγγραφες οδηγίες του νυν γγ του ΥΠΠΟΑ είναι αντιγραφή των ίδιων οδηγιών που ήρθαν στις υπηρεσίες (και μετά την κατακραυγή πάρθηκαν πίσω) το 2014, μετά το απόλυτα τραυματικό καλοκαίρι του 2014. Τότε ζήσαμε –για πρώτη φορά– την πρωτοφανή εργαλειοποίηση μιας ανασκαφής, αυτής της Αμφίπολης, και ενός μνημείου, που έγινε οργανικό μέρος σε μια απέλπιδα προσπάθεια ενός κόμματος κι ενός πρωθυπουργού να… επανεκλεγεί! Οχι μόνο μετατρέποντας μια ανασκαφή σε επικοινωνιακό θέαμα, καταργώντας κάθε επιστημονική δεοντολογία, αλλά επιπλέον δίνοντας επίσημα και στοχευμένα «τροφή» σε κάθε ακροδεξιά, συνωμοσιολογική, ανιστορική και αντιεπιστημονική προσέγγιση των αρχαιοτήτων, με ενορχήστρωση από την ίδια την τότε πολιτική ηγεσία και πρωταγωνίστριες τη Λίνα Μενδώνη και την Αννα Παναγιωταρέα!
Λογοκρισία δεν μπορούν να επιβάλλουν: δεν έχουν ούτε νομικό ούτε άλλο έρεισμα. Μπορούν όμως να επιβάλουν τον φόβο, που οδηγεί στην προληπτική αυτολογοκρισία των επιστημόνων. Πόσοι τολμούσαν την εποχή της Αμφίπολης να μιλήσουν για την επιστημονική δεοντολογία, όταν υπήρχε μια στρατιά από εφημερίδες, κανάλια και ανώνυμα site στο διαδίκτυο που θα τους κατηγορούσαν ως «ανθέλληνες»; Οι επιστήμονες είτε έπρεπε να υμνούν το success story της Αμφίπολης είτε έπρεπε τις αντιρρήσεις τους να τις συζητούν όχι στην κοινωνία, αλλά εντός της επιστημονικής κοινότητας αυστηρά, για να μη γίνουν βορά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Η νέα πολιτική ηγεσία όντως θέλει να διακόψει με όποιο τρόπο μπορεί την απευθείας σχέση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με την κοινωνία. Οχι μόνο για να παρουσιάζονται οι δράσεις που γίνονται από τους ίδιους τους επιστήμονες της υπηρεσίας ως δράσεις «με εντολή υπουργού», αλλά και γιατί θέλει να ιδιωτικοποιήσει τις λειτουργίες της. Κι ότι οδεύει για ιδιωτικοποίηση, σύμφωνα με την πεπατημένη των νεοφιλελεύθερων, πρώτα απαξιώνεται και λοιδορείται. Ηδη έχει εξαγγείλει τη μετατροπή των μεγάλων δημόσιων μουσείων σε νομικά πρόσωπα (που σημαίνει με ΔΣ διορισμένα από την κυβέρνηση), διανθίζοντας την επιχειρηματολογία της με μια σειρά από ψέματα: ότι τα δημόσια μουσεία δεν έχουν αρκετές δράσεις, δεν έχουν επικοινωνιακή πολιτική κ.λπ.
Με το ξεκίνημα της κρίσης, το 2008, τις περικοπές στον δημόσιο τομέα λόγω των μνημονίων και τη νέα στροφή στην ανάπτυξη μέσω των κατασκευών και του τουρισμού, που χαρακτηρίζει τις δημόσιες πολιτικές εντός της κρίσης, το ερώτημα τέθηκε ξανά και τέθηκε έντονα: χρειαζόμαστε τόσες αρχαιότητες; Και δια αυτού: χρειαζόμαστε τη δημόσια Αρχαιολογική Υπηρεσία ως έχει; Η απάντηση δεν ήταν πια και τόσο δεδομένη. Στα χρόνια της κρίσης, η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, πλάι στους αγώνες για να γλιτώσει την προστασία των μνημείων από τις περικοπές, πλάι στους αγώνες για να κρατήσει τα προσωπικό της, έδωσε και μια μάχη εξωστρέφειας και κοινωνικής χρησιμότητας. Σε μεγάλο βαθμό η μάχη αυτή κερδήθηκε, με συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα και τους αγώνες σε πολλά μέρη της Ελλάδας, με επίκαιρες περιοδικές εκθέσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα (π.χ. για τη μετανάστευση), με εκθέσεις σύγχρονης τέχνης σε αρχαιολογικούς χώρους, με λειτουργία των μουσείων ως κέντρων πολιτισμού για ευρύτερες κοινωνικές ομάδας, με εκπαιδευτικά προγράμματα για κοινωνικά αδύναμους και αποκλεισμένους, με προσπάθεια να εκλαϊκεύσει τα πορίσματα της αρχαιολογικής επιστήμης για να απαντήσει στον σκοταδισμό και τον φασισμό. Αυτός είναι ο δρόμος για να συνεχίσουμε, κόντρα σε κάθε εμπόδιο που θα προσπαθήσει να θέσει η κυβέρνηση της ΝΔ.