«Φιλαράκια»: Οι φανταστικοί φίλοι μας

«Φιλαράκια»: Οι φανταστικοί φίλοι μας
Τα «Φιλαράκια» είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή τηλεοπτική σειρά αφού εξελίχθηκαν και σε ένα φαινόμενο που καθόρισε την ποπ κουλτούρα

Για την τηλεοπτική σειρά-ποπ φαινόμενο και το κύμα πένθους στα κοινωνικά δίκτυα με τον θάνατο του «Τσάντλερ» γράφουν η διδάσκουσα Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη και ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος.

Και ξαφνικά το προηγούμενο Σάββατο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλημμύρισαν με αποχαιρετισμούς και συναισθηματικές νεκρολογίες. Ο θάνατος του Μάθιου Πέρι, του Τσάντλερ δηλαδή, πυροδότησε ένα τεράστιο κύμα λύπης και πένθους για έναν τηλεοπτικό ήρωα που συμπαθήσαμε πολύ, μέλος μιας σειράς και τελικά μιας παρέας που αγαπήθηκε ακόμη περισσότερο. Γιατί τα «Φιλαράκια» κατάφεραν να περάσουν σύνορα και γεωγραφικούς περιορισμούς εδώ και τρεις δεκαετίες, να αγγίξουν όχι μόνο το αμερικανικό κοινό (αυτό δεν ήταν δύσκολο άλλωστε) αλλά και το ευρωπαϊκό. Στη χώρα μας δε έχουν ακόμη φανατικούς θαυμαστές. Μάλλον τα «Φιλαράκια» λειτούργησαν στο μυαλό πολλών από εμάς ως ένα είδος αρχετυπικής φιλίας. Ποιος δεν θα ήθελε να είναι μέλος αυτής της ιδιοσυγκρασιακής παρέας με εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες που σε κάθε δυσκολία, σε κάθε λύπη ή χαρά τραγουδούσαν ο ένας στον άλλο «I’ll be there for you»; Εκτός πάντως από τα εκατομμύρια δολάρια που έφερε αυτό το sitcom στο κανάλι αλλά και στις τσέπες των πρωταγωνιστών, τα «Φιλαράκια» εξελίχθηκαν και σε ένα τεράστιο brand name, ένα φαινόμενο που καθόρισε την ποπ κουλτούρα. Τους λόγους μάς τους εξηγούν η ερευνήτρια τεκμηρίωσης Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη με μεγάλη πείρα σε ανάλογες μελέτες και ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος, που ανήκει στη γενιά που μεγάλωσε με τα «Φιλαράκια».

Γεράσιμος Ευαγγελάτος: Η χαμένη GenX στην άλλη άκρη του Ατλαντικού

Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος είναι στιχουργός

Από τον τρόπο που επέλεξαν να βαφτίζουν κάθε επεισόδιο οι δημιουργοί των «Friends» φάνηκε πως είχαν αποφασίσει συνειδητά να παίξουν μπάλα στο γήπεδο της απενοχοποιημένης οικειότητας: «The one with…». Αμέτρητες ιστορίες, συνηθισμένες ή σουρεαλιστικές, σε βάθος δεκαετίας, όπως ακριβώς θα επέλεγες να αφηγηθείς μια ιστορία στην παρέα σου με την αίσθηση του χτισίματος μιας κοινής εμπειρίας, ενός κοινού βιώματος, μιας κοινής ζωής. Αυτή η ασφαλής ζώνη μιας μοιρασμένης καθημερινότητας αποτελούνταν από δύο διαμερίσματα, ένα διάδρομο κι ένα στέκι όπως αυτά όπου συνηθίζαμε να καταστρώνουμε τα σχέδια της ελεγχόμενα ανεύθυνης εξόρμησης στον κόσμο των μεγάλων με τους δικούς μας φίλους στα φοιτητικά –οι πιο τυχεροί και στα επόμενα– χρόνια της ζωής μας. Κι αυτή η καθημερινότητα έφτανε και με το παραπάνω για να πλοηγηθεί κανείς στα μικρά ή τα μεγάλα προβλήματα της φρέσκιας ενήλικης ταυτότητας. Ισως αυτός είναι ο λόγος που δεν με εξέπληξε ο χείμαρρος συγκίνησης από κάθε κατεύθυνση που συνόδεψε τον θάνατο του Μάθιου Πέρι· γιατί συντονίστηκε με μια καθολική ακόρεστη ανάγκη για οικεία φροντίδα μιας παρατεταμένης millennial μετεφηβείας. Στο σύμπαν των «Friends» κανένας κίνδυνος δεν ήταν απειλητικός, κανένα πρόβλημα δεν ήταν απροσπέλαστο, καμιά ανάγκη δεν έμενε ακάλυπτη, κανένας χωρισμός δεν ήταν μόνιμος. Στο σύμπαν των «Friends» αρκούσε να κάνεις ένα αυτοσαρκαστικό λογοπαίγνιο για να λυθεί κάθε παρεξήγηση, αρκούσε να σταθείς στη μέση του δωματίου με ανοιχτά τα χέρια για να πέσουν καταπάνω σου πέντε ιαματικές αγκαλιές. Σε ποιο άλλο πολύχρωμο πεδίο άραγε μπορούσαν ένας loser «transponster», ένας σπασίκλας παλαιοντολόγος, μια νευρωτική σεφ, ένας ελαφρόμυαλος άνεργος ηθοποιός, μια αλαφροΐσκιωτη μασέζ και μια κακομαθημένη σερβιτόρα να βρουν κοινό τόπο σε ένα safe space αποδοχής, κατανόησης κι αγάπης χωρίς να αναγκαστούν να θυσιάσουν τίποτε από τη χαριτωμένη μοναδικότητά τους στον βωμό της αδηφάγας επιβίωσης στη Μέκκα του καπιταλισμού; Ποια άλλη συνθήκη θα επέτρεπε στα βυθισμένα σαββατοκυριακάτικα μεσημέρια στο πατρικό μας σπίτι σε οποιαδήποτε γωνία του πλανήτη να ονειρευόμαστε μια έξοδο σε έναν κόσμο όπου θα μπορούσαμε να είμαστε ο εαυτός μας χωρίς αγωνίες, χωρίς οικονομική ανασφάλεια, χωρίς τραυματικές υποχωρήσεις, με μοναδικές αποσκευές τα όνειρα, τις επιθυμίες μας, την όρεξη για ζωή και μια χούφτα φίλους καρδιάς; Καμία. Κι όμως, όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, επί μια δεκαετία αυτή η τηλεοπτική συνθήκη ήταν ο κοινός τόπος που ενηλικίωσε με τρυφερότητα την πιο ύπουλα τραυματισμένη μεταπολεμική γενιά κι αυτό είναι κάτι που ο καθένας από μας στο άκουσμα του θανάτου ενός από τα μέλη αυτής της παρέας το ψηλάφησε στο στήθος του. Σαν κάποιος εντελώς ξαφνικά να μας τράβηξε από το μανίκι για να μεγαλώσουμε απότομα.

Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη: Αχρονική και νοσταλγική τηλεοπτική αφήγηση

Η Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη είναι διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο / ερευνήτρια τεκμηρίωσης

Ο νεοϋορκέζικος (και συχνά κλειστοφοβικός λόγω των γυρισμάτων σε στούντιο) κόσμος της Ρέιτσελ, της Φοίβης, της Μόνικα, του Ρος, του Τσάντλερ και του Τζόι ή αλλιώς των «Friends» (NBC, 19942004) έχει πλέον καταστεί σε διαφορετικά εθνικά ακροατήρια εκτός ΗΠΑ ένα υποδειγματικό τηλεοπτικό αφήγημα. Συγχρόνως, οι βασικοί χαρακτήρες του εν λόγω sitcom (κωμωδία καταστάσεων), αναγνωρίσιμοι, ζηλευτοί και εξαιρετικά δημοφιλείς, έχουν έως σήμερα ψυχαγωγήσει τηλεθεατές με διαφορετικά δημογραφικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά.

Πίσω από τη μακροβιότητα των «Friends» διαπιστώνεται μια ιδιότυπη δημοτικότητα, αφού η τηλεοπτική σειρά είναι σίγουρα υπολογίσιμο και αναγνωρίσιμο πολιτιστικό προϊόν της εξαγόμενης αμερικανικής ποπ κουλτούρας, ενώ φράσεις, καταστάσεις, μέχρι και ο λογότυπος της σειράς είναι κατά πολύ κοινή πολιτιστική παρακαταθήκη και για τις επόμενες (και καλύτερα γαλουχημένες στη θέαση σειρών από την τηλεόραση ή ποικίλες πλατφόρμες) γενιές. Ωστόσο τα «Φιλαράκια», που επανήλθαν στη διεθνή επικαιρότητα –τουλάχιστον μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα γράφτηκαν αμέτρητες νεκρολογίες με αφορμή τον θάνατο του Μάθιου Πέρι–, παραμένουν εξαιρετικά αγαπητά για λόγους που συνδέονται κυρίως με την ανάπτυξη των χαρακτήρων αλλά και με μια ιδιόμορφη νοσταλγία για ένα φαντασιακό και πιο απλό παρελθόν.

Σε ό,τι αφορά τα έξι «Φιλαράκια», είναι ενδιαφέρον ότι η σκιαγράφησή τους παρουσιάζεται εξελικτικά και οι αλλαγές που τα αφορούν εκδηλώνονται συν τω χρόνω. Εξαιτίας της αφηγηματικής διαφάνειας που χαρακτηρίζει ένα ικανό ποσοστό των αμερικανικών οπτικοακουστικών προϊόντων, η απεύθυνση της τηλεοπτικής σειράς δεν περιορίζεται σε ένα πεπερασμένο ή μοναδικό τηλεοπτικό κοινό.

Τουναντίον, αρκετοί τηλεθεατές-φανατικοί οπαδοί τους ένιωθαν έως ένα βαθμό ότι όσα ζουν ή συμβαίνουν στους έξι ήρωες έχουν συμβεί ή θα μπορούσαν να συμβούν και σε εκείνους. Στο πλαίσιο της ταύτισης με μιντιακούς χαρακτήρες, οι τηλεθεατές ταυτίζονται με τα «Φιλαράκια», εξοικειώνονται με τις ρουτίνες τους και αντιλαμβάνονται τη ρεαλιστική σύμβαση σαν ακόμη μια δυνατότητα ή και παράδειγμα για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους.

Ωστόσο αυτή η αριστοτεχνικά κατασκευασμένη αληθοφάνεια που επιλέγουν να διαβάζουν οι θεατές θα μπορούσε ενδεχομένως να απηχεί μια φυγή από το «εδώ και τώρα» και την καταβύθιση σε μια εξιδανικευμένη, αχρονική και σχετικά σταθερή κοινωνία, μέσα στην οποία όλα συμβαίνουν για να ικανοποιήσουν, ίσως και εγωιστικά, τις απαιτήσεις των ίδιων χαρακτήρων.

Οι θεατές της σειράς, που είναι σε θέση να ταυτίζονται και να φαντασιώνονται, μπορούν παράλληλα να νοσταλγούν από σεζόν σε σεζόν και από δεκαετία σε δεκαετία όλα όσα ενδεχομένως να έχουν αλλάξει για εκείνους όμως για το πλατό των «Friends» παραμένουν αναλλοίωτα.

Ισως πιο βαθιά να θρηνούν για την πραγματική και σχεδόν αιώνια φιλία, η οποία εξόχως εξιδανικεύεται στη σειρά, για τις υπέροχες επαγγελματικές προοπτικές που προσφέρει η Νέα Υόρκη, για τη δυνατότητα συγκατοίκησης με όρους διαφορετικούς από εκείνους που επιβάλλει η ανάγκη – ειδικά μετά την άφιξη της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για ένα παράλληλο φαντασιακό σύμπαν, το οποίο ίσως υπόρρητα μας φέρνει αντιμέτωπους με τα αιώνια ερωτήματα που συνδέονται με την ίδια την ανθρώπινη φύση.

Ανεξαρτήτως σεζόν και παρόλο που η εξωτερική πραγματικότητα παρουσιάζεται αδυσώπητη (βλ. π.χ. τον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι σεναριογράφοι το τραγικό περιστατικό της 11/9), οι θεατές επιλέγουν τα «Φιλαράκια» για να αναγνώσουν μια ζωή με τις ελάχιστες δυνατές αγωνίες της και να αναζητήσουν, σαν μια άλλη υπεραναπλήρωση, ό,τι τους λείπει στην καθημερινότητά τους. Και παρόλο που η τοπική πρόσληψη των τηλεοπτικών σειρών μπορεί να αποκαλύψει ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες ή ασυνέχειες με κυρίαρχα μηνύματα, όπως διατυπώνονται και προβάλλονται από τον εκάστοτε σεναριογράφο, το μόνο σίγουρο, ακόμη και για μένα που θεωρούσα αναληθοφανή τα όσα συνέβαιναν στο πλατό, που εκ περιτροπής σε μετέφερε σε ένα διαμέρισμα ή καφέ, είναι ότι θα συνεχίσουν να απασχολούν ακαδημαϊκούς και τηλεθεατές για δεκαετίες ακόμη.

Γιατί τα «Φιλαράκια» δεν θα μπορούσαν παρά να είναι οι δικοί τους κολλητοί σε κάθε bingewatching αλλά και η χαμένη GenX στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και θα επιστρέφουν σε αυτά σε κάθε δύσκολη στιγμή, είτε λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη είτε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας.

Documento Newsletter