«Φεύγω, θα αργήσω πολύ να ξανάρθω…»

«Φεύγω, θα αργήσω πολύ να ξανάρθω…»

Ο ευγενής και αγαθός γίγαντας που τίμησε τον τόπο του όσο λίγοι φόρεσε το δάφνινο στεφάνι του και αποχώρησε διακριτικά από την παλαίστρα της ζωής

Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης ένωσε την Ελλάδα ως αθλητής και την ένωσε ακόμα περισσότερο με το φευγιό του. «Αφού το διαβάζετε αυτό, έχω φύγει για κάπου καλύτερα», έγραψε στην ανάρτηση που ετοίμαζε κάποια σκοτεινή νύχτα, που ένιωθε ακόμη δυνατός. «Ή και για το πουθενά». Δύο μέρες μετά τον θάνατό του, τα χέρια τρέμουν ακόμη. Μόνο τα δικά του έμειναν σταθερά μέχρι το τέλος.

«Τελευταία επιθυμία μου είναι, τα δύο μου Ολυμπιακά μετάλλια, να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν, στις πανανθρώπινες αξίες. Να προσφέρουν ελπίδα μέσα από όσα κατάφερα στη ζωή μου, τα όμορφα και τα άσχημα. Να βγουν σε δημοπρασία και το ποσό που θα συγκεντρωθεί να δοθεί σε δομές για τα παιδιά που θα επιλέξει η οικογένειά μου. Αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι, κάθε κάταγμα στα πόδια μου. Αυτό είναι το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην κοινωνία, αυτή είναι η κληρονομιά που θέλω να μείνει στα παιδιά μου».

Στα τυχερά παιδιά, που είχαν αυτόν τον άνθρωπο για πατέρα. Στα άτυχα παιδιά, που δεν πρόφτασαν να μεγαλώσουν δίπλα του…

Τον πλησίασα για πρώτη φορά στα τέλη του 2017, όταν αναζητούσα ομιλητές με άποψη και στιβαρό δημόσιο λόγο για την παρουσίαση ενός βιβλίου μου στη Θεσσαλονίκη. «Σε αγαπάει ο κόσμος και σε θέλω δίπλα μου», του είπα. Ο ευγενής Αλέξανδρος ήταν πρόθυμος να μιλήσει για το βιβλίο ενός ανθρώπου που δεν είχε συναντήσει ποτέ εκτός γηπέδων, αλλά λιγότερο πρόθυμος να δώσει τη συνέντευξη που του ζήτησα παράλληλα για το Documento. «Μα, ποιος θέλει να διαβάσει τα λόγια ενός παλαίμαχου αθλητή;»

Άλλαξε γνώμη, όταν του εξήγησα ότι σπανίζουν οι άφθαρτοι άνθρωποι με καθαρό βλέμμα και διαυγή σκέψη. «Ο Ολυμπιονίκης είναι ένας γίγαντας της κοινωνίας», του είπα. Το γιγάντιο ανάστημα του Αλέξανδρου Νικολαΐδη δεν θα το αμφισβητήσει ποτέ κανένας.

Μίλησε, τότε, για όλους και για όλα. Για τους αγώνες τα ζωής του. Για τη βασανιστική καθημερινότητα σε μία Θεσσαλονίκη που τρώγεται με τα ρούχα της. Για το χρέος του ανήσυχου πολίτη. Για την απέχθειά του προς τον νεοφασισμό. Για τους συναθλητές που του συμπαραστάθηκαν στα δύσκολα (τον Ιωάννη, το Βαλέριο) και για αυτούς που εξαφανίστηκαν μόλις τέλειωσαν τα εύκολα και έφυγαν οι κάμερες.

Τότε, βέβαια, δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι είδους δοκιμασία του επιφύλασσε η μοίρα. Έλεγε «δύσκολα» και εννοούσε το σπασμένο πόδι του το 2000 στο Σίντνεϊ. «Να έχουμε τουλάχιστον την υγεία μας, για να χαρούμε την οικογένειά μας», έλεγε συχνά. Ο Αλέξανδρος έζησε παραπάνω από όσο του έδιναν οι γιατροί, όχι από κάποιο έμφυτο ένστικτο αυτοσυντήρησης, αλλά για να προλάβει να τον γνωρίσει η κόρη του. Η μικρούλα Ελεάννα ήταν μόλις 3,5 ετών όταν ο πατέρας της αρρώστησε. Τώρα που μεγάλωσε λίγο, θα έχει την εικόνα του στο μυαλό της. «Έστω, θολή», έγραψε ο Αλέξανδρος στο συγκινητικό κατευόδιό του. Θολή, όπως οι τελευταίοι μήνες της ζωής του. Καθάρια, όπως ο χαρακτήρας του.

«Φίλοι μου, σε αυτή τη ζωή που είμαστε όλοι περαστικοί, μεγαλύτερη σημασία έχει τι αποτύπωμα θα έχουμε αφήσει, και όχι πώς ή πότε θα φύγουμε…».

Όταν η συνέντευξη δημοσιεύτηκε, με τίτλο «Ο Έλληνας δεν έκλεισε τα σύνορα», ο Αλέξανδρος ένιωσε σαν να άναψε ένα φως μέσα στο κεφάλι του. «Σε ευχαριστώ πολύ, που μου ανοίξατε παράθυρο στην κοινωνία», μου έγραψε. «Με κάνατε να καταλάβω ότι έχω να πω πράγματα και οφείλω να μιλάω. Ότι απαγορεύεται να μένει κάποιος απαθής ή να έχει στο στόμα του κλειστό».

Λίγο καιρό αργότερα, τον καλέσαμε να έρθει από τη Θεσσαλονίκη για να μιλήσει στο συνέδριο που οργάνωσε το Documento, με θέμα την άνοδο της ακροδεξιάς. Είχε τρακ, αλλά του άρεσε. Εκείνο το βράδυ, τον πλησίασαν οι άνθρωποι του ΣυΡιζΑ. «Σε ευχαριστώ και πάλι, σε εσάς το χρωστάω», μου είπε όταν δέχθηκε το τηλεφώνημα του Αλέξη Τσίπρα, για να κατεβεί ως υποψήφιος ευρωβουλευτής. Δέχθηκε συγκινημένος και αργότερα έγινε αναπληρωτής εκπρόσωπος του κόμματος.

Ο Αλέξανδρος δεν ήταν παιδί του κομματικού σωλήνα ούτε ορκιζόταν σε λάβαρα. Τον ένοιαζε μόνο το εθνόσημο, που τόσο τίμησε. «Μικρός έπαιρνα τη στολή της Εθνικής ομάδας, που φορούσε ο πατέρας μου, τη φορούσα και καμάρωνα μπροστά στον καθρέφτη», έλεγε.

Τις καυτές μέρες των διαδηλώσεων για τις Πρέσπες, ήταν από τους λίγους επώνυμους Μακεδόνες που τόλμησαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από το χάος της τυφλής διαμαρτυρίας. Οι φανατικοί του είχαν στήσει καρτέρι, με ύβρεις και αυγά, σε κάποια «προεκλογική» ομιλία στη Βέροια. Ο ίδιος πικράθηκε αλλά δεν πτοήθηκε. Τα «πιστεύω» του ήταν αδιαπραγμάτευτα και στέρεα. Διότι, όπως σημείωσε τη μέρα που μας αποχαιρέτησε, «η Αριστερά είναι πράξη ζωής…».

«Αν ήταν να γίνει κάτι, έπρεπε να γίνει όταν έριχναν την καυτή πατάτα ο ένας στον άλλο», έλεγε για το Μακεδονικό. «Τώρα πια, όλοι γνωρίζουν τη FYROM ως “Ματσεντόνια”. Η ζημιά έχει γίνει. Η σημερινή συμφωνία είναι το περισσότερο που μπορούμε να κερδίσουμε. Να διακοπεί ο αλυτρωτισμός, να κατεβούν τα αγάλματα, να μας επιστραφεί το κομμάτι της ιστορίας που μας αναλογεί. Για τον βορειοελλαδίτη, είναι πολύ σημαντική η εθνική ταυτότητα. Στη Φλώρινα, από όπου κατάγεται ο πατέρας μου, άκουγα από μικρός πολλούς να μιλούν τη “μακεντόνσκα” γλώσσα, όπως την έλεγαν. Σε αυτό το παιχνίδι χάνουμε με 0-1, οπότε παίζουμε για την ισοπαλία…».

Ο Αλέξανδρος δεν έπαιζε ποτέ για την ισοπαλία. Την ήττα του στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα την έφερε βαρέως, επειδή ήταν το πρώτο νοκ-άουτ της ζωής του και έγινε μπροστά σε 9.000 συμπατριώτες του. «Επί μία εβδομάδα μετά, έβλεπα εφιάλτες. Σκεφτόμουν τον απλό φίλαθλο, που ήρθε να με δει να κερδίζω το χρυσό μετάλλιο και με είδε πεσμένο χάμω. “Έλα μωρέ, τον πατάτα”, θα είπαν πολλοί. Προτιμώ να βλέπω σε βίντεο τον αγώνα του Σίντνεϊ, όπου έσπασα το πόδι μου, παρά τον τελικό της Αθήνας…».

Ήμουν παρών στο Σίντνεϊ το 2000 και ακούω ακόμη στα αυτιά μου την κραυγή απελπισίας που μας τρύπησε την ψυχή. «Το έσπασα! Έσπασε! Μάναααα!» Ήμουν και στην Αθήνα, στο Τάεκβοντο, και θυμάμαι καθαρά ότι, μέσα στη σκασίλα του για την ήττα, ο Αλέξανδρος παρακαλούσε τους θεατές να σταματήσουν τις ποδοσφαιρικού τύπου αποδοκιμασίες προς τον Κορεάτη νικητή.

Το αθλητικό ήθος, ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης το υπηρέτησε όσο καμία άλλη αρετή. Μολονότι ορκισμένος φίλος του Άρη και μέγας μπασκετόφιλος, σταμάτησε να πηγαίνει στο Αλεξάνδρειο όταν είδε τον διπλανό του να φτύνει τους αθλητές. «Γύρισε ο Σιγάλας και μας αγριοκοίταξα άγρια και παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Σκέφτηκα ότι μπορεί να θεώρησε εμένα υπαίτιο και από τότε δεν ξαναπάτησα στο γήπεδο…».

Μετά το συναπάντημα της Θεσσαλονίκης, όπου είχα την τιμή να καθίσω δίπλα του, γίναμε στενοί φίλοι. Ο Αλέξανδρος πίστευε ότι εκείνη η συνέντευξη του άνοιξε προς την πόρτα προς την κοινωνία. Όποτε κατηφόριζε στην Αθήνα, περνούσε από τα γραφεία τού Documento για καφέ, για κουβεντούλα και για την πατροπαράδοτη σέλφι που έγινε συνήθεια. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκα, όταν ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε ένα άλλο βιβλίο, με θέμα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Η ομιλία του μέσα στην αίθουσα του Εβραϊκού Συμβουλίου στη συμπρωτεύουσα χειροκροτήθηκε θερμά: «Εάν η Ιστορία γίνει σιωπή, εάν ξεχάσουμε το χθες, θα είναι η μεγαλύτερη ήττα της ανθρωπότητας…».

Ο Αλέξανδρος δυσκολευόταν να συμβιβαστεί με την οπισθοδρόμηση της σύγχρονης Ελλάδας, απελπιζόταν με την ακροδεξιά στροφή της κοινωνίας («το φίδι βγήκε από το αυγό και οφείλουμε πια να το σκοτώσουμε»), ενώ πίστευε στις διαδηλώσεις και κατέβαινε στους δρόμους σε κάθε ευκαιρία. Έδωσε παρών στα συλλαλητήρια το 2015 για τα μνημόνια, αλλά φορούσε μάσκα, για να μη τον αναγνωρίσουν και του πουν ότι το έκανε για τη μόδα. «Ήταν το βράδυ που έσπαγαν τα ξενοδοχεία. Έφαγα και δακρυγόνα και ποδοπάτημα και κλωτσιές, το χάρηκα!»

Παράλληλα αισθανόταν υπερηφάνεια για τον τόπο του και για τον λαό που εκπροσώπησε στις παλαίστρες της Οικουμένης. «Το παράσημο της ζωής μου ήταν όταν μου έδωσαν τη σημαία, το 2012 στο Λονδίνο», έλεγε. «Ο Έλληνας της μεγάλης φτώχειας κράτησε πολύ πιο ανθρώπινη στάση στο μεταναστευτικό. Με τα πενιχρά μέσα του και με το υστέρημα που δεν έχει. Είμαστε οι ινδιάνοι της Ευρώπης, το μικρό γαλατικό χωριό της. Άλλοι λαοί φέρονται σαν γουρούνια και καταδικάζουν αθώους ανθρώπους σε θάνατο, χωρίς καμία δικαιολογία. Εμείς δεν κλείσαμε ποτέ ούτε τα σύνορα ούτε τα σπίτια μας. Βουτήξαμε στη θάλασσα για να τους σώσουμε τους μετανάστες Μετά από χρόνια, αυτή η στάση με έκανε να νιώσω υπερήφανος για την εικόνα της χώρας μου στο εξωτερικό».

Έπειτα, ήρθε η αρρώστια. Σπάνια, όσο και ο ίδιος. Την αντιμετώπισε με γενναιότητα, με θάρρος, με διακριτικότητα. Οι λίγοι που γνώριζαν για την περιπέτειά του το έμαθαν κατά τύχη. Επειδή τον είδαν κάποια μέρα σε ένα νοσοκομείο. Ή σε ένα αεροπλάνο με προορισμό την κατάλευκη και πένθιμη Αμερική.

«Δύο χρόνια δεν είπα ποτέ “Γιατί σε εμένα”; Δεν υπάρχει πιο εγωιστική σκέψη από αυτή. Σε κάποιον τυχαίνει, στον διπλανό μας, στον γείτονά μας, στον συνάνθρωπό μας. Και πλέον τυχαίνει σε πολλούς. Αν βάλω ένα πρόσημο τύχης στη ζωή μου, θα σας πω ακόμα και τώρα, ότι ήμουν τυχερός άνθρωπος. Είχα την ευλογία να κάνω τα όνειρα μου πραγματικότητα, να ανέβω στο βάθρο πολλές φορές, να δοξάσω τον αθλητισμό και την χώρα μου, να γνωρίσω ανθρώπους από όλον τον κόσμο, να μάθω το σεβασμό, την ευγενή άμιλλα, αξίες τόσο σημαντικές και να προσπαθήσω να τις κάνω πράξη και στη ζωή μου».

Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης, ένας άνθρωπος ακέραιος και αισιόδοξος, ήταν από τους πιο αγαπημένους μου φίλους. Θρηνώ ακατάπαυστα και γοερά και δυσκολεύομαι να λόγια παρηγοριάς για να συμπαρασταθώ στη Δώρα και στα παιδιά του. Το σβησμένο χαμόγελό του πάγωσε παντοτινά το πρωί της μαύρης Παρασκευής. Θα τον σκεπάσει χώμα ελαφρύ και η μνήμη του θα διαιωνίζεται όσο υπάρχει αθλητισμός. Εδώ, στη γη, και όχι στο πουθενά. «Θα αργήσω πολύ να ξανάρθω», ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του». Καλό ταξίδι, ακριβέ μου γίγαντα. Ο κόσμος παραήταν μικρός για να σε χωρέσει.

Documento Newsletter