Η ιστορικός Νικολέττα Ζυγούρη μας ξεναγεί στην έκθεση «Ώρα ελευθερίας. Τα ρολόγια των αγωνιστών του ’21» του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων: εκείνοι που αντιμετωπίζουν τα ρολόγια σαν αντικείμενα που προσθέτουν στο κοινωνικό κύρος των ιδιοκτητών τους, εκείνοι που τα προσεγγίζουν σαν χρηστικά σκεύη για να καταμερίζουν τα της καθημερινότητας και οι υπόλοιποι που τα θεωρούν εργαλεία με τα οποία νιώθουν ότι επιβάλλονται στον χρόνο. Σε όποια κατηγορία όμως κι αν ανήκετε είναι δύσκολο να παραμείνετε αδιάφοροι μπροστά στη θέα ενός μικρού έργου τέχνης που μοιάζει να χαλιναγωγεί και να κατευθύνει τον χρόνο. Φετίχ; Αναμφίβολα, πόσο μάλλον όταν συνδέονται με τομές στον ιστορικό χρόνο. Ρολόγια που τέμνουν τον χρόνο, όπως αυτά που εκτίθενται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Δεκαέξι ρολόγια τσέπης αγωνιστών του 1821 από τη συλλογή του μουσείου εκτίθενται έως τις 31 Αυγούστου στο μέγαρο της Παλαιάς Βουλής.
«Θέλαμε μέσα από αυτά τα αντικείμενα να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα και τη δράση των συγκεκριμένων ανθρώπων οι οποίοι έζησαν σε αυτό το ιστορικό μεταίχμιο και υπήρξαν πρωταγωνιστές του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Δεκαέξι ρολόγια που σήμαναν την ώρα της ανεξαρτησίας, που μέτρησαν τις αγωνίες και τους φόβους που πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι στη δεκαετή επανάσταση αλλά και πριν από το ’21» λέει στο Documento η ιστορικός Νικολέττα Ζυγούρη, επιμελήτρια της έκθεσης «Ωρα ελευθερίας. Τα ρολόγια των αγωνιστών του ’21». Από τους 16 οι περισσότεροι ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Καποδίστριας, οι καραβοκυραίοι Μιαούλης, Χατζηαναργύρου, Κουντουριώτης, οι λόγιοι κληρικοί Θεόκλητος Φαρμακίδης και Καλλίνικος Καστόρχης. «Το καθένα από τα ρολόγια αφηγείται μια ξεχωριστή ιστορία – εκτός όμως από εκείνη του Αγώνα διηγούνται ιστορίες για την εποχή, τα τεχνολογικά της επιτεύγματα αλλά και την οθωμανική κοινωνία» συμπληρώνει η κ. Ζυγούρη.
Το πνεύμα της Δύσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η απορία που προκύπτει την ώρα της ξενάγησης αφορά τη σχέση που διατηρεί με την έννοια του χρόνου ο χώρος των νότιων Βαλκανίων στις αρχές του 19ου αιώνα. «Ο χρόνος και η ακριβής μέτρησή του σε μια οθωμανική κοινωνία έχει σημασία για τους πιστούς του ισλάμ καθώς είναι υποχρεωμένοι να προσεύχονται πέντε αυστηρά καθορισμένες φορές στη διάρκεια του 24ώρου. Από την άλλη ο χρόνος σε μια αγροτική κοινωνία έχει σημασία για τους αγρότες. Ομως ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα το μερκαντιλιστικό πνεύμα της Δύσης έχει εισβάλει και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό αφορά ειδικά το ελληνικό στοιχείο, το οποίο ασχολείται δυναμικά με το εμπόριο. Οι Ελληνες που έρχονται σε επαφή με τη Δύση –οι έμποροι, οι λόγιοι, οι Φαναριώτες, αυτοί που ταξιδεύουν– φέρουν πλέον το ρολόι ως απαραίτητο και πολύτιμο σύμμαχο αλλά και ως αντικείμενο που τους προσδίδει κύρος» αναφέρει η ιστορικός καθώς συνεχίζει να μας ξεναγεί στην έκθεση.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως από τα μέσα του 18ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία στροβιλίζεται στον ρυθμό του εκσυγχρονισμού. Μιμητικά στην αρχή, για λόγους επιβίωσης σε έναν αδυσώπητα ανταγωνιστικό κόσμο στη συνέχεια. Ο μιμητισμός δημιουργεί τάσεις, με αποτέλεσμα αρκετοί Οθωμανοί αξιωματούχοι να αγοράζουν ρολόγια – μάλιστα κάποιοι είναι μανιώδεις συλλέκτες και ήδη από τον 17ο αιώνα στο σεράι υπάρχουν συλλέκτες καταπληκτικών ρολογιών της εποχής. «Το ρολόι είχε εισαχθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από την εποχή του Σουλεϊμάν και ευρύτερα στην καθημερινή ζωή κυρίως από τον 18ο αιώνα και μετά. Ξένοι εμπορικοί οίκοι –αγγλικοί, γαλλικοί, ελβετικοί, αυστριακοί– έχουν βρει πρόσφορη αγορά για να πουλούν τα ρολόγια τους, τα οποία τα κατασκευάζουν σύμφωνα με τα αισθητικά πρότυπα του Οθωμανού υπηκόου. Τοποθετούν στο καντράν οθωμανικούς αριθμούς και φροντίζουν –ειδικά οι Αγγλοι– να κατασκευάζουν ρολόγια τύπου κρεμμυδιού, στα οποία ο μηχανισμός μπαίνει μέσα σε τρεις αλλεπάλληλες θήκες, ιδιαίτερα αγαπητά τότε» επισημαίνει η Ν. Ζυγούρη.
Η φράση «ο χρόνος είναι χρήμα» που διατυπώθηκε τον 18ο αιώνα συνοψίζει όλη την ηθική και φιλοσοφική διάσταση του χρόνου την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Σε μια αγροτική κοινωνία δύσκολα προσλαμβάνεται με αυτό τον τρόπο, αν και οι Ελληνες που διατηρούν επαφή με τη Δύση αρχίζουν να υιοθετούν το νέο πνεύμα και να το ενσωματώνουν στις εργασιακές σχέσεις. Μέχρι τότε το μέτρημα του χρόνου στις αγροτικές κοινωνίες οριζόταν από την ώρα της ανατολής μέχρι τη δύση του ηλίου. Το πέρασμα από τη βιωμένη εμπειρία του χρόνου στην εργαλειοποίησή του για τις ανάγκες της παραγωγής αναμφίβολα εκφράζει και μια στροφή του Γραικού προς τις νέες συνθήκες. «Πραγματικά παρουσιάζεται μια διάθεση για αλλαγή στη ζωή του, να εκσυγχρονιστεί με τον δυτικό τρόπο. Οπως στις προκηρύξεις που θα ξεκινούσαν την επανάσταση με τις οποίες έλεγαν ότι ήθελαν να γίνουν ευνομούμενο κράτος όπως τα άλλα της Δύσης και πως επιθυμούν την πολιτειακή ευδαιμονία. Δεν μπορείς να είσαι σαν τους άλλους λαούς δίχως να ακολουθείς τον δικό τους τρόπο ζωής, χωρίς να ασπάζεσαι τα δικά τους τεχνολογικά επιτεύγματα» επισημαίνει σχετικά η επιμελήτρια της έκθεσης.
Τα επιδεικτικά ρολόγια των καραβοκύρηδων
Το ρολόι καταδεικνύει την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του, απηχεί το στάτους του και αποπνέει τον κοσμοπολιτισμό του. «Σε αυτή την προθήκη βλέπετε ένα ρολόι οθωμανικού τύπου Ζορζ Σαρλ –που στην ουσία ήταν μια θυγατρική της αγγλικής εταιρείας Τζορτζ Πράιορ–, επιβλητικό, με όμορφη ασημένια αλυσίδα, με τη σφραγίδα και χαραγμένα επάνω τα αρχικά του ονόματος του Λάζαρου Κουντουριώτη. Επίσης, το καταπληκτικό ρολόι του Χατζηαναργύρου –τέλη του 18ου, αρχές του 19ου αιώνα–, όπως και το μπρικέ ρολόι, ένα ακριβό ρολόι που δωρίζει ο Μιαούλης στον ηγούμενο της Μονής Πάτμου Γαλακτίωνα, όπου μόνασε ο πατέρας του σε μεγάλη ηλικία. Από την άλλη, το ρολόι του Μάρκου Μπότσαρη είναι χάλκινο με έναν μηχανισμό που δεν έχει πάνω αριθμό παρασκευής από τον Τζορτζ Πράιορ. Ενα ρολόι από αυτά που σίγουρα πωλούνταν πιο φτηνά. Ο Μπότσαρης πεθαίνει νωρίς, το ’23. Το ρολόι μένει στα χέρια των παιδιών του. Σ’ εμάς παραδόθηκε από τα χέρια της κόρης του Βασιλικής. Πρόσφατα μέσα στο ρολόι, κάτω από το πανάκι που έχει η τελευταία θήκη του μηχανισμού, βρέθηκε ένα σημείωμα Πατρινού ωρολογοποιού. Τον Μάρτιο του 1841 στην Πάτρα ένας ωρολογοποιός έδωσε εγγύηση ότι αυτό το ρολόι θα δουλεύει για έναν χρόνο, πληρώθηκε έξι δραχμές και άφησε την υπογραφή του και το όνομά του: ήταν ο Τζουάνος Ραζής» λέει η κ. Ζυγούρη.
Πόσο κόστιζε η αγορά ενός καλού ρολογιού στις αρχές του 19ου αιώνα; «Οπως μας λέει ο Μποζούρ στον “Εμπορικό πίνακα της Ελλάδος” που έχει γράψει το 1800, ένα καλό αγγλικό ρολόι, ρολόι-κρεμμύδι, έφτασε να κοστίζει 100 γρόσια». Πραγματικά μεγάλο ποσό, αν αναλογιστείτε ότι μια αγροτική οικογένεια χρειαζόταν 20 με 40 γρόσια ετησίως για να πληρώσει τα δοσίματά της στην οθωμανική διοίκηση. Κάποια ρολόγια βέβαια κυκλοφορούσαν σε χαμηλότερη τιμή: ο Τζορτζ Πράιορ διέθετε μια σειρά ρολογιών εκτός της σειράς παραγωγής του με το όνομά του πάνω σε πολύ καλύτερη τιμή.
Ο Καποδίστριας και μια ιστορία χρέους
Ο Καποδίστριας το 1827 ξεκινά το ταξίδι από την Ελβετία στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, διηγείται η Νικολέττα Ζυγούρη. Με την ευγένεια που τον διακρίνει και όλο το σαβουάρ βιβρ που κουβαλάει πίσω του ως ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος και υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, θέλει να προσφέρει δώρα στους αγωνιστές του ’21. Ενα από τα σύνολα των δώρων που πρόσφερε είναι τα κοσμήματα και τα ρολόγια που παρήγγειλε στον Ελβετό ωρολογοποιό Ζαν-Φρανσουά Μποτ. Το 1827 γράφει επιστολή στον Ελβετό ωρολογοποιό, ο οποίος ήταν και φίλος του, στη Γενεύη και του ζητάει να του στείλει δέκα ρολόγια τσέπης, έξι ταμπακοθήκες, τρία ζεύγη βραχιολιών. Τ
ου επισημαίνει δε να έχουν πάνω το έμβλημα της αναγέννησης, τον φοίνικα, και πως του έχει καταθέσει 1.050 ημιπολύτιμους λίθους από την προσωπική του συλλογή για να τους χρησιμοποιήσει στη διακόσμηση. Ο Καποδίστριας ζητάει από τον Μποτ να θυμηθεί ότι η Ελλάδα εκείνη τη στιγμή δεν ζει παρά μόνο από ελεημοσύνες και τον παρακαλεί να είναι συνετός σε αυτά που θα φτιάξει. Παρά ταύτα τα δώρα κόστισαν 7.050 γαλλικά φράγκα – τα χρήματα θα εκταμιεύονταν από τραπεζικούς λογαριασμούς υπέρ της Ελλάδας που άνοιξαν Ελβετοί φιλέλληνες. Περίπου το ίδιο ποσό και λίγο παραπάνω διέθεσε για να στήσει το Καποδιστριακό Τυπογραφείο στο Ναύπλιο. Τα τιμαλφή έρχονται γρήγορα στην Ελλάδα, αλλά ο κυβερνήτης καθυστερεί τουλάχιστον έναν χρόνο να στείλει απαντητική επιστολή στον ωρολογοποιό. Κάποια στιγμή του γράφει ότι από την πολλή δουλειά που έχει δεν πρόλαβε καν να τα δει. Στη συνέχεια τον ευχαριστεί και τον ρωτάει τι του οφείλει ακόμη –του είχε δώσει ήδη ένα ποσό– και έκλεισε η επικοινωνία και η επιστολογραφία με τον Μποτ. Δεν νομίζω ότι τόλμησε να του παραγγείλει κάτι άλλο – δεν πρόλαβε κιόλας.
Μετά τη δολοφονία του βρέθηκαν στον κατάλογο καταγραφής των προσωπικών αντικειμένων του Καποδίστρια στο Ναύπλιο άλλα πέντε ρολόγια – στη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου έχουμε δύο ρολόγια, μία ταμπακοθήκη κι ένα ζεύγος βραχιολιών. Το ένα ρολόι είναι του Θόδωρου Κολοκοτρώνη κι έχει έρθει εδώ από την οικογένεια Κολοκοτρώνη.
INFΟ
«Ωρα ελευθερίας. Τα ρολόγια των αγωνιστών του ’21», Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, έως 31 Αυγούστου