Μνήμες και συγκίνηση από τη μαγνητοσκοπημένη προβολή της θρυλικής «Αντιγόνης» στην Επίδαυρο το 2007, με αφορμή το αφιέρωμα του Φεστιβάλ Αθηνών στον θεατράνθρωπο.
Δεκαεφτά χρόνια μετά την επανάληψη της «Αντιγόνης», οι τελευταίοι θεατές ξαναμπαίνουν βιαστικά στο θέατρο και ο κύκλος μιας παράστασης που δεν έκλεισε ποτέ ανοίγει στη συνέχειά του. Η Αμαλία Μουτούση, ο Νίκος Κουρής, ο Δημήτρης Ημελλος, η Εύα Σαουλίδου παίρνουν τις θέσεις τους στην ορχήστρα και ο χορός φτιάχνει γύρω τους το αφεύγατο δίχτυ. Τα φώτα του Λευτέρη Παυλόπουλου ανάβουν, οι πρώτες λέξεις από τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου κατρακυλούν από το στόμα του κρεόντειου Λευτέρη Βογιατζή.
Ο δισταγμός που έγινε επιστήμη
Είναι συναρπαστικό μα και λιγάκι αλλόκοτο να βλέπει κανείς μαγνητοσκοπημένη αυτήν τη μνημειώδη πλέον παράσταση. Μια παράσταση πλήρως συντελεσμένη, κλειστή σε οποιαδήποτε αλλαγή και αμετακίνητα παγιωμένη. Εντελώς αντίθετη δηλαδή με την ευμετάβλητη διάθεση που ενέπνεε στον Βογιατζή διαρκείς τροποποιήσεις του παραστασιακού του υλικού, παρεκκλίσεις από τον αρχικό σχεδιασμό και μικρές αλλά κρίσιμες αναδιευθετήσεις στη θέση και την άρση των κομβικών σημείων του τραγικού λόγου.
Αυτή η μανία πήγε πίσω πολλά από τα σχέδια του Βογιατζή και η ίδια εκτόξευσε πολύ μπροστά όσα υλοποιήθηκαν. Κάθε μανία όμως έχει ανεξάντλητο καύσιμο την εμμονή και οι εμμονές του Βογιατζή που φανερώθηκαν νωρίς, όταν μετά τα πρώτα του φτερουγίσματα ίδρυσε με μια πλειάδα εκλεκτών συναδέλφων την Εταιρεία Θεάτρου Η Σκηνή. Εκεί τον πρωτοείδα, το 1983, στη «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ και από τότε φάνηκε η βαθιά, σε σημείο παροξυσμού, σχέση του με τον λόγο τον θεατρικό, η τρέλα για το βάφτισμα της κάθε ξεχωριστής λέξης στην ουσιώδη της σημασία. Από τότε εντοπίστηκε μια προσήλωση ιατρικού τύπου στον σφυγμό της φράσης, στον παλμό, στη γυμνή έκθεση του νευρικού της συστήματος. Από τότε τον κατέτρωγε ο αγώνας για τη μεταστοιχείωση του θεατρικού κειμένου, την απόψυξη και την επαναφορά του σε ζωντανή σκηνική πράξη. Γι’ αυτό και ο Βογιατζής αντιμετώπιζε με σαρκαστικό ύφος τις κοινοτοπίες για το «σωματικό θέατρο» και την προτεραιότητα του σώματος έναντι του λόγου. «Το να μιλάμε για υποκριτική του σώματος» έλεγε «είναι πλέον απολύτως ξεπερασμένο και αφορά μόνο τους άσχετους». Για τον ίδιο η γλώσσα του σώματος ήταν απλώς αυτονόητη και το μεγάλο πρόβλημα παρέμενε η μετάφραση του κειμένου σ’ αυτήν τη γλώσσα. Μια μετάφραση που για να είναι της προκοπής απαιτεί σε κάθε παράσταση καινούργια οπτική, καινούργια ακουστική και καινούργια θεατρική γραμματική. Ο Βογιατζής ήταν καλλιτέχνης που δεν έδρασε ποτέ με προκαθορισμένο σχέδιο βίου. Βάδιζε με τις οδηγίες μιας αυτοσχέδιας πυξίδας και εμπιστευόταν, με κάποια παιγνιώδη επιφυλακτικότητα, το απρόοπτο. Πράγματι από τη νεότητά του ήδη, ενώ άλλοι μοχθούσαν να επιβάλουν τις βεβαιότητές τους, εκείνος ονειρευόταν να αποκτήσει μετοχές στο καράβι της αβεβαιότητας. Τις απέκτησε τελικά προβιβάζοντας τον δισταγμό σε επιστήμη, την αμφιβολία σε ηθικό πρόταγμα και τον ελιγμό σε στρατήγημα. Και μ’ αυτό το καράβι, μεγαλομέτοχος πια, τράβηξε πολύ μακριά χωρίς να κουνηθεί από το θεατράκι της Κυψέλης.
Πρόβα, μια ελεγχόμενη παραφροσύνη
Παρότι συχνά παραπονιόταν για τη στενότητα αυτού του χώρου και έκανε κατά καιρούς διάφορες αόριστες σκέψεις για κάποια μετεγκατάσταση, ανέβαλλε διαρκώς την πραγματοποίησή της. Διότι εκεί, παρά τις ζορισμένες διατάσεις ή (με τρώει ο πειρασμός να πω) εξαιτίας τους ακριβώς, έβρισκε ό,τι του χρειαζόταν για να ζήσει και μάλιστα με τους δικούς του όρους, δηλαδή πολυτελώς. Την τελετουργία της ατέλειωτης και εξουθενωτικής πρόβας, ένα πραγματικό ναρκοπέδιο από συνεχείς αμφιθυμίες, σπαράγματα ακρωτηριασμένων εντυπώσεων και μετέωρες χειρονομίες. Εκεί έβρισκε την άσκηση στο ημιτελές, που όταν κατερχόταν επιτέλους οπλισμένο στη σκηνή θάμπωνε τον νου και τα μάτια των θεατών με την αρτιότητά του. Εκεί και τον ακριβή έλεγχο της κάθε λέξης του κειμένου και της κάθε κίνησης των ηθοποιών, τους επαναληπτικούς συνδυασμούς του λόγου με τη χειρονομία της θεατρικής του επίδοσης, τον σχολαστικό επανέλεγχο του όλου αποτελέσματος. Ενα αποτέλεσμα που όσο επαρκές κι αν ήταν, στο βλέμμα του το αυτοειρωνικό βρισκόταν σε εκκρεμοδικία, λες και περίμενε την τελική κρίση κάποιου αισθητικού δικαστηρίου της αιωνιότητας.
Για τον Βογιατζή, επομένως, η πρόβα ήταν ελεγχόμενη παραφροσύνη, είχε μέγεθος αυτεξούσιο και συχνά διεκδικούσε τα πρωτεία από την παράσταση. Ο Βογιατζής άλλαξε στην Ελλάδα την έννοια της πρόβας και από σχολείο προετοιμασίας τής φόρεσε διάδημα και την έκανε ακαδημία ανοιχτών οριζόντων. Ο ίδιος επέμενε να καλλιεργεί την ένταση γύρω από τη σφιχτή φόρμα, την ακριβολογία και τον ρεαλισμό – και επιμένοντας διέστειλε κατά τρόπο υποδειγματικό τα όρια του ρεαλισμού, τον προίκισε με νέες αξιώσεις και τον πάντρεψε με το όνειρο, τη φρικίαση και την παραίσθηση.
Πέρασαν χρόνια αφότου έσπασε και η στάμνα του Λευτέρη Βογιατζή και θα χρειαστεί καιρός να βρεθούν τα κομμάτια της –όσα βρεθούν–, να αρμολογηθούν κάπως και να επιστρέψουν κάτι από την απώλειά του στην «τρέχουσα ζωή και ηχοληψία». Η πληρότητα στη συναρμολόγηση είναι βέβαια ανέφικτη και το αποτέλεσμα πάντα λειψό, θα μείνουν όμως τα θραύσματα και οι ρωγμές ανάμεσά τους – κυρίως οι ρωγμές που τις είδε και τις άγγιξε κάθε θεατής στην οθόνη της μαγνητοσκοπημένης «Αντιγόνης».