Μια εκδήλωση που έχει από μόνη της ενδιαφέρον φιλοξενεί αύριο, Σάββατο 11.2.2023, το Φεστιβάλ Ιστορίας που διοργανώνουν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Με τίτλο «Ο φωτογράφος των γονιών μου: 30 χρόνια αλβανικής μετανάστευσης» θα πραγματοποιηθεί στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, πάρκο Ελευθερίας (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) στις 17:00. Αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν συζητώντας με την πολιτική επιστημόνισσα και συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης Ιλιρίντα Μουσαράι καταλαβαίνουμε ότι το project, που βρίσκεται ακόμη στη νηπιακή ηλικία, έχει να δώσει πολλά στην έρευνα και στην κοινωνία μόλις μεγαλώσει.
Πάνε 30 και πλέον χρόνια από το δεύτερο κύμα μαζικής μετανάστευσης και προσφυγιάς που γνώρισε το ελληνικό κράτος ως χώρος υποδοχής (το πρώτο ήταν η έλευση των Μικρασιατών το 1922) και οι μνήμες παραμένουν ακόμη ενεργές αλλά εν πολλοίς αχαρτογράφητες. Σε αυτό επιχειρεί να συνεισφέρει το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης, το οποίο θα ντεμπουτάρει πρώτη φορά σε δημόσια εκδήλωση, στο πλαίσιο του φεστιβάλ των ΑΣΚΙ, καθώς αποτελεί το καινούργιο project τους και θα καλύπτει την περίοδο από τα τέλη του 1990 που έπεσε το καθεστώς Αλία μέχρι πρόσφατα.
Θα είναι μια εισαγωγική συζήτηση, λέει στο documentonews.gr η Ιλιρίντα Μουσαράι, δεύτερη γενιά μετανάστρια και η ίδια, με αφορμή τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Σπύρος Στάβερης από το μεταναστευτικό κύμα των αρχών της δεκαετίας του 1990. «Οι φωτογραφίες αυτές –δεν πρέπει να κάνω λάθος– ήταν το πρώτο αρχείο που δωρήθηκε στο Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης και ουσιαστικά αποτελεί ένα φωτορεπορτάζ, το οποίο ο Σπ. Στάβερης έχει ονομάσει “Η μεγάλη φυγή προς την Ελλάδα”. Μιλάμε για δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που ήρθαμε και στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες – κυρίως Ελλάδα και Ιταλία ως πιο κοντινές, για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως σημείο transit και για άλλες χώρες στη συνέχεια».
Αναφερόμενη στην αυριανή εκδήλωση τη χαρακτηρίζει «πάρα πολύ σημαντική, ακριβώς επειδή συνεχίζει μια συζήτηση αλλά σε πιο ανοιχτό επίπεδο. Υπήρχαν συλλογικότητες Αλβανών μεταναστών και μεταναστριών το ’90 και το 2000 και υπάρχουν ακόμη πολλές που έχουν και πολιτισμικές αλλά και πολιτικές δράσεις. Ως Αρχείο θα θέλαμε κι εμείς να συζητήσουμε ως προς τη διάσωση της μνήμης».
Ένα Αρχείο ανοιχτό στη συνδιαμόρφωσή του
Με κάποιες από αυτές τις συλλογικότητες το Αρχείο έχει έρθει σε επαφή για να τις ενημερώσει για το project και η συντονίστριά του επισημαίνει: «Δεν θέλουμε το Αρχείο να είναι ένα σώμα θεωρητικών, που να αξιολογούν τι είναι σημαντικό να διασωθεί. Θέλουμε να είναι ένα Αρχείο στο οποίο να συμμετέχουν και αυτές οι συλλογικότητες και να κρίνουν και αυτές τι θεωρούν σημαντικό να διασωθεί σε ένα Αρχείο το οποίο θα είναι ανοιχτό στο κοινό. Δηλαδή να είναι ενεργά τα υποκείμενα στην ίδια την επιλογή και την αφήγηση της ιστορίας της αλβανικής μετανάστευσης».
Το project είναι στην αρχική φάση του, να γίνουν κάποιες επαφές και επικοινωνία, να διαβαστεί μια βιβλιογραφία ώστε να αρχίσει να αποκτά σταδιακά μορφή. «Διαθέτουμε πολύ λίγα τεκμήρια ακόμα και έχουμε προσφορές αρχειακού υλικού που μας έχουν στείλει στη σελίδα μας στο facebook αλλά και οι συλλογικότητες με τις οποίες έχουμε μιλήσει» λέει στο documentonews.gr η Ιλιρίντα Μουσαράι και συνεχίζει: «Μετά θέλουμε να κάνουμε έναν κύκλο προφορικών συνεντεύξεων ώστε να εντάξουμε έτσι όσα προφανώς δεν μπορούμε να δούμε στον έντυπο λόγο. Αυτή είναι η μέχρι στιγμής πρότασή μου ως συντονίστριας. Μια συγκέντρωση μαρτυριών – τεκμηρίων για τους γνωστούς-αγνώστους, που είναι οι Αλβανοί και οι Αλβανές στην ελληνική κοινωνία. Είμαστε μια κοινότητα –γιατί κι εγώ είμαι μέλος αυτής της κοινότητας– που όλοι μπορεί να είμαστε φίλοι κάποιου ή ακόμη και σύντροφοι ζωής με κάποιους ή συνάδελφοι. Επειδή έχει διαμορφωθεί έτσι η αλβανική μετανάστευση λόγω των πολιτικών, η ιστορία μας είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό άγνωστη. Κι όχι μόνο τι συνέβαινε στην Αλβανία και επί καθεστώτος Χότζα και το ’90, αλλά και η ιστορία του τι βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε εδώ. Κι αυτό θα θέλαμε να αναδείξουμε με αυτή τη μνήμη πως, πέρα από το αφήγημα που υπάρχει –προφανώς και για πολιτικούς λόγους– ότι με τους Αλβανούς τα καταφέραμε, ενσωματώθηκαν, τα παιδιά τους πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, έχουν δουλειές κ.λπ., πως δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα».
Ο ρόλος των media
Φυσικά η συζήτηση πέρασε και στο πώς παρουσίαζαν τα ΜΜΕ τον «άλλο», τον «διαφορετικό», ο οποίος εκείνη την εποχή της μεγάλης μεταναστευτικης ροής ήταν αλβανικής καταγωγής. «Και από λογοτεχνικά βιβλία που διαβάσαμε –επειδή θέλουμε να έχουμε κι ένα μικρό τμήμα βιβλιοθήκης με βιβλία που έχουν γραφτεί για την αλβανική μετανάστευση, είτε θεωρητικά είτε λογοτεχνικά– υπάρχει το πώς επηρεάζει η ιδιωτική τηλεόραση όχι μόνο να στιγματιστούν οι Αλβανοί μετανάστες, γεγονός πολύ ζοφερό, αλλά να αναφέρεται σε Αλβανούς μετανάστες και Αλβανές μετανάστριες η καταγωγή τους ως το άκρον άωτον της εγκληματικότητας στην Ελλάδα. Και πόσο επηρέασε τη ζωή τους.
Είναι πολλά που δεν γνωρίζουμε. Καθεστώς χαρτιών, μεταχείριση στα σύνορα. Δεν ξέρω ποιοι το γνωρίζουν, αλλά από το 1990 μέχρι το 1997 δεν υπήρξε καμία νομοθετική πρόβλεψη για νομιμοποίηση των μεταναστών. Στην άτυπη μετανάστευση το κράτος δεν έδωσε σε κανέναν και σε καμία τη δυνατότητα να μπορέσει να νομιμοποιηθεί. Επειδή ακριβώς η αλβανική μετανάστευση χρησιμοποιήθηκε ως εργατικό δυναμικό το οποίο μπόρεσε να αναστηλώσει την ελληνική οικονομία, τα ασφαλιστικά ταμεία και δεν ασχολιόταν κανείς με το πώς αυτοί οι άνθρωποι θα έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής εδώ. Και η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι το 2001. Όλα αυτά πέρα από κάποιους ακαδημαϊκούς, που τα γνωρίζουν καθώς τα μελετάνε, και πέρα από τους ίδιους που τα βίωναν και τα γνωρίζουν βάσει της εμπειρίας, δεν αποτελούν ανοιχτή πληροφορία στο ευρύ κοινό. Ή γιατί η δεύτερη γενιά, όπως κι εγώ, δεν μιλάει πολύ καλά την αλβανική γλώσσα – είναι μια απορία που την έχουν πολλοί».
«”Αλβανοί” στην Ελλάδα, “Έλληνες” στην Αλβανία»
Αλήθεια, πώς αισθάνεται αυτή η γενιά που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά; «Τα παιδιά δεύτερης γενιάς είμαστε στο μεταίχμιο, σε ένα μεταίχμιο που είναι πάρα πολύ επίπονο πολλές φορές» απαντά η Ιλιρίντα Μουσαράι και εξηγεί: «Ακριβώς γιατί πολλές φορές στη χώρα καταγωγής μας νιώθουμε ξένοι, επειδή είμαστε μετανάστες, δεν είμαστε μόνο Αλβανοί και Αλβανές· κι αυτό αποτελεί ένα άλλο επίπεδο. Στην Ελλάδα πολλές φορές εξαιτίας του ρατσισμού, και του κοινωνικού αλλά και του θεσμικού, νιώθουμε κι εδώ παραγκωνισμένα και αποκομμένα. Εννοώ ότι όταν ενώ δουλεύεις ή πας πανεπιστήμιο εδώ ή μπορεί να έχεις τη σχέση σου εδώ, και δεν έχεις ιθαγένεια, δεν θεωρείσαι Έλληνας πολίτης, είναι αποξενωτικό, αποτελεί διάκριση. Ακόμη και η ερώτηση αν αισθάνεσαι Αλβανός ή Έλληνας είναι πάρα πολύ αποξενωτική γιατί ακριβώς βρισκόμαστε στο μεταίχμιο· είμαστε και τα δύο. Είναι βέβαια δικαίωμα του καθενός πώς αυτοπροσδιορίζεται. Κάποιοι μπορεί να επιλέξουν ότι είναι μόνο Αλβανοί ή άλλοι ότι είναι μόνο Έλληνες. Τα περισσότερα παιδιά προσπαθούμε και θα έπρεπε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως και τα δύο».
Σε αυτό το σημείο ήρθε στην κουβέντα μας και το πώς αυτοπροσδιορίζονται οι Έλληνες που έφυγαν από τη χώρα με τα προηγούμενα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. «Ενώ αυτοί δεν χρειάζεται να επιλέξουν, η ελληνική κοινωνία πολλές φορές μας βάζει να το κάνουμε» σημειώνει η συντονίστρια του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης.
Το project και η μεγάλη τιμή
Η Ιλιρίντα Μουσαράι μίλησε και για το πώς έχει υποδεχτεί το νέο project η κοινότητα: «Είναι αρκετά συγκινητική η ανταπόκριση. Λαμβάνουμε και μηνύματα στη σελίδα μας στο facebook από Αλβανούς μεταναστευτικής καταγωγής, και από την πρώτη και από τη δεύτερη γενιά, που θέλουν να δώσουν μαρτυρίες ή ότι έχουν κάποιο οικογενειακό υλικό, το οποίο αφού το κοιτάξουν καλύτερα, θα ήθελαν να συζητήσουμε μαζί τους. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μας ότι αυτός ο κόσμος μπαίνει σε μια διαδικασία να μας προσεγγίσει και να μας εμπιστευτεί για να πει τις ιστορίες του. Βλέπουμε σε μήνυμα να μας λένε ότι έχουν περάσει πολύ δύσκολα, ότι έχουν βιώσει ρατσισμό και ότι θα τα πουν αυτά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε το project, για να μπορέσει να δράσει ενισχυτικά ώστε να ακουστούν όλες αυτές οι φωνές, όλες αυτές οι πλευρές της ιστορίας· και τα κακώς κείμενα και οι στιγμές αλληλεγγύης».
Φαίνεται επομένως ότι το project έχει βρει απήχηση και ίσως ήρθε να καλύψει κάτι που έλειπε. «Ένα αρχείο για την αλβανική μετανάστευση προφανώς θέλει χρόνια για να χτιστεί, οπότε εμείς ακόμη νεογνά μπροστά σε αυτό» επισημαίνει η Ιλιρίντα Μουσαράι και εκφράζει την ελπίδα της «να βοηθήσουμε να καλυφθεί αυτό το κενό και με άλλες παράλληλες προσπάθειες που γίνονται: υπάρχουν παιδιά δεύτερης γενιάς που μελετούν αυτά τα φαινόμενα ή συλλέγουν υλικό – άλλωστε κάθε συλλογικότητα κρατάει υλικό της δράσης της. Το Αρχείο Αλβανικής Μετανάστευσης διαφέρει στο ότι αυτά τα τεκμήρια και υλικά, τα οποία έχει κάθε συλλογικότητα, θα μπορούν να υπάρχουν σε έναν χώρο που θα λειτουργεί με συγκεκριμένο ωράριο και θα μπορεί οποιοσδήποτε επισκέπτης να τα βλέπει, είτε επειδή έχει προσωπικό ενδιαφέρον ως μετανάστης / μετανάστρια είτε ως ερευνητής / ερευνήτρια για να μπορέσει να παράξει έργο. Δηλαδή το Αρχείο είναι το πρωτογενές κομμάτι: συλλέγουμε και αρχειοθετούμε, και θέλουμε να γίνουμε το σκαλοπάτι πάνω στο οποίο θα πατήσουν άλλοι για να αναδείξουν όσα τεκμήρια συλλέξουμε είτε με εκδηλώσεις είτε με έρευνες είτε με οτιδήποτε».
Κι αυτός είναι ένας ωραίος στόχος, να αναδειχτούν οι άνθρωποι που μάθαιναν να ζουν στη σιωπή, όπως λέει η συντονίστρια του Αρχείου εν είδει κατακλείδας.
Στην εκδήλωση, που γίνεται στο πλαίσιο του Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης, του νέου πρότζεκτ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – Contemporary Social History Archives, σε συνεργασία με την Πρωτοβουλία για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI), στο Πανεπιστήμιο Columbia, συζητούν: Σπύρος Στάβερης (φωτογράφος), Πάτυ Βαρδάμη (θεωρητικός κριτικών σπουδών και τέχνης), Κωστής Καρπόζηλος (ΑΣΚΙ), Ιλιρίντα Μουσαράι (συντονίστρια Αρχείου Αλβανικής Μετανάστευσης, ΑΣΚΙ), Μαρλένο Νίκα (καλλιτέχνης-ακτιβιστής), Άννα Νίνη (δημοσιογράφος), Ερβίν Σέχου (κοινωνικός επιστήμονας-ακτιβιστής).