Προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία έναντι στο στέλεχος Δέλτα του ιού SARS-CoV-2 που έως τώρα είναι το στέλεχος που επικρατεί στις ΗΠΑ, αλλά και λόγω της επικείμενης απειλής του νέου στελέχους Όμικρον, ο FDA έδωσε έγκριση στις δόσεις ενίσχυσης του εμβολίου της εταιρείας Pfizer σε άτομα 16 και 17 ετών, με βάση κάποια δεδομένα από επιστήμονες της Νότιας Αφρικής, οι οποίοι επεσήμαναν ότι οι δόσεις ενίσχυσης παίζουν καθοριστικό ρόλο έναντι του νέου στελέχους Όμικρον.
Οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νέα δεδομένα. Ήδη σε ενήλικες άνω των 18 είχαν εγκριθεί οι δόσεις ενίσχυσης, ενώ τα εμβόλια των εταιρειών Moderna και Johnson δεν είναι εγκεκριμένα σε άτομα κάτω των 18 ετών. Οι επιστήμονες κατέληξαν ότι το όφελος μίας συνεχόμενης προστασίας από μία δόση ενίσχυσης ξεπερνά τον πιθανό κίνδυνο σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών, κυρίως των περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας που έχουν αναφερθεί σε νεαρούς άνδρες.
Για τα παιδιά κάτω των 16 ετών, τα στοιχεία για δόσεις ενίσχυσης δεν είναι ακόμη ώριμα, ενώ τα παιδιά πιθανότατα θα μπορούν να περιμένουν και περισσότερο από έξι μήνες, από την ολοκλήρωση του αρχικού εμβολιασμού τους. Το εμβόλιο της εταιρείας Pfizer δοκιμάζεται και σε παιδιά κάτω των 5 ετών, ακόμη δεν έχει λάβει έγκριση, αλλά επαρκή στοιχεία ασφάλειας και αποτελεσματικότητας θα είναι διαθέσιμα μέσα στους πρώτους μήνες του 2022.
Οι γονείς, ωστόσο, αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τον εμβολιασμό των νέων και εφήβων, ιδίως στην ομάδα 5-11 ετών, καθώς το 16% των γονέων λέει ότι τα παιδιά τους σε αυτήν την ηλικία έχουν λάβει τουλάχιστον μία δόση, και το 13% σκοπεύει να τα εμβολιάσει άμεσα, ενώ το 30% δεν σκοπεύει, ξεκάθαρα, να εμβολιάσει τα παιδιά του. Η δόση ενίσχυσης μπορεί να είναι η απάντηση στο νέο στέλεχος Όμικρον, καθώς μία νέα μελέτη της εταιρείας Pfizer έδειξε ότι η δόση ενίσχυσης σε άτομα άνω των 16 ετών φτάνει αποτελεσματικότητα που αγγίζει το 95%, σε σχέση με όσους δεν την έλαβαν.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)