Σαράντα χρόνια πέρασαν από εκείνη την ημέρα (8 Ιουνίου 1984) που το «Ghostbusters» βγήκε για πρώτη φορά στις αμερικανικές αίθουσες και φαντάσματα απλώθηκαν στον ουρανό της Νέας Υόρκης.
Αρχικά η ταινία δεν γέμιζε το μάτι των ειδικών και οι περισσότεροι προεξοφλούσαν τη σίγουρη αποτυχία. Η αρχική ιδέα του φιλμ ανήκει στον Νταν Αϊκρόιντ, το ένα από τα δύο θρυλικά μέλη των Blues Brothers. Βασισμένος στη δική του εμμονή για το μεταφυσικό και τις ιστορίες φαντασμάτων ο Αϊκρόιντ εμπνεύτηκε το «Ghostbusters» (που αρχικά είχε άλλο τίτλο), ως ένα έργο με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον Τζον Μπελούτσι, στο οποίο οι δύο βασικοί ήρωας θα πηγαινοέρχονταν στο χρόνο και το διάστημα πολεμώντας υπερφυσικές απειλές. Όμως μετά από τον πρόωρο θάνατο του Μπελούτσι το 1982 που συγκλόνισε τον κολλητό του, το πρότζεκτ εγκαταλείφθηκε. Η ιδέα παρέμενε όμως καρφωμένη στο μυαλό του Αϊκρόιντ που έψαχνε να βρει τον τρόπο πως θα γινόταν το φιλμ χωρίς να είναι πανάκριβο καθώς οι εικόνες στο διάστημα απαιτούσαν εξωπραγματικό μπάτζετ.
Ο Χάρολντ Ράμις, ανερχόμενος κωμικός και ικανότατος σεναριογράφος προσλήφθηκε από τον Αϊκρόιντ για να βοηθήσει στην επανεγγραφή του σεναρίου, τοποθετώντας τη δράση στη Νέα Υόρκη ώστε να γίνει πιο ρεαλιστικό. Όμως ήταν η πρώτη ταινία κωμωδίας που θα χρησιμοποιούσε ακριβά ειδικά οπτικά εφέ και η Columbia Pictures που είχε αναλάβει την παραγωγή, ανησυχούσε για τον προϋπολογισμό που… ξέφευγε και ανερχόταν ήδη στα 20 εκατομμύρια δολάρια. Με ελάχιστη πίστη στις δυνατότητες του φιλμ στο box office, τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1983 και ολοκληρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1984, στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, ενώ υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για τη συμπεριφορά των δημιουργών του φιλμ που ήταν χαμένοι στον κόσμο τους και ξόδευαν τα λεφτά της παραγωγής σε πάρτι, αλκοόλ και ουσίες. Τελικά το φιλμ ολοκληρώθηκε με τα χίλια ζόρια και με αρκετά από τα ειδικά εφέ να αποτελούν συνδυασμό από χειροποίητα εφέ, μινιατούρες και μαριονέτες που προκαλούσαν γέλια και αλγεινή εντύπωση σε όποιον τα έβλεπε.
Κι όμως η συνταγή αποδείχτηκε αλάνθαστη. Το «Ghostbusters» μετατράπηκε αμέσως σε πολιτιστικό φαινόμενο, καθώς αποθεώθηκε από κοινό και κριτική ως ένα ευφάνταστο και διασκεδαστικό μείγμα κωμωδίας, δράσης και τρόμου, με την ερμηνεία του Μπιλ Μάρεϊ να αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα. Κέρδισε 282,2 εκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την τη δεύτερη ταινία με τις περισσότερες εισπράξεις του 1984 στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, ενώ αναδείχτηκε η πιο εμπορική αμερικανική κωμωδία όλων των εποχών. Επίσης βρισκόταν στην κορυφή του αμερικανικού box office για επτά συνεχόμενες εβδομάδες και ήταν μία από τις τέσσερις μόνο ταινίες που κέρδισαν περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια εκείνη τη χρονιά. Το 2015, η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου επέλεξε το φιλμ για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου. Το θεματικό του τραγούδι, “Ghostbusters” του Ray Parker Jr., ήταν επίσης μια νούμερο ένα επιτυχία.
Με την επίδρασή της στη λαϊκή κουλτούρα η επιτυχία των Ghostbusters δημιούργησε ένα franchise πολυμέσων πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτό περιελάμβανε τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων The Real Ghostbusters (1986), τη συνέχειά της Extreme Ghostbusters (1997), βιντεοπαιχνίδια, επιτραπέζια παιχνίδια, κόμικς, ρούχα, μουσική και στοιχειωμένα αξιοθέατα. Το Ghostbusters ακολούθησε το 1989 το Ghostbusters II, το οποίο τα πήγε λιγότερο καλά οικονομικά και κριτικά. Οι προσπάθειες ανάπτυξης ενός δεύτερου σίκουελ σταμάτησαν το 2014 μετά από τον θάνατο του Χάρολντ Ράμις. Μετά από μια επανεκκίνηση του 2016 που έλαβε μικτές κριτικές και υπολειπόταν οικονομικά, κυκλοφόρησε ένα δεύτερο σίκουελ της αρχικής ταινίας του 1984, το «Ghostbusters: Afterlife» που γνωρίζει τώρα τη συνέχεια του με το «Ghostbusters: Η αυτοκρατορία του πάγου» που κυκλοφορεί από τις 11 Απριλίου στις αίθουσες όλου του κόσμου.