Ο συλλέκτης και συγγραφέας Βασίλης Πισιμίσης μιλάει για τη ζωή στο λιμάνι.
Ο Βασίλης Πισιµίσης δεν είναι συνηθισµένη περίπτωση συλλέκτη. ∆εν του αρκεί να πολλαπλασιάζει τα αντικείµενα της συλλογής του και να τα κρατάει φυλαγµένα σε αποθήκες µακριά από τον κόσµο, όπως συχνά συµβαίνει. Αντιθέτως, επιδιώκει να µοιράζεται µε όσο περισσότερα µάτια γίνεται ό,τι συλλέγει, ενώ φέρνει τούµπα την Αθήνα και τον Πειραιά «διαβάζοντας» την ιστορία µέσα από τους ανθρώπους. Συναντηθήκαµε στο παλαιοπωλείο του στο Κερατσίνι και συζητήσαµε για την ιστορία του µεγαλύτερου λιµανιού της χώρας και των πέριξ.
Βρέθηκε στο Κερατσίνι παιδί, το 1967, όταν η οικογένειά του έφυγε από τον Βλόγγο Αρκαδίας. Εχτισαν το σπίτι τους στον Αγιο Μηνά – εκτός σχεδίου τότε. Για να πάνε τα παιδιά της περιοχής στο σχολείο σκαρφαλώνανε στα «κοτρόνια», όπως λέει χαρακτηριστικά. Σε ηλικία 14 χρόνων άρχισε να δουλεύει στο λιµάνι του Πειραιά και έτσι γνώρισε την Τρούµπα, έξι χρόνια αφότου τα πορνεία είχαν κλείσει µε απόφαση του δήµαρχου Αριστείδη Σκυλίτση. «Γύρναγα µε το καροτσάκι και πούλαγα φύλλο σε όλα τα ζαχαροπλαστεία της περιοχής. Ανθρωπος δεν υπήρχε τότε στην Τρούµπα. Για να φανταστείς πόσο άδεια ήταν, καβάλαγα το καροτσάκι στη Σκουζέ και έφτανα µέχρι την Ακτή Μιαούλη».
Πώς τη βόλευαν τα αµερικανάκια
Μεγαλώνοντας ασχολήθηκε µε την επιπλοποιία, στην οποία αφιέρωσε 38 χρόνια. Ωστόσο η ανάγκη του να µάθει για την ιστορία του τόπου όπου κατοικούσε τον έκανε να ξεκινήσει να συλλέγει αντικείµενα και βιβλία που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Σύντοµα κατάλαβε ότι θα ήταν αδύνατο να συγκεντρώνει υλικό για κάθε έκφανση της ζωής εκεί και αποφάσισε να εστιάσει στην Τρούµπα, τη µεγάλη αδικηµένη στη βιβλιογραφία. «Οι Πειραιώτες συγγραφείς απέφευγαν να γράφουν γι’ αυτήν και τη χαρακτήριζαν γειτονιά της λήθης. ∆εν ήθελαν να τσαλακώσουν την εικόνα τους» λέει. Η έρευνά του τον οδήγησε στην ιστορία της πορνείας στην περιοχή του Πειραιά από τα µέσα του 19ου αιώνα, τότε που οι καθωσπρέπει κάτοικοι διαµαρτύρονταν για τα χαµαιτυπεία που ήταν διάσπαρτα στο λιµάνι, µε αποτέλεσµα το κλείσιµό τους και τη δηµιουργία του πρώτου δηµόσιου πορνείου στα Βούρλα.
Οταν οι εγκαταστάσεις του πορνείου έγιναν φυλακές, ο κόσµος άρχισε να µαζεύεται στην Τρούµπα. Λίγα χρόνια µετά ήρθε ο 6ος Στόλος. «Η χαρά της πουτάνας ήταν. Πολλά µπαρ τότε ονοµάζονταν µε αµερικανικά ονόµατα, έπαιζαν τραγούδια δικά τους και έφερναν και µπαλέτα» σηµειώνει ο Β. Πισιµίσης. Τότε ήταν που η λέξη «αµερικανάκι» ταυτίστηκε µε τον αφελή, µε τον άνθρωπο που µπορείς να ξεγελάσεις εύκολα. Οµως τα πράγµατα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Οπως εξηγεί: «Οι ναύτες πήγαιναν στα µαγαζιά για να διασκεδάσουν και τα κορίτσια που έκαναν κονσοµασιόν είτε έχυναν το ποτό τους είτε ψείριζαν τα πορτοφόλια των ναυτών. Καθόλου κορόιδα όµως δεν ήταν εκείνοι. Τα καράβια τους δένανε εκεί όπου σήµερα είναι το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Εκεί τους περίµεναν κάτι λάντζες και τους βγάζανε στο Πασαλιµάνι, στο ρολόι, όπου είχαν και δικό τους φρουραρχείο. Από εκεί τους ψάρευαν διάφοροι που ήξεραν δυο αγγλικούλια, τους τραβάγανε πάνω στη 2ας Μεραρχίας και τους βγάζανε στην Τρούµπα. ∆εν πηγαίνανε όλοι στην Τρούµπα – οι κουλτουριάρηδες θέλανε να πάνε στην Ακρόπολη. Οταν όµως αποβιβάζονταν στο Πασαλιµάνι είχανε µαζί τους λαθραία τσιγάρα, Ray-Ban, χίλια δυο πράγµατα. Και τα πουλάγανε εκείνη την ώρα µαύρη αγορά· έτσι βρίσκανε τα λεφτά. Στην ουσία δηλαδή διασκεδάζανε τζάµπα».
Χαρακτηρίζει τους σωµατέµπορους τη χειρότερη µορφή κακοποιού και αναφέρεται στις µεθόδους που χρησιµοποιούσαν για να παρασύρουν τις κοπέλες στην πορνεία. Συνήθως το έπαιζαν ερωτευµένοι µέχρι που εκείνες τους ακολουθούσαν κόβοντας την επαφή µε το περιβάλλον τους και στη συνέχεια τις κρατούσαν κοντά τους µε απειλές και βία. Ο Β. Πισιµίσης λέει ότι η Τρούµπα δεν ήταν απροσπέλαστη για τον περαστικό. «∆εν είχες να φοβηθείς τίποτε. Για να µαλώσεις έπρεπε να πας γυρεύοντας. Κανείς δεν ήθελε φασαρίες γιατί µε µια καταγγελία µπορούσαν να κλείσουν τα µαγαζιά και όλοι εκεί ήθελαν να δουλέψουν, ήθελαν τα λεφτά. Αν είχαν αυτοί νιτερέσα µεταξύ τους, δεν τα λύνανε εκεί, τα λύνανε αλλού για να µη δώσουνε στόχο. Οποιος ήθελε να µπλέξει µε χασίσια κ.λπ. όπου και να πήγαινε θα έµπλεκε· δεν ήταν µόνο εκεί που µπορούσες να βρεις».
Η Σπεράντζα Βρανά και ο Μπουράνης
Ολα αυτά τα στοιχεία τα έχει συγκεντρώσει κυρίως µιλώντας µε ανθρώπους που εργάστηκαν στην περιοχή, τους οποίους δεν ήταν καθόλου εύκολο να προσεγγίσει και να τον εµπιστευτούν. Την έρευνά του εξέδωσε το 2010 στο βιβλίο «Βούρλα – Τρούµπα: Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσµου και της πορνείας του Πειραιά, 1840-1968». Το βιβλίο εκδόθηκε ξανά πρόσφατα, αναθεωρηµένο, από τις εκδόσεις Μωβ και τώρα ετοιµάζεται το δεύτερο µέρος.
«Ξέρεις πόσες συνεντεύξεις έχω πάρει; Πάνω από 100. Πάνε τώρα 22 χρόνια που έχω ξεκινήσει και δουλεύω εντατικά πάνω στο θέµα. Οταν µιλάω µε έναν άνθρωπο που µου λέει για εκεί κάτω έχω τα ανακλαστικά να καταλαβαίνω αν µε παραµυθιάζει ή µου λέει αερολογίες για να µε εντυπωσιάσει». Θυµάται µε αγάπη τη Σπεράντζα Βρανά, η οποία επίσης είχε γράψει ένα βιβλίο για την Τρούµπα, και µιλάει για τη χειµαρρώδη προσωπικότητά της και για τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξε η γνωριµία τους στην έρευνά του. Πολλοί δηµοσιογράφοι όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησαν να του αποσπάσουν πληροφορίες σχετικά µε τις πηγές του. Ο ίδιος ωστόσο θεωρεί υποχρέωσή του να διαφυλάξει την ανωνυµία όσων τον εµπιστεύτηκαν.
Μιλάµε για το λιµάνι που κάποτε ήταν στον έλεγχο των Μανιατών και των Κρητικών και η κουβέντα πάει στα Μανιάτικα. «∆εν πολυπήγαινα εκεί, δεν µου άρεσε το κλίµα. Εµείς έχουµε µάθει αλλιώς στο χωριό µου στην Αρκαδία, είµαστε άνθρωποι δηµιουργικοί. Εκεί που µέναµε, στον Aγιο Μηνά, παρότι ήταν φτωχικά, είχαµε τις γλάστρες µας, ασπρίζαµε, όλα ήταν περιποιηµένα. Στα Μανιάτικα ήταν λες και είχαν κατοχή. Μια πέτρα πάνω στην άλλη δεν βάζανε οι µπαγάσηδες».
Από τη ∆ραπετσώνα, το Κερατσίνι, το Ικόνιο και το Πέραµα πέρασαν οι µεγαλύτερες φωνές στα λαϊκά κέντρα της εποχής: ο Μπιθικώτσης, ο Αγγελόπουλος, ο Καζαντζίδης. Θυµάται τους αγώνες κατς που χρόνια µετά παρακολουθούσε στο θέατρο του Αλέκου Χρυσοστοµίδη και στην Αβα στην Αµφιάλη. «Ο Μπουράνης ήταν από τους πιο εντυπωσιακούς. Πήδαγε και έκανε µε τα πόδια του ψαλίδι. Ολο αυτό είχε και παραµύθι µέσα, αλλά ο Μπουράνης έπιανε τον άλλο µε το ψαλίδι και τον έφερνε κάτω. Και µπουνιές πάντως έπεφταν τότε, δεν ήταν σαν τα αµερικάνικα. Πέφτανε µπουνιές και καµιά φορά µατώνανε κιόλας».
Λέει για το πώς διαµορφώθηκε το τοπίο στον Πειραιά, στο Κερατσίνι και στη ∆ραπετσώνα τον τελευταίο αιώνα. «Σε αυτές τις περιοχές υπήρχαν βιοµηχανίες προτού έρθουν καν οι κάτοικοι. Οι περισσότερες στήθηκαν µέχρι το 1920. Για να µείνει εκεί ο κόσµος που χρειαζόταν να δουλέψει άρχισε να αγοράζει οικόπεδα στην περιοχή πολύ φτηνά, τζάµπα. Εµεινε εκεί ο κόσµος, αλλά µετά που άρχισαν να βγάζουν λίγα λεφτά άρχισε να τους µυρίζει. Και αντί να ζητήσουν να βάλουν φίλτρα τα εργοστάσια, ζητούσαν να τα κλείσουν. Οµως πού να βρεθούν δουλειές πια; Για τρέχα τώρα στον Ασπρόπυργο, στη Μάντρα, στου διαόλου τη µάνα να δουλέψεις…».
Ενα όραμα ζητάει στέγη
Το 1997 μαζί με φίλους του επίσης συλλέκτες δημιούργησαν τον Πολιτιστικό Συλλεκτικό Σύλλογο Κερατσινίου, όπου διοργάνωναν εκθέσεις (με φωτογραφίες, γραμματόσημα, νομίσματα, καρτ ποστάλ, διάφορα αντικείμενα) και ομιλίες με θέματα τις Κυκλάδες, την Αρκαδία, την ιστορία του Πολυτεχνείου. «Ευελπιστούσα να μου δώσουν ένα χώρο για να δημιουργήσω το ιστορικό και λαογραφικό αρχείο ώστε να στεγάσω όλο το υλικό. Να έρχονται τα σχολεία να βλέπουν από κοντά το υλικό και να μαθαίνουν τα παιδιά την τοπική ιστορία. Κανονικά η τοπική ιστορία πρέπει να διδάσκεται στα δημοτικά σχολεία ή να υπάρχει ως δραστηριότητα στα πολιτιστικά κέντρα. Αν το παιδί αγαπήσει κάτι και το θεωρεί δικό του, θα θελήσει στο μέλλον και να το διαφυλάξει».