Μια κουβέντα με τον Ιταλό συγγραφέα Φάμπιο Στάσι για την αγάπη του για τα βιβλία, τον ήρωά του μαστρο-Τζεπέτο, την καταλυτική επίδραση της πανδημίας και την άνοδο της ακροδεξιάς στη χώρα του.
Το εγκάρδιο χαμόγελο και οι λεπτοί τρόποι είναι τα πρώτα στοιχεία που ξεχωρίζουν στην προσωπικότητα του Φάμπιο Στάσι. Στα ιταλικά social media συχνά υπάρχουν αναφορές από αναγνώστες που τον βλέπουν να γράφει και να διαβάζει μες στα τρένα. «Κάθισα και υπολόγισα πόσο χρόνο έχω περάσει στα τρένα τα τελευταία τριάντα χρόνια και βγήκαν τεσσεράμισι. Σκεφτείτε, τεσσεράμισι συνεχόμενα χρόνια μέσα σε ένα βαγόνι» έλεγε στην παρουσίαση του βιβλίου του «Μαστρο-Τζεπέτο» πριν από λίγες μέρες στο πλαίσιο της 20ής Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, όπου βρέθηκε με την υποστήριξη του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Εκεί μίλησε για το βιβλίο του, που είναι μια διασκευή του Πινόκιο, και για το πώς αλλάζει η οπτική εάν στο κέντρο της ιστορίας βάλει κάποιος όχι την κούκλα αλλά τον κατασκευαστή και πατέρα της. Ο Τζεπέτο τού Στάσι είναι μια σπαρακτική φιγούρα ενός ηλικιωμένου και φτωχού ανθρώπου που από ένα κούτσουρο δημιουργεί το παιδί που δεν έχει. Ομως εξαιτίας μιας κακής φάρσας –οι συγχωριανοί του παίρνουν και κρύβουν τον Πινόκιο– αναγκάζεται να βγει στον δρόμο και να τον ψάξει βιώνοντας την απανθρωπιά.
Με τον Ιταλό συγγραφέα συναντιόμαστε στο ξενοδοχείο όπου μένει στη Θεσσαλονίκη. Λίγο προτού καθίσουμε να μιλήσουμε σε ένα απομονωμένο και ήρεμο σημείο συναντάμε τον ομοεθνή του Κάρλο Λουκαρέλι, με τον οποίο ανταλλάσσουν κουβέντες αλληλοεκτίμησης.
Είστε συγγραφέας και διευθυντής της Βιβλιοθήκης Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Σαπιέντσα Ρώμης, ενώ για καιρό είχατε την ευθύνη για την ιταλική σειρά ενός εκδοτικού οίκου. Πώς είναι μια ζωή με επίκεντρο το βιβλίο;
Τα βιβλία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για μένα από τότε που ήμουν παιδί. Η βιβλιοθήκη του δημοτικού σχολείου υπήρξε ιδιαιτέρως καθοριστική για την εξέλιξή μου. Κι αυτό γιατί η οικογένειά μου ήταν μετανάστες Σικελοί οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη. Οπως καταλαβαίνετε δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράζουμε πολλά βιβλία. Κάπως έτσι θεωρώ τη σχέση μου με τις βιβλιοθήκες κάπως σαν πεπρωμένο. Εδώ και πολλά χρόνια μένω εκατό χιλιόμετρα από εκεί όπου εργάζομαι κι αυτό σημαίνει πως αναγκαστικά περνάω τέσσερις ώρες τη μέρα στο τρένο – δύο να πάω και δύο να γυρίσω. Αυτό βέβαια στην καλή περίπτωση, τις ημέρες που δεν υπάρχουν καθυστερήσεις, διότι τα ιταλικά τρένα είναι τραγικά. Οπότε για να αξιοποιώ τον χρόνο αυτό διαβάζω και γράφω μες στο βαγόνι. Τα τρένα για μένα είναι βιβλιοθήκες εν κινήσει.
Πώς σας φαινόταν το παραμύθι του Κάρλο Κολόντι όταν ήσασταν παιδί;
Οπως συμβαίνει με τα τρένα, έτσι και ο Πινόκιο για μένα ήταν κάτι σαν πεπρωμένο. Από όταν ήμουν παιδί με συγκινούσε η ιστορία όχι όμως λόγω του Πινόκιο αλλά εξαιτίας της προσωπικότητας του μαστρο-Τζεπέτο. Πάντα με γοήτευε η τρυφερότητα αυτού του χαρακτήρα και η ανάγκη του να βγει στον κόσμο να αναζητήσει ένα γιο που δεν ανήκει στον αληθινό κόσμο. Με συγκινούσαν οι προσπάθειές του που συνεχώς ναυαγούσαν. Ο Τζεπέτο είναι μια μορφή που συμβολίζει την επιθυμία. Πιο συγκεκριμένα την ανέφικτη επιθυμία. Αυτή που είναι εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία.
Για ποιο λόγο πιστεύετε πως η ιστορία του βιβλίου σας γεννήθηκε μέσα σας τον καιρό της πανδημίας;
Ακριβώς εδώ είναι η ουσία. Αν και το θεωρώ το πιο σημαντικό και προσωπικό μου βιβλίο, δεν θα το είχα γράψει αν δεν είχαν συμβεί η πανδημία και κάποια πράγματα σε οικογενειακό επίπεδο. Ηταν η εποχή που ένας πολύ αγαπημένος μου θείος αρρώστησε βαριά, αλλά τότε ακόμη και οι νέοι ήταν σε κακή κατάσταση. Αυτή η περίοδος κράτησε όσο ένας πόλεμος. Ακόμη δεν έχουμε λογαριαστεί μαζί της. Σε όλη τη Δύση την έχουμε απωθήσει, προσποιούμαστε πως δεν υπήρξε ποτέ. Η πανδημία έβαλε τέρμα στην εποχή των παραμυθιών. Χάθηκαν οι ψευδαισθήσεις που μας κρατούσαν με έναν τρόπο «ζωντανούς». Μας ανάγκασε να δούμε καταπρόσωπο την αλήθεια. Και η αλήθεια ήταν πως ο Πινόκιο δεν υπάρχει. Τα κούτσουρα δεν έχουν φωνή και η ιστορία του Πινόκιο είναι τελικά το χρονικό της ασθένειας ενός ηλικιωμένου που έχει απολέσει τη μνήμη του. Μου φαίνεται ταιριαστή μεταφορά για την εποχή μας.
Εποχή στην οποία σημειώνεται άνοδος της ακροδεξιάς.
Ο πόλεμος έχει επιστρέψει στην Ευρώπη. Πάνω απ’ όλα όμως έχουν επιστρέψει ο φασισμός και ο ναζισμός. Η εποχή μας θυμίζει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Για όλα αυτά ήθελα να μιλήσω μέσα από το βιβλίο. Ο Τζεπέτο είναι πάμφτωχος, κάτι που απαλείφτηκε από τον Ουόλτ Ντίσνεϊ τη δεκαετία του 1940, όταν το παραμύθι μεταφέρθηκε σε κινούμενα σχέδια. Προσωπικά ήθελα να μιλήσω για τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση. Ο Τζεπέτο είναι ηλικιωμένος και θέλει να έχει παιδί. Είναι πάμφτωχος και θέλει να γυρίσει τον κόσμο. Είναι από το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένος ο Δον Κιχώτης. Μια προσωπικότητα που επαναστατεί κόντρα στην εξουσία. Στην ιστορία της ανθρωπότητας η εξουσία πάντα έκαιγε τα βιβλία. Η λογοτεχνία τρομάζει τα φασιστικά καθεστώτα γιατί εκφράζει τις αξίες του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης. Ο ναζισμός είχε βάλει στη μαύρη λίστα λογοτεχνικά έργα που θεωρούσε εκφυλισμένα και επικίνδυνα.
Η δική μου ανάγνωση του βιβλίου σας είναι ότι πρόκειται για σχόλιο για τον κοινωνικό αποκλεισμό. Υπάρχει σήμερα χώρος για τους αποσυνάγωγους;
Πιστεύω πως υπάρχει ελπίδα μετά την απελπισία. Η λογοτεχνία και το σινεμά σε μεγάλο βαθμό μιλούν γι’ αυτό. Ο Βιμ Βέντερς και ο Μιγιαζάκι το κάνουν κατά κόρον. Μιλούν για το πώς είναι να διατηρήσεις την ελπίδα έχοντας βιώσει την απελπισία και έχοντας επίγνωση της αδικίας που επικρατεί στον κόσμο. Είμαι από αυτούς που συνεχίζουν να ελπίζουν στην ανθρωπότητα. Ελπίζω στους νέους που αυτήν τη στιγμή αγωνίζονται για τα δικαιώματα των πολιτών, για το περιβάλλον, για καλύτερες συνθήκες ζωής αλλά και για όλους όσοι βρίσκονται εκτός κοινωνίας, τους αποσυνάγωγους όπως λέτε. Προσωπικά νιώθω αντιφασίστας. Ο αντιφασισμός είναι η μήτρα από την οποία προέρχομαι. Και στην Ιταλία είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς γι’ αυτό. Στην Ελλάδα όμως συνάντησα την ευαισθησία με την οποία ταυτίζομαι.
Γιατί είναι δύσκολο στην Ιταλία;
Γιατί όπως είπε και ο Κάρλο Λουκαρέλι χτες στην παρουσίαση του βιβλίου του, οι Ιταλοί δεν έχουν λογαριαστεί με το παρελθόν τους. Οπότε παρατηρείται επιστροφή σε ορισμένες στάσεις που παραπέμπουν στη φασιστική θέαση του κόσμου. Να φανταστείτε ότι κατά τη φετινή επέτειο της απελευθέρωσης από το φασιστικό καθεστώς (25 Απριλίου) δεν χρησιμοποιήθηκε αυτή η λέξη από επίσημα χείλη. Γίνεται μια διαρκής προσπάθεια εξίσωσης των απωλειών. Θέλουν να δεχτούμε πως οι νεκροί και από τις δύο πλευρές μετρούν το ίδιο. Δεν είναι έτσι όμως. Σε τίποτε δεν είναι το ίδιο. Ωστόσο, κατανοεί κανείς πως δεν υπάρχει πραγματικά αντίληψη για όσα συνέβησαν.
INFO
Το μυθιστόρημα «ΜαστροΤζεπέτο» του Φάμπιο Στάσι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση. Ευχαριστούμε θερμά τη Μαρία Μουσαφίρη για τη διερμηνεία στη συνέντευξη