Fake news και Ευρωπαϊκή Ένωση

Fake news και Ευρωπαϊκή Ένωση

Στην Ευρώπη γινόμαστε μάρτυρες της διάδοσης διαστρεβλωμένων πληροφοριών και της κατανόησης των παγκόσμιων προβλημάτων μέσα από απλές και συναισθηματικές αφηγήσεις.

Η εξέλιξη αυτή διευκολύνει και καλλιεργεί την κατασκευή φερόμενων ως ‘κρυφών αληθειών’ πίσω από την πολιτική/οικονομική πραγματικότητα. Ενθαρρύνει την πεποίθηση ότι τα γεγονότα/η εμπειρία δεν θα πρέπει να καθοδηγούν τη γνώση/τις πράξεις των πολιτών. Το επιχείρημα είναι ότι η επιστημονική ή η εμπειρική ‘αλήθεια’ δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά να αντιμετωπίζεται, όχι μόνο ως κάτι σχετικό αλλά και ως κάτι εξαρτώμενο από τις πολιτικές ατζέντες και τα οικονομικά συμφέροντα.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι ‘κινητήριες δυνάμεις’ είναι οι εξής:

Πρώτον, η αυξανόμενη υποστήριξη στους δημαγωγούς πολιτικούς, που μιλούν στο όνομα του ‘λαού’, της σιωπηλής πλειοψηφίας η οποία δεν έχει την ευκαιρία να μιλήσει ή, χειρότερα, να καταλάβει ότι παρασκηνιακά πρέπει να κρύβεται κάτι που να αιτιολογεί το πώς οι διεφθαρμένες ελίτ κρατάνε τον κόσμο υπόδουλο.

Δεύτερον, οι αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η γνώση και η πληροφορία φτάνουν στο κοινό. Αυτό περιλαμβάνει:

(α) την μετατόπιση στην κουλτούρα της επικοινωνίας, με τους πολιτικούς να χρησιμοποιούν την τεχνολογία για να επικοινωνούν απευθείας με τους οπαδούς τους, χωρίς να χρειάζεται να μεταδίδουν τους ισχυρισμούς τους μέσω του φίλτρου ελέγχου γεγονότων ενός οργανισμού ειδήσεων;

(β) την κατάσταση των ραδιοτηλεοπτικών και έντυπων μέσων. Πολλοί δημοσιογράφοι προσαρμόζονται στο επιχειρηματικό μοντέλο της ψηφιακής εποχής, όπου όλα βασίζονται σε “κλικς”, “viral ιστορίες” και όχι σε “γεγονότα”. Χωρίς την πρακτική της εκτεταμένης έρευνας και την επιστράτευση επιχειρημάτων βασισμένων σε γεγονότα και εμπειρογνωσία, η δημόσια επικοινωνία χάνει τη διαλογική ζωτικότητά της.

και (γ) την αφθονία του Διαδικτύου, το οποίο αντί να συνδέει ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις και ιδεολογίες, ενισχύει τις προκαταλήψεις, καθιστώντας ευκολότερη την κυκλοφορία απόψεων και φημών μεταξύ ομοειδών ομάδων.

Γιατί όμως η ΕΕ έχει γίνει ιδιαίτερα ευάλωτη στους παράγοντες αυτούς τα τελευταία χρόνια?

Η ΕΕ αγκιστρωμένη στη λογική του αναπόφευκτου, επενδύει προς μια κατεύθυνση, της αέναης προσαρμογής στην οικονομική και χρηματιστική παγκοσμιοποίηση. Περιφρονεί αυτούς που διαφωνούν υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει τις κατάλληλες διαδικασίες και χώρους που θα της επιτρέψει να «ακούσει καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο.

Συνεπώς, το φαινόμενο της ‘μετά-αλήθειας’/‘ψευδών ειδήσεων΄συμβαδίζει με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών΄και είναι ΚΑΙ αποτέλεσμα της εκτεταμένης απώλειας εμπιστοσύνης και πίστης προς τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών. Υπάρχει μια ασυμφωνία μεταξύ του αφηγήματος που υιοθετούν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών και τα ΜΜΕ, και των ανησυχιών που εκφράζουν οι πολίτες.

Όπως σωστά επισημαίνει ο Muller (Τι είναι λαϊκισμός, Πόλις 2017, σ. 150-151) μια κρίση δεν παράγει απαραίτητα δημαγωγούς, ψευδείς ειδήσεις και μετά-αλήθειες. Οι δημοκρατίες συνεχώς αντιμετωπίζουν και δημιουργούν κρίσεις και διαθέτουν πόρους για την επίλυσή τους.

Ωστόσο, η τεχνοκρατική προσέγγιση της σημερινής κρίσης αντανακλά τον αρνητισμό. Οι τεχνοκράτες υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μια ορθή λύση/πολιτική. Οι δημαγωγοί διατείνοται ότι υπάρχει μόνο η αυθεντική βούληση του λαού. Μοιράζονται και κοινά χαρακτηριστικά – η ΕΕ η ηθικολογεί («Εσείς οι Έλληνες και οι άλλοι πρέπει να πληρώσετε για τις αμαρτίες σας») και οι δημαγωγοί σκέφτονται ως επιχειρηματιές (ας θυμηθούμε στην Τσεχία την υπόσχεση του Babis να διοικήσει το κράτος όπως διοικεί τις επιχειρήσεις του).

Και για τους τεχνοκράτες, λοιπόν, και για τους δημαγωγούς δεν υπάρχει καμία ανάγκη για δημοκρατικό διάλογο. Γι’ αυτό και είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο ένας ανοίγει τον δρόμο για τον άλλο, διότι ο καθένας τους νομιμοποιεί την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει στ’ αλήθεια περιθώριο για διαφωνίες. Σε τελική ανάλυση, και ο τεχνοκράτης και ο δημαγωγός υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μια ορθή πολιτική λύση και μόνο μια αυθεντική λαϊκή βούληση.

Αν οι ηγέτες/θεσμοί της ΕΕ επιθυμούν να διαχειριστούν την ‘μετά-αλήθεια’ οφείλουν να ενισχύσουν τη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών στις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου. Τα κράτη-μέλη έχουν πετύχει έναν εκπληκτικό βαθμό οικονομικής ενοποίησης. Έχουν υπογράψει χιλιάδες σελίδες κανονισμών σε τομείς που καλύπτουν τα πάντα. Επίσης, έχουν δημιουργήσει και ένα κοινοβούλιο που εκλέγεται από τους πολίτες των κρατών-μελών με άμεση ψηφοφορία και είναι εξοπλισμένο με ευρείες αρμοδιότητες συναπόφασης και ελέγχου.

Η διατήρηση αυτών των κεκτημένων αποτελεί το ζητούμενο και η καταπολέμηση του ευρωαρνητισμού δεν μπορεί παρά να συντελεστεί μέσα από ευρύτερες διαβουλευτικές διαδικασιές που επανακαθορίζουν τις προτεραιότητες και πολιτικές που εφαρμόζονται στο όνομα της ΕΕ. Αυτό απαιτεί:

1. Ανάπτυξη ενός νέου λόγου που χαρακτηρίζεται από μια ευρωπαϊκή «οπτική»: αναγνώριση των προβλημάτων/αλλαγών που συμβαίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και ανάλυση του τρόπου με τον οποίο συμβάλλουν στην αναδιαμόρφωση της αποστολής των εσωτερικών και περιφερειακών/διεθνών εξελίξεων.

2. Τη διαμόρφωση και υιοθέτηση πλουραλιστικής και διαβουλευτικής δυναμικής που να βασίζεται σε διακοινωνικές και όχι μόνο σε διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις/συμφωνίες.

3. Τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής διαλεκτικής επικοινωνίας για τη χάραξη πολιτικής. Δεδομένου ότι η επικοινωνία επικεντρώνεται κυρίως στη σφυρηλάτηση πολιτισμικών και εκπαιδευτικών δεσμών/σχέσεων, αλλά όχι πολιτικών, η ΕΕ οφείλει να την επαναπροσδιορίζει και να την κατευθύνει προς την ανάληψη και αξιοποίηση διαλεκτικών διαδικασιών, με στόχο να ενθαρρύνει και να ενισχύσει τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής (περιβάλλον, ανάπτυξη, παγκόσμια διακυβέρνηση, τρομοκρατία κ.ά.).

Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η στρατηγική επικοινωνίας θα λειτουργήσει σε τροχιά ενίσχυσης της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητας της ΕΕ, και να έχει δυο συγκεκριμένες λειτουργίες:

1. να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση των υφιστάμενων πολιτικών, καθιστώντας τες αποτελεσματικότερες, και

2. να ασκήσει κριτική στις τρέχουσες πολιτικές και να συζητήσει νέες πορείες δυναμικής δράσης.

Είναι σύνηθες η προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων να οδηγεί στην ανάδυση συγκεκριμένων λύσεων καθώς και ιδεών, που σχηματίζουν το πλαίσιο που κατευθύνει τον τρόπο ενατένισης του κόσμου και επίλυσης των προβλημάτων. Το σύνολο των ιδεών αυτών που συνδέονται λογικά μεταξύ τους αποκαλούμε παράδειγμα. Η κατάσταση αυτή, αν και εύλογη πολλές φορές οδηγεί στο παράδοξο να επιχειρούμε να αντιμετωπίσουμε σύγχρονες προκλήσεις με πρότερα σχήματα, και καταλήγει συχνά σε ιδεολογικές αγκυλώσεις. Τούτο ισχύει, για παράδειγμα, στην κατευθυντήρια γραμμή της πολιτικής και της οικονομίας, στην απροβλημάτιστη παραδοχή δηλαδή ότι η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελεί πανάκεια και ότι η απουσία της ισοδυναμεί με μια διαρκή προβληματική κατάσταση.

Ενώ η μεγέθυνση της οικονομίας αποτελούσε δικαιολογημένα στόχο των ευρωπαϊκών κοινωνιών μετά το 1945, σήμερα αποτυγχάνει να επιλύσει τα προβλήματα της φτώχειας, των ανισοτήτων και της ανεργίας, αφετέρου δημιουργεί μείζονες οικολογικές ζημίες που βλάπτουν την ανθρώπινη ευημερία και μειώνουν, σε αρκετές περιπτώσεις, την ευρωστία της οικονομίας. Απαιτείται, λοιπόν, η διαμόρφωση μιας στρατηγικής που απο-εγκλωβίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ανοίγει δρόμους για μια «ευρωφιλική» αλλά μη τεχνοκρατική, μη λαϊκιστική λογική.

Αυτό που απαιτείται είναι ένας ‘έξυπνος λαϊκισμός’ που δεν φοβάται την πρόκληση της συνεργασίας αλλά την αντιμετωπίζει ως απαραίτητη προσθήκη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ΕΕ. Εάν η ΕΕ και οι ηγέτες της των κρατών-μελών συνεχίσουν να αποφεύγουν ή να αγνοούν αυτή την πραγματικότητα, όχι μόνο θα διευκολύνουν περαιτέρω το υπαρξιακό άγχος της ολοκλήρωσης, αλλά θα επιτρέψουν στην ‘μετά-αλήθεια’ και των ‘ψευδών ειδήσεων’ να συνεχίσουν το έργο αποσύνθεσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και κάτοχος της Έδρας Jean Monnet.

Ετικέτες

Documento Newsletter