Σε ιστορικό χρόνο, που αφορά ήδη εδώ κι έναν χρόνο το «σήμερα», η αποτίμηση της περιόδου της πανδημίας διεθνώς αποτελεί κατά κοινή ομολογία τομή που θα προσδιορίζει το «πριν» και το «μετά» σε θεμελιώδη προβλήματα με βάση την προφανή τάση αναδιαμόρφωσης των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων, την ίδια τη ζωή και την οντότητα των πολιτών. Η ριζική αντιπαράθεση ανάμεσα στις προοδευτικές αξίες που νοηματοδοτούν παραδόσεις και αναλύσεις της σύγχρονης Αριστεράς με τις πολιτικές της νέας Δεξιάς και της ακροδεξιάς εγκυμονεί συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα.
Αν και οι διαπιστώσεις αυτές κινούνται πλέον στα όρια του αυτονόητου, παρ’ όλα αυτά δεν γίνονται ευθέως αποδεκτές από την παράταξη της νέας Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη που κυβερνάει σήμερα τη χώρα. Οχι γιατί δεν αντιλαμβάνονται το βάθος των κυοφορούμενων αλλαγών και το εύρος των θεμάτων, στα οποία η κοινωνική σύγκρουση τροφοδοτεί τον αριστερό ριζοσπαστισμό απέναντι στην επιθετική αντιδραστική αναδίπλωση που επιχειρεί ο δεξιός ριζοσπαστισμός στην αιχμή των ακραίων νεοφιλελεύθερων επιλογών. Αλλά ακριβώς γιατί έχουν επιλέξει μια στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης και διαχείρισης του φόβου των κοινωνιών για να οδηγήσουν τις δυνάμεις της εργασίας σε μια νέα ιστορική ήττα και την κοινωνία μας σε μια αντίστοιχη κατάσταση περιστολής δικαιωμάτων και ανοχής στην επιτήρηση και χειραγώγηση.
Η πανθομολογούμενη αποτυχία με τραγικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας δεν πρόκειται λοιπόν για διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης, αλλά για εμμονικές ιδεοληπτικές επιλογές που οδηγούν στην παράταση αυτής της τραγικής κατάστασης.
Στον τομέα της δημοκρατίας και των ελευθεριών, ακόμη και στον τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλίου, δεν πρόκειται για συγκυριακές θεσμικές ρυθμίσεις εναρμόνισης με την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων. Αλλά για επιλογές που θα κατατείνουν γενικότερα στη συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας μας και για επιχείρηση (αντι)θεσμικής οχύρωσης απέναντι στο «φάσμα» της ανάκτησης της ηγεμονίας που θα φέρει στη διακυβέρνηση της χώρας την εναλλακτική προοδευτική πρόταση, με ραχοκοκαλιά τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Δεν πρόκειται επίσης για άγνοια ή για αδυναμία κατανόησης του κεντρικού προβλήματος που αναδεικνύει η συνεχής διεύρυνση των ανισοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Αλλά για στρατηγική επιλογή παραγνώΣε ρισης αυτού του φαινομένου μέσω του αφηγήματος της «επαναφοράς στην κανονικότητα» και μιας ανάπτυξης δήθεν για όλους μέσω των εμφανιζόμενων ως ουδέτερων (!) αναγκαίων πράσινων και ψηφιακών μετασχηματισμών στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση που ήδη επιχειρείται σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα.
Ως παρακολούθημα αυτών των κυβερνητικών επιλογών αξιοποιείται όλη η φάση της πανδημίας για μια προφανή και ανενδοίαστη ανασύσταση του παραδοσιακού πελατειακού κράτους της Δεξιάς και για την εξυπηρέτηση μεγάλων οικονομικών αλλά και μικρότερων ιδιοτελών συμφερόντων μέσω της πληθώρας γκρίζων αναθέσεων, προμηθειών και διευθετήσεων. Αλλά και κυρίως μέσω της θεσμικής συρρίκνωσης και υπονόμευσης όλων των ελεγκτικών μηχανισμών και των διαδικασιών που είναι αντίβαρο/εμπόδιο σε μια τέτοια πολιτική.
Ο ρόλος ισχυρής μερίδας ελεγχόμενων και ισχυρά πριμοδοτούμενων ΜΜΕ έχει προφανώς στρατηγική σημασία για την επιβολή των παραπάνω πολιτικών και δεν αποτελεί συγκυριακή κυβερνητική επιλογή για να ικανοποιείται το προφανές, δηλαδή η απόκρυψη κυβερνητικών ευθυνών και ο
εξωραϊσμός νομοθετικών παρεμβάσεων μέχρι αγιογραφίας για τις πράξεις και παραλείψεις του πρωθυπουργού, των στελεχών της ΝΔ και του «ακραίου κέντρου».
Πώς θα γίνουν όμως τα παραπάνω συνείδηση στην κοινωνική πλειοψηφία, ιδιαίτερα στην πολυπληθή νέα γενιά που υπέστη και υφίσταται τις δύο επάλληλες κρίσεις στη χώρα μας; Πώς θα ωριμάσει και θα μετασχηματιστεί σε μια νέα κοινωνική-πολιτική πλειοψηφία με αυτοπεποίθηση, με ελπίδα και άρα με διάθεση συμμετοχής σε αγώνες, αλλά και σε απόφαση εκλογικής παρουσίας και παρέμβασης όταν έρθει η ώρα;
Προφανώς στα ερωτήματα αυτά δεν απαντάει η στρατηγική του ώριμου φρούτου. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν είναι ούτε θα γίνει μέρος ενός ελεγχόμενου συστηματικού δικομματισμού και βεβαίως γιατί απαιτείται η οικοδόμηση μιας νέας εμπιστοσύνης αυτής της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα της νεολαίας προς την ίδια την πολιτική πράξη και συμμετοχή, μια πίστη στην ανάπτυξη μαζικών αγώνων και κινημάτων, μια νέα σχέση όχι ανάθεσης αλλά επιλογής και εμπιστοσύνης προς την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ως βασική δύναμη της ευρύτερης προοδευτικής, δημοκρατικής παράταξης.
αυτήν τη μεγάλη πρόκληση επιχειρούμε να απαντήσουμε με μια πολιτική ανοικτού πνεύματος και οριζόντων που μεταφράζεται σε προγραμματικές θέσεις με σαφήνεια και κοινωνικό αριστερό πρόσημο. Με μαχητική προγραμματική τεκμηριωμένη αντιπολίτευση και με ενίσχυση της παρουσίας μας στα πολλά ιδεολογικά μέτωπα, τα οποία ανοίγονται και από την ίδια τη Δεξιά της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη.
Για να είναι αποτελεσματική η απάντησή μας σε αυτή την πρόκληση πρέπει ακριβώς να έχει αυτά τα στοιχεία που προφανώς ενσωματώνουν την αποκάλυψη σκανδάλων και αντιδημοκρατικών πρακτικών του «επιτελικού κράτους των αρίστων», αλλά δεν εξαντλούνται σε τακτικούς επικοινωνιακούς ελιγμούς, σε πολιτικές «ατάκες» και σε επιφανειακές αντιπαραθέσεις.
Είμαι αισιόδοξος ότι σε αυτό τον δρόμο πορευόμαστε και ότι θα ανταποκριθούμε για μια ακόμη φορά. Με όρους ανάκτησης της ηγεμονίας των προοδευτικών απόψεων στην «κοινωνία των πολλών» για την πιο γρήγορη και αποτελεσματική αποδόμηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και την απομάκρυνση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από την εξουσία.