Ευρώπη: Κοινό και μεγάλο το πρόβλημα – Χωριστές και επιμέρους οι παρεμβάσεις

Η ραγδαία εξάπλωση του κορονοϊού άλλαξε το κέντρο βάρους του ενδιαφέροντος στην Ευρώπη.

Ενώ μέχρι πριν από λίγες ημέρες ο προβληματισμός αφορούσε κυρίως τις αντοχές που θα επιδείξει η οικονομία της Ιταλίας, πλέον κάθε χώρα βλέπει τη φωτιά να καίει και στη δική της αυλή.

Ο εκτιμήσεις των αναλυτών μέρα με τη μέρα αναπροσαρμόζονται. Η αρχική πρόβλεψη για επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία της τάξης του 0,1% μοιάζει πλέον μακρινή και ιδιαίτερα αισιόδοξη. Οι διεθνείς οργανισμοί προχωρούν συνεχώς σε αρνητικές αναθεωρήσεις των εκτιμήσεών τους, χωρίς όμως να μπορούν να πουν με βεβαιότητα πού θα σταματήσει η πτώση.

Καθυστέρησαν

Αποτέλεσμα του θολού τοπίου που έχει δημιουργηθεί αναφορικά με τις επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία είναι η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων από τα όργανα της ευρωζώνης.

Η αρχική απόφαση κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μέσω τηλεδιάσκεψης του Eurogroup στις 4 Μαρτίου ήταν να εκτιμηθεί η κατάσταση και να συζητηθούν οι όποιες δράσεις στη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου.

Ατύπως είχε συμφωνηθεί τα κράτη-μέλη να μην προχωρήσουν σε λήψη μέτρων προτού οι υπουργοί Οικονομικών λάβουν τις αποφάσεις τους. Η ραγδαία όμως εξάπλωση του ιού, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο οι αποφάσεις των οργάνων της ΕΕ για ακόμη μια φορά να ληφθούν πολύ αργά, οδήγησαν τα κράτη-μέλη να κινηθούν σε κάποιο βαθμό αυτόνομα.

Η τηλεδιάσκεψη των ηγετών των κρατών-μελών της ΕΕ την Τρίτη δεν έδωσε απαντήσεις. Αρκέστηκαν στην «ισχυρή δέσμευση» ότι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η πρόβλεψη για παροχή ρευστότητας 25 δισ. ευρώ μέσω ειδικού ταμείου είναι

σαν να δίνεις ασπιρίνη σε πολυτραυματία. Η επιβεβαίωση ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία θυμίζει την κωλυσιεργία του 2008, όταν η οικονομία των ΗΠΑ ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και οι Ευρωπαίοι ηγέτες διαβεβαίωναν ότι η ΕΕ είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την κρίση. Η κρίση τότε ήρθε, αλλά η ΕΕ τελικά δεν ήταν έτοιμη.

Η εξάπλωση του κορονοϊού φαίνεται να φέρνει την ευρωζώνη αλλά και στο σύνολό της την Ευρωπαϊκή Ενωση αντιμέτωπες με το ίδιο πρόβλημα: πώς θα αντιδράσει σε ένα κοινό πρόβλημα έχοντας οικονομίες που δεν έχουν την ίδια δυναμική; Σε αντίθεση με την κρίση του 2008, στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν βρίσκεται ο Μάριο Ντράγκι. Και μαζί με τον «σούπερ Μάριο» δεν υπάρχουν και τα όπλα με τα οποία αντέδρασε τότε η ΕΚΤ.

Μετά την άμεση αντίδραση της

Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να μειώσει τα επιτόκια, όλοι στην Ευρώπη έστρεψαν το βλέμμα στη Φρανκφούρτη. Η φαρέτρα όμως της ΕΚΤ είναι σχεδόν άδεια. Τα επιτόκια είναι ήδη αρνητικά, με αποτέλεσμα μια ακόμη κίνηση να μην μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αυτό σημαίνει ότι η εμπειρία από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 δεν μπορεί να βοηθήσει την ευρωζώνη. Οι υπουργοί Οικονομικών θα πρέπει να βρουν νέους τρόπους αντιμετώπισης της ύφεσης.

Η παροχή ακόμη μεγαλύτερης ρευστότητας είναι μια λύση και η ΕΚΤ αποφάσισε να ρίξει περίπου 120 δισ. ευρώ μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE). Αλλωστε σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκε και το ΔΝΤ ενημερώνοντας ότι 50 δισ. ευρώ είναι έτοιμα να πέσουν στην αγορά. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν 8,3 δισ. δολάρια έκτακτες δαπάνες, η Κίνα 15,9 δισ. δολάρια για την αντιμετώπιση της επιδημίας, η Ιαπωνία 4 δισ. δολάρια για τη στήριξη των επιχειρήσεων.

Το βασικό εμπόδιο

Εάν η ΕΚΤ αρκεστεί στη γρήγορη λύση των παρεμβάσεων νομισματικής πολιτικής, θα αυξηθεί λίγο ακόμη η ασφάλεια της αγοράς ομολόγων, με αποτέλεσμα κάποιοι επενδυτές να αναζητήσουν εκεί καταφύγιο. Είναι προφανές όμως ότι σε κεντρικό επίπεδο αυτές οι λύσεις δεν είναι αρκετές προκειμένου να στηριχτεί η οικονομία.

Η ραγδαία αύξηση των δαπανών για τη στήριξη των οικονομιών μοιάζει μονόδρομος. Εμπόδιο όμως σε τέτοια κίνηση αποτελεί το γεγονός ότι όλες οι χώρες της ΕΕ δεν έχουν την ίδια δυνατότητα. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί τους οποίους προβλέπει το σύμφωνο σταθερότητας δένουν τα χέρια των κυβερνήσεων. Η συζήτηση για τη χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας έχει ανοίξει.

Και οι σκληροπυρηνικοί τον χαβά τους

Οι γνωστοί σκληροπυρηνικοί κύκλοι έσπευσαν να περιορίσουν τις προσδοκίες. Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ μιλώντας στον Σκάι είπε ότι «το σύμφωνο σταθερότητας πάντα προέβλεπε ότι είναι δυνατή η λήψη ειδικών μέτρων κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, ακόμη και ο στόχος για δημοσιονομικό έλλειμμα 3%». Ωστόσο, ο ίδιος έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι «δεν υφίσταται ζήτημα αναστολής, είναι ζήτημα να αποφασίσουμε πότε θα πρέπει να κάνουμε το βήμα αυτό. Δεν περιμένω να συμβεί την επόμενη Δευτέρα αλλά είναι θετικό να γνωρίζουμε ότι έχουμε την ευελιξία η οποία μπορεί να χρειαστεί».

Η εξάπλωση του κορονοϊού όμως τρέχει και οι συνέπειες από το πλήγμα στην οικονομία είναι ήδη εμφανείς. Αποτέλεσμα είναι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης, η μια μετά την άλλη, να ανακοινώνουν μέτρα θωράκισης και παράλληλα στήριξης της οικονομίας τους. Σε αυτήν τη φάση εντός του πλαισίου που ορίζει το σύμφωνο σταθερότητας.

Ρίχνει 25 δισ. ευρώ

Πρώτη απ’ όλους η Ιταλία, η μεγάλη ασθενής της ευρωζώνης, ετοιμάζεται να ρίξει στην αγορά της 25 δισ. ευρώ. Στόχος να στηριχτούν ο τομέας της υγείας και βέβαια επιχειρήσεις και νοικοκυριά που έχουν πληγεί.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση ανακοίνωσε δέσμη μέτρων, σε συνεννόηση με την Κομισιόν, και περιμένει τις εξελίξεις προκειμένου να προχωρήσει η εφαρμογή τους. Το μεγαλύτερο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα είναι ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Ηδη τα μηνύματα από τον τουρισμό είναι αρνητικά, χωρίς όμως να υπάρχει πλήρης εικόνα για τις συνολικές απώλειες. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το αρνητικό σενάριο, η ζημία στους δημοσιονομικούς στόχους θα είναι πολύ μεγάλη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις είτε για αλλαγή των στόχων είτε για λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων.

Στη Γερμανία περιμένουν να έχουν συνολικότερη εικόνα της κατάστασης προτού η γερμανική κυβέρνηση προχωρήσει στη λήψη μέτρων. Ο υπουργός Οικονομικών Πέτερ Αλτμάιερ δήλωσε ότι το Βερολίνο είναι έτοιμο να παρέμβει στην εσωτερική αγορά εάν κριθεί αναγκαίο. Το ίδιο και στην Ισπανία και τη Γαλλία, οι οποίες θέτουν πλέον ανοιχτά το θέμα «ευελιξίας» σχετικά με όσα επιβάλλει το σύμφωνο σταθερότητας.

Πρώτο θέμα που θέτουν τα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί είναι να μην υπολογιστούν στους δημοσιονομικούς στόχους τα κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η Κομισιόν σε πρώτη φάση έδωσε το πράσινο φως, αλλά όλα δείχνουν ότι στο εσωτερικό της ευρωζώνης ξεκινά ακόμη μια μάχη δημοσιονομικού ενδιαφέροντος. Αρκετοί υπουργοί Οικονομικών σημειώνουν ότι δεν θα μπορέσει να υπάρξει ανάσχεση των συνεπειών εάν δεν αποφασιστεί η χαλάρωση του συμφώνου δημοσιονομικής σταθερότητας. Αυτό που ζητούν είναι να τους επιτραπεί να προχωρήσουν σε αυξημένες δαπάνες με στόχο να στηρίξουν την οικονομία των χωρών τους.

Αντιδρά η Γερμανία

Σε αυτό για ακόμη μια φορά αντιδρά η Γερμανία, η οποία επιμένει να μην επιτρέπει μεγάλες αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν συμφωνηθεί. Εκτιμά ότι και αυτή η παγκόσμια κρίση δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με κινήσεις που θα επιφέρουν χαλάρωση της λιτότητας, με ό,τι αποτέλεσμα κι αν έχει αυτό στην παγκόσμια οικονομία.

Αντίθετα με την εμμονική πολιτική της Γερμανίας, όσο εξαπλώνεται ο ιός η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δέχεται εισηγήσεις για τη λήψη μέτρων που θα είναι πρωτοφανή για την Ευρώπη. Αρκετοί είναι αυτοί που ζητούν η ΕΚΤ να δείξει μεγαλύτερη ευελιξία στον τομέα τον «κόκκινων» δανείων. Αυτό θα είναι το επόμενο μεγάλο ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός τομέας μετά την εξάπλωση της κρίσης. Πλέον οι αναλυτές εκτιμούν ότι η μόνη λύση για να στηριχτεί η οικονομία θα είναι ένα «θετικό σοκ» από μέτρα στήριξης, χωρίς το εμπόδιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας.