H Εθνική Ελλάδας του μπάσκετ ταξίδεψε στο Ζάγκρεμπ με την ετικέτα του κομήτη κολλημένη στο κούτελό της. Οι οικοδεσπότες Γιουγκοσλάβοι και τα υπόλοιπα προ διετίας θύματά της την περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες, έτοιμα να τιμωρήσουν τον ρακένδυτο που τρύπωσε απρόσκλητος στο σαλόνι. Όταν οι «Γιούγκοι» την ισοπέδωσαν, στην πρεμιέρα, με το εκκωφαντικό 103-68, οι Θωμάδες γέλασαν. Η βασίλισσα είχε ξεγυμνωθεί.
Οι παρείσακτοι κουρελήδες έφτασαν κουτσά στραβά στα ημιτελικά, αλλά εκεί τους περίμενε η πικραμένη φιναλίστ του 1987, διψασμένη για ρεβάνς και στολισμένη με το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο της Σεούλ. Απέναντι στον Παναγιώτη Φασούλα, στήθηκε για το τζάμπολ όχι πια ο Τκατσένκο, αλλά ο μεγάλος απών του Φαλήρου Άρβιντας Σαμπόνις. «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω», σκεφτήκαμε, οι λίγοι Έλληνες δημοσιογράφοι που βρεθήκαμε στην Ντομ Σπόρτοβα. Ήταν Σάββατο 24 Ιουνίου 1989.
Στο Ζάγκρεμπ μας υποδέχθηκε κύμα δυσπιστίας. Οι ξένοι μιλούσαν για την έδρα, για τη διαιτησία, για …Μαυριτανία. Η ελληνική ομάδα είχε ενισχυθεί με τον Τζον Κόρφα, αλλά η συμμετοχή του τελευταίου απαγορεύτηκε την ύστατη ώρα για γραφειοκρατικούς λόγους, μετά από ένσταση των Γάλλων. Προπονητής ήταν πλέον ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου, αφού ο Πολίτης απομακρύνθηκε μετά την αποτυχία στο Προολυμπιακό τουρνουά του 1988.
Ο Γκάλης ήταν ο Γκάλης, ένας απαράμιλλος σούπερμαν που δεν είχε σταματημό. Ο Γιαννάκης, ο Φασούλας και ο Χριστοδούλου επέστρεφαν πιο ώριμοι, πλαισιωμένοι ωστόσο από έναν θίασο μέτριων υπολοχαγών: Στεργάκος, Καμπούρης, Φιλίππου, Παταβούκας, Αγγελίδης, Ανδρίτσος, Παπαδόπουλος. Ήταν φανερό, ότι η ευθύνη έπεφτε στους ώμους 5-6 ανθρώπων. Τους, ήδη, φορτωμένους με ένα ασήκωτο «πρέπει».
Το δίωρο που διαδραματίστηκε εκείνο το ζεστό Σαββατόβραδο στο Ζάγκρεμπ ήταν μία εποποιία αντάξια –για πολλούς μεγαλύτερη- με εκείνη του 1987. Η Εθνική Ελλάδας άρχισε και τελείωσε τον αγώνα με την ίδια πεντάδα, με εξαίρεση 6-7 λεπτά συμμετοχής του Καμπούρη αντί του Στεργάκου για να κοπεί ο βήχας του Βολκόφ. Ο Γιαννάκης μοίρασε 9 ασίστ στο πρώτο ημίχρονο. Ο Γκάλης έβαλε 18/33 σουτ και 8/9 βολές, όπερ 45 πόντους, δίχως να σκοτίζεται για το μαρκάρισμα των Μαρτσουλιόνις-Τιχονένκο. Ο Φασούλας κράτησε αβοήθητος τους δίδυμους πύργους Σαμπόνις-Μπελοστένι.
Ο ημιτελικός εξελισσόταν σε τιτανομαχία και οι αμφισβητίες δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η θριαμβεύτρια της Σεούλ έτριζε. Από μία μισοφωτισμένη γωνία των δημοσιογραφικών θεωρείων, ο απόμαχος «στρατηγός» Αλεξάντερ Γκομέλσκι έστελνε ραβασάκια με εντολές (με αγγελιαφόρο τον γιο του Κύριλλο) στον διάδοχό του, Βλάντας Γκαράστας. Ο Μαρτσουλιόνις βγήκε με φάουλ. Ο ταλαιπωρημένος Σαμπόνις κουράστηκε. Ο Χόμιτσιους και ο Σοκ έβρισκαν σίδερο. Ο Γκάλης χόρευε. Ο Γιαννάκης έτρωγε σίδερα.
Και όταν έφτασε η στιγμή για το καθοριστικό προσπέρασμα, στο 78-80, ο «μπέμπης» έγινε άνδρας μπροστά στα μάτια μας. Η πάσα του «γκάνγκστερ» βρήκε τον Φάνη Χριστοδούλου ακροβολισμένο στο τρίποντο, αφρούρητο, για ένα από τα πιο σημαντικά σουτ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ο Γκάλης σήκωσε τις γροθιές για να πανηγυρίσει και έφυγε προς την άμυνα πριν ακόμη η μπάλα φτάσει στο σοβιετικό καλάθι! Τα ριπλέι έδειξαν ότι είχε πατήσει την τελική γραμμή πριν σερβίρει, αλλά μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Χρειαζόταν, πια, μόνο μία άμυνα για να τελειώσει η δουλειά. Ο Φάνης και ο «δράκος» έπεσαν πάνω στον Λεττονό Βέτρα σαν αρπακτικά και τον κατάπιαν ζωντανό: βήματα. Τέλος! Οι Σοβιετικοί έπεσαν ξεροί και η Ελλάδα βρισκόταν στον τελικό.
Το πάρτι του μεταλλίου ξέσπασε πριν ακόμη γίνει το τελευταίο τζάμπολ. Η Εθνική Γιουγκοσλαβίας της εποχής, ήταν μία ομάδα-όνειρο που όμοιά της δεν ξανάδε το ευρωπαϊκό μπάσκετ: Πέτροβιτς, Κούκοτς, Ράτζα, Ντίβατς, Πάσπαλι, Ζντοβτς, Βράνκοβιτς, Ντανίλοβιτς. Στην έδρα της. Και με προπονητή Ίβκοβιτς.
Η κατάκοπη Εθνική μας παραδόθηκε από τα πρώτα λεπτά (98-77), αλλά ουδείς δάκρυσε. Τα θεμέλια ενός θαύματος είχαν πια τοποθετηθεί. Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν, ποτέ δεν τόλμησε κανείς να αποκαλέσει την Εθνική Ελλάδας κομήτη.