Μπορεί κατά καιρούς στην Ελλάδα πολιτικά πρόσωπα και δικαστές να στρέφονται κατά δημοσιογράφων όταν τους ασκούν κριτική και να οχυρώνονται πίσω από δικαιολογίες περί επιθέσεων στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και προσχήματα περί μυστικότητας των ανακρίσεων, ωστόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μάλλον έχει διαφορετική άποψη.
Ορισμένες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έχουν ληφθεί κατά το παρελθόν, έχουν δημιουργήσει δικαστικό και νομικό προηγούμενο για το πώς οφείλουν οι δημοσιογράφοι να καλύπτουν θέματα μείζονος ενδιαφέροντος που κανονικά θα έπρεπε ειδικά από πολιτικά πρόσωπα και δικαστές να γίνεται σεβαστό. Κάτι τέτοιο όμως στην Ελλάδα δυστυχώς δεν συμβαίνει. Ειδικά οι δημοσιογράφοι του Documento έχουν δεχτεί ουκ ολίγες φορές επιθέσεις, για θέματα που έχουν αναδείξει αναφορικά με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Λες και οι δικαστικοί λειτουργοί είναι υπεράνω κριτικής.
Παρόμοιες επιθέσεις έχουν δεχτεί και από πολιτικά πρόσωπα, τα οποία προκειμένου να δικαιολογήσουν τις όποιες εμπλοκές τους με τη Δικαιοσύνη επιτίθενται με χυδαίους χαρακτηρισμούς στο Documento που ουκ ολίγες φορές με τις αποκαλύψεις του για μεγάλα σκάνδαλα έχει γίνει αρωγός στο έργο των δικαστικών αρχών.
Μία χαρακτηριστική απόφαση σταθμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι και η υπ’ αριθμόν 28309 που εξεδόθη τον Μάιο του 2015 και έγινε γνωστή ως υπόθεση «Χάλντιμαν». Η υπόθεση αφορά στη χρήση κρυφής κάμερας το 2003, από μία ομάδα ελβετών δημοσιογράφων. Οι δημοσιογράφοι πραγματοποίησαν μία δημοσιογραφική έρευνα η οποία είχε να κάνει με τις πρακτικές που χρησιμοποιούσαν οι ασφαλιστικοί πράκτορες. Για το λόγο αυτό μία δημοσιογράφος έκλεισε ένα ραντεβού με ασφαλιστικό πράκτορα υποδυόμενη την ενδιαφερόμενη για ασφάλεια ζωής.
Η συνάντηση μαγνητοσκοπήθηκε κρυφά. Μάλιστα όταν τελείωσε η συνάντηση η συντάκτρια ενημέρωσε τον ασφαλιστή ότι είναι δημοσιογράφος και ότι η συνάντηση μαγνητοσκοπούνταν. Του ανέφερε επίσης ότι η ενημέρωση που της έγινε είχε να κάνει με βαρύτατα ατοπήματα από την πλευρά του και ζήτησε να εκφέρει τη γνώμη του. Ο ασφαλιστικός πράκτορας αρνήθηκε. Η συνάντηση προβλήθηκε στην ελβετική τηλεόραση, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα. Ο ασφαλιστής κατέθεσε μήνυση η οποία εκδικάστηκε στη συνέχεια. Τόσο η δημοσιογράφος, όσο ο αρχισυντάκτης και ο διευθυντής σύνταξης της εκπομπής καταδικάστηκαν από την ελβετική Δικαιοσύνη. Η μεν δημοσιογράφος για το αδίκημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα της μη δημόσιας συνομιλίας της ίδιας χωρίς τη ρητή συναίνεση του έτερου μετέχοντος στη συνομιλία, ενώ οι δύο προϊστάμενοι της για το αδίκημα της παρακολούθησης με τεχνικά μέσα και αποτύπωσης σε υλικό φορέα μη δημόσιας συνομιλίας μεταξύ τρίτων καθώς και για το αδίκημα της γνωστοποίησης της συνομιλίας σε τρίτους.
Δικαίωση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Μετά την καταδίκη τους οι ελβετοί δημοσιογράφοι προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ). Τον Μάιο του 2015 το Δικαστήριο τους δικαίωσε πανηγυρικά. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση κρυφής κάμερας από δημοσιογράφους, καθώς επίσης και ότι παραβιάστηκε η ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων που προσέφυγαν σε αυτό.
«Η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ασφαλιστή (…) δεν ήταν τέτοιας βαρύτητας που να ξεπερνάει το δημόσιο συμφέρον της πληροφόρησης για τις αθέμιτες πρακτικές στο πεδίο της πώλησης ασφαλίσεων», έκρινε το ΕΔΑΔ, υπενθυμίζοντας ότι στο ρεπορτάζ το πρόσωπο και η φωνή του ενδιαφερομένου είχαν καλυφθεί και αλλοιωθεί αντίστοιχα με τεχνικά μέσα. Εξάλλου, αν και ήταν συγκριτικά ελαφρά, τα πρόστιμα τα οποία επιβλήθηκαν στους δημοσιογράφους μπορούσαν να «εξωθήσουν τον Τύπο να αποφεύγει να κάνει κριτική» όσον αφορά τέτοιες αθέμιτες πρακτικές, σημείωσε το Δικαστήριο.
Ακόμη, το ΕΔΑΔ ανέφερε ότι αν και οι δημοσιογράφοι έκαναν ένα ρεπορτάζ ασφαλώς «μειωτικό» για τον ασφαλιστή, ενήργησαν με «καλή πίστη», στον βαθμό που περιόρισαν τη χρήση κρυφής κάμερας, ενώ επισήμανε πως δικαιούνται να τους αναγνωριστεί «το τεκμήριο της αμφιβολίας (…) σε ό,τι αφορά τη βούλησή τους να τηρήσουν τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, όπως αυτή ορίζεται από την ελβετική νομοθεσία».
Ο Τύπος ως δημόσιος άγρυπνος φύλακας
Στην απόφαση του ΕΔΑΔ έχει αναφερθεί σε βιβλίο του και ο Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ΕΚΠΑ, Αθανάσιος Τσεβάς με τίτλο «Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας», στο κεφάλαιο «η προβληματική της παράνομης δημοσιογραφικής έρευνας υπό το φως της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Haldimann et.al. κατά Ελβετίας».
«Το ΕΔΔΑ δέχεται σε πάγια νομολογία ότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ εμπίπτει μεταξύ άλλων, η ελεγκτική λειτουργία του τύπου και των λοιπών μέσων ενημέρωσης. Ουσιώδες στοιχείο της ελεγκτικής αυτής λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης είναι να αποκαλύπτουν τα (πολλές φορές επιμελώς) συγκαλυπτόμενα ‘κακώς κείμενα’ στον κοινωνικό χώρο με ευρύτατη έννοια. Ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος έχει το ρόλο ενός δημόσιου άγρυπνου φύλακα, κατά την ορολογία του ΕΔΔΑ: ενός public watchdog. Ακριβώς στη λειτουργία αυτή των μέσων ενημέρωσης βρίσκει το θεμελιώδη δικαιολογητικό του ρόλο και το δημοσιογραφικό απόρρητο» επισημαίνει ο κ. Τσέβας και συνεχίζει:
«Εν όψει αυτού γίνεται δεκτό, ότι η ελευθερία σύνταξης και ακριβέστερα η ελευθερία συγκέντρωσης και δημοσίευσης της ύλης εκ μέρους των μέσων ενημέρωσης βαίνει πέραν της ελευθερίας της πληροφορίας και περιλαμβάνει στο προστατευτικό της πεδίο καταρχήν και τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που προέρχονται από γενικά μη προσιτές πηγές, όπως και εκείνη που επεμβαίνει στα δικαιώματα της ιδιωτικότητας τρίτων».
Ο «καραγκιόζης» και «επίορκος» δικαστής
Μία ακόμη απόφαση του ΕΔΔΑ η οποία έχει μείνει στην ιστορία είναι και αυτή της δημοσιογράφου από τη Χαλκίδα, Αλεξάνδρας Κατραμή. Τον Απρίλιο του 2001 η Κατραμή σε άρθρο της στον τοπικό Τύπο της Χαλκίδας αναφέρθηκε σε παραλείψεις έρευνας που έκανε πταισματοδίκης αναφορικά με συγγενικό της πρόσωπο. Μάλιστα η Κατραμή αποκάλεσε στο άρθρο της το συγκεκριμένο Δικαστή ως «καραγκιόζη» και ότι «παραβιάζει τον όρκο του». Η Κατραμή καταδικάστηκε από τα ελληνικά Δικαστήρια. Η ίδια προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, όπου και δικαιώθηκε. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι συγκεκριμένες φράσεις της δημοσιογράφου ήταν αξιολογικές κρίσεις.
«…Το ∆ικαστήριο φρονεί ότι οι εκφράσεις «επίορκος» και «καραγκιόζης» είναι, µάλλον, αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εµπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυναµένων να αποδειχθούν. Στο σηµείο αυτό, το ∆ικαστήριο σηµειώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισµό µεταξύ «πραγµατικών γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά εξήτασαν µόνον εάν οι χρησιµοποιηθείσες από την προσφεύγουσα εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την τιµή και την υπόληψη του µηνυτή..». Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές είναι δημόσια πρόσωπα και επομένως είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται σε μεγαλύτερο βαθμό από έναν απλό πολίτη τον έλεγχο και την κριτική.
«Στην παρούσα υπόθεση, το επίδικο δηµοσίευµα περιείχε προκλητικές εκφράσεις οι οποίες εµπεριείχαν µία δόση υπερβολής, κυρίως εάν ληφθεί υπόψη ότι στόχο είχαν έναν δικαστικό λειτουργό, δυνάµενες, έτσι, να έχουν αρνητικές συνέπειες όσον αφορά την επαγγελµατική εικόνα του αλλά και την εµπιστοσύνη των πολιτών στην εύρυθµη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ωστόσο, το ∆ικαστήριο δεν δύναται να δεχθεί ότι το προφανές συµφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του Λ.Π. και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συµφέρον που αφορά η υπόθεση αυτή, αρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφευγούσης», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στη συγκεκριμένη απόφαση.
Η υπόθεση Λιοναράκη
Μία ακόμη περίπτωση που αυτή τη φορά έχει να κάνει με πολιτικά πρόσωπα ήταν και αυτή που εξεδόθη τον Ιούλιο του 2007 για την υπόθεση Λιοναράκη. Το 1999 ο Λιοναράκης παρουσίασε μια ραδιοφωνική εκπομπή πολιτικού περιεχομένου αναφορικά με την υπόθεση Οτσαλάν. Κατά τη συζήτηση ένας άλλος δημοσιογράφος αποκάλεσε το δικηγόρο Φαήλο Κρανιδιώτη που είχα ανάμειξη στην υπόθεση ως «παρακρατικό» και άλλα άτομα που είχαν αναμιχθεί τότε ως «φωνασκούντες κακούργους» και ως «νευροπαθείς ψευτοπατριώτες». Ο Κρανιδιώτης άσκησε αγωγή και ο προσφεύγων καταδικάσθηκε να καταβάλει το ποσό των 55.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη που υπέστη. Ωστόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε το Λιοναράκη. Έκρινε μάλιστα ότι τα όρια μίας ανεκτής κριτικής στο πρόσωπο ενός πολιτικού είναι ευρύτερα από εκείνα που αφορούν ένα απλό πολίτη, διότι αυτός εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά σε ενδελεχή έλεγχο των πράξεων και των κινήσεων του τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από τους πολίτες. Κατά συνέπεια, να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή στην κριτική ενώ η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση ενός πολιτικού αλλά επεκτείνεται και σε κάθε πρόσωπο το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο πρόσωπο.
«Κατά δεύτερον, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των διαμφισβητούμενων λόγων, το δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ενός πολιτικού προσώπου, το οποίο γίνεται στόχος της με αυτή του την ιδιότητα, είναι ευρύτερα απ’ ό,τι ενός απλού «ιδιώτη»: διαφορετικά από τον πρώτο, ο δεύτερος εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά στον προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και κινήσεών του, τόσο εκ μέρους των δημοσιογράφων όσο και εκ μέρους του μεγάλου αριθμού των πολιτών« αναφέρονταν χαρακτηριστικά στην επίμαχη απόφαση. Το ίδιο δικαστήριο εξήρε τον «κορυφαίο ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία», ως «ρόλο «σκύλου-φύλακα».
Η νομολογία του ΕΔΔΑ εφαρμόζεται ήδη στην Ευρώπη, ενώ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) υπερισχύει έναντι των κανόνων του ελληνικού δικαίου. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι τα Δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τους τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως είχε αναφέρει σε παλαιότερο δημοσίευμα το koutipandoras.gr.