Η πανελλαδική αποχή των µικροβιολόγων, ακόµη και 100% σε πολλές περιοχές, είναι µόνο ένα δείγµα της γενικής δυσαρέσκειας προς την κυβερνητική πολιτική στον τοµέα της υγείας. Οι υποχρεωτικές επιστροφές µέσω των µνηµονιακών µέτρων clawback και rebate αγγίζουν το 50% της αµοιβής των διαγνωστικών εξετάσεων των ασφαλισµένων του ΕΟΠΥΥ. Ετσι οι εργαστηριακοί ιατροί της χώρας βιώνουν έντονα προβλήµατα επιβίωσης εξαιτίας µέτρων που θα έπρεπε να έχουν καταργηθεί πολλά χρόνια τώρα.
Στη συνάντηση όµως της προηγούµενης εβδοµάδας µε τον υπουργό Υγείας διαφάνηκε η απαξίωση µε την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιµετωπίζει τα µικρά µικροβιολογικά εργαστήρια, ενώ αντίθετα µε τις πολιτικές της εξυπηρετεί τα συµφέροντα των µεγάλων διαγνωστικών κέντρων. Ο υπουργός δεν έδειξε ουδεµία διάθεση να ανταποκριθεί στα αιτήµατα των ιατρών και τους παρέπεµψε στο υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας και Οικονοµικών. Ταυτόχρονα προσπαθεί να τους φιµώσει µε ενεργοποίηση του πρόσφατα ψηφισµένου άρθρου 69 του ν. 5102/2024.
Σύµφωνα µε το εν λόγω άρθρο η άρνηση παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης των παραπεµπτικών σε δικαιούχους περίθαλψης του ΕΟΠΥΥ
–ακόµη και στο πλαίσιο της αποχής ή απεργίας– µπορεί να οδηγήσει στην αυτοδίκαιη λύση της σύµβασής τους. Ετσι λοιπόν ή θα αποδεχτούν την υπάρχουσα καταπιεστική κατάσταση ή θα λυθεί η σύµβασή τους µε τον ΕΟΠΥΥ.
Με τον ίδιο τρόπο, µε αδιαφορία, απάθεια και σκληρότητα, η κυβέρνηση αντιµετωπίζει τη δηµόσια υγεία και το κοινωνικό κράτος εν γένει. Τα τελευταία χρόνια, µε αποκορύφωµα τους τελευταίους µήνες, η Ν∆ ασκεί πολιτικές που οδηγούν µε ακρίβεια στην καθολική διάλυση του Εθνικού Συστήµατος Υγείας. Πρόκειται για σχέδιο µελετηµένο, µε σκοπό την ενίσχυση του ιδιωτικού κλάδου της υγείας, των µεγάλων ιατρικών οµίλων και των πολυεθνικών. Κι αυτό εις βάρος του ΕΣΥ και των ιατρών του, που από το 1980 καλύπτουν τις νοσηλευτικές και ιατροφαρµακευτικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αναµφισβήτητα µε τα γνωστά προβλήµατα και κενά, αλλά πάντα αποτελούν στήριγµα για εκατοµµύρια πολίτες.
Αλλά η πολιτική αυτή δεν ήταν αναπάντεχη ή απρόβλεπτη. Αντίθετα, είναι συνεπής στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της κυβέρνησης και την εξυπηρέτηση των µεγάλων επιχειρηµατικών συµφερόντων στην οποία επιδίδεται. Οδηγούµαστε σταθερά σε ένα δυστοπικό κοινωνικά κράτος, όπου οι έννοιες του κράτους πρόνοιας, του κοινωνικού κράτους αλλά και του κράτους δικαίου θα είναι παρελθόν. Οι επικείµενες ευρωεκλογές είναι ευκαιρία να αντιστρέψουµε την πορεία αυτή. Η δηµιουργία ενός σθεναρού αντιπολιτευτικού πόλου είναι επιβεβληµένη. Κι αυτό µπορεί να γίνει µόνο µε την ισχυροποίηση του χώρου της κεντροαριστεράς και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ, της µόνης υγιούς πολιτικής δύναµης του χώρου, σε πρωταγωνιστή.
Εξάλλου το ΠΑΣΟΚ αποτελεί ήδη, µέσω της σκληρής και εύστοχης αντιπολίτευσής του, τη µόνη δύναµη που η Ν∆ καλείται να αντιµετωπίσει µε όρους πολιτικής και όχι µε όρους λαϊφστάιλ ή λαϊκισµού. Εκφράζει ρεαλιστικές λύσεις στα καθηµερινά προβλήµατα –στην ακρίβεια, στο στεγαστικό– και ηγείται των προσπαθειών να πέσει φως στα κυβερνητικά σκάνδαλα και στις συγκαλύψεις, όπως στην τραγωδία των Τεµπών και στις υποκλοπές.
Οι προτάσεις και προσπάθειες αυτές του ΠΑΣΟΚ έχουν θετική ανταπόκριση από τους πολίτες κι αυτό διαφαίνεται από τη συνεχή και σταθερή άνοδο των ποσοστών του. Το ΠΑΣΟΚ έχει αποδείξει ότι είναι ο µόνος ισχυρός, σοβαρός αντίπαλος της κυβέρνησης και στις 9 Ιουνίου µένει να αποδειχθεί και η εµπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό.