Ευγενία Συριώτη: «Είχα τραγουδήσει στον Ντίλαν το “Θαλασσάκι”»

Ευγενία Συριώτη: «Είχα τραγουδήσει στον Ντίλαν το “Θαλασσάκι”»
«Ζω μέρα τη μέρα. Τον θάνατο περιμένω ουσιαστικά, αλλά χωρίς φόβο και μεμψιμοιρία», λέει στο Documento η Ευγενία Συριώτη

Για τη συναρπαστική ζωή της μας μίλησε η Ευγενία Συριώτη, η Αηδόνα του Χατζιδάκι στους «Ορνιθες», σπάνια τραγουδίστρια, που έφερε στην Ελλάδα τα τραγούδια διαμαρτυρίας του Μπομπ Ντίλαν.

Η Ευγενία Συριώτη είναι ένας ζωντανός μύθος της ελληνικής μουσικής. Και είναι η πρώτη που σύστησε τον Μπομπ Ντίλαν στην Ελλάδα μέσα από τις μεταφράσεις των στίχων του. Επίσης βρέθηκε στην Αμερική να τραγουδάει δίπλα σ’ αυτόν και στην Τζόαν Μπαέζ. Τη Συριώτη τη γνωρίσαμε και μέσα από την τηλεόραση με τις μοναδικές εκπομπές της, όπως και από τα έργα του Μάνου Χατζιδάκι των αρχών του 1960. Τότε που το όνομά της αναγραφόταν ως Ευγενία Βάλβη στους «Ορνιθες». Από κει ακριβώς ξεκίνησε η σπάνια αυτή συνέντευξη, η πρώτη ίσως βιογραφική που δίνει η σπουδαία τραγουδίστρια και ερευνήτρια της διεθνούς φολκ μπαλάντας. «Βάλβη ήταν το όνομα της μητέρας μου. Ημουν μαθήτρια πιάνου στο Ωδείο Αθηνών του Φαραντάτου, που ήταν πολύ αυστηρός και δεν ήθελε να τραγουδάω. Τότε είχα μόλις γνωρίσει τον Χατζιδάκι, που μου πρότεινε να είμαι η Αηδόνα στους “Ορνιθες”. Ο ίδιος μου πρότεινε να βάλω άλλο όνομα κι έτσι δανείστηκα αυτό της μάνας μου».

Από πού κατάγεστε;

Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Χίο και η μάνα μου από το Μεσολόγγι. Ο Κωστής Παλαμάς ήταν θείος της μητέρας μου, αφού είχε παντρευτεί την αδερφή του παππού μου. Συγγενείς ήμασταν με τον Λάμπρο Πορφύρα, αφού αυτός, ο Πικιώνης και ο πατέρας μου ήταν τριών αδερφών παιδιά. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής στο «Βήμα», τους άλλους θα τους γνωρίζετε. Εξ αγχιστείας συγγενής μας, απ’ τη μεριά της μάνας μου, ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης. Ερχόταν σπίτι ο Τσαρούχης, τρώγαμε μαζί και σεβόταν πολύ τον Πικιώνη. Φίλοι του μπαμπά ήταν ο Ψαθάς και ο Ρούσσος. Κάθε παραμονή Χριστουγέννων ερχόντουσαν στη γιορτή μου και τους έπαιζα πιάνο. Ο μπαμπάς μου με είχε περί πολλού, με θαύμαζε. Οταν τελείωσα το κολέγιο κι έγραψα μόνη μου τον αποχαιρετιστήριο λόγο ήρθε ο Παπανούτσος και μου τον διόρθωσε. Πιανίστρια ήταν και η μητέρα μου. Εχω κι έναν αδερφό, τον Αντώνη, που ζει ακόμη, μεγαλύτερός μου. Εφυγε στην Αμερική από 19 χρόνων και έζησε εκεί. Ηταν αυτός που έφτιαξε τους πρώτους μαθηματικούς υπολογισμούς για την πρώτη πτήση του διαστημόπλοιου «Columbia». Διάσημος ο Αντώνης Συριώτης στην Αμερική.

Πότε γνωρίσατε τον Χατζιδάκι;

Στα 25 μου, το 1960. Στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» ο Μάνος δεν ήθελε να είναι στον δίσκο ούτε η Μούσχουρη ούτε η Βουγιουκλάκη. Τότε συνεργαζόταν με την Ελλη Νικολαΐδη στις χορωδίες, η οποία ήταν δασκάλα μου στο Ωδείο Αθηνών και με πίστευε. Αυτή με πήγε στον Χατζιδάκι και μ’ άκουσε. Την πρώτη στιγμή ο Μάνος με αγνόησε, με άφησε στην άκρη, αλλά εγώ, επειδή ήξερα τον ηχολήπτη, του ζήτησα να τραγουδήσω και να με ηχογραφήσει σ’ ένα λίντερ τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μόνη μου στο πιάνο. Οταν τα άκουσε ο Μάνος γύρισε και μου είπε: «Εσύ τραγουδάς; Α μ’ ενδιαφέρεις»! Είχε λατρεία στην κλασική μουσική και απωθημένο που δεν τη σπούδασε. Οταν έπειτα από χρόνια τον ρώτησα «Τι σου άρεσε, βρε Μάνο, σε μένα;» μου απάντησε: «Το ότι είχες άποψη στο τραγούδισμά σου! Μην αφήσεις ποτέ την κλασική μουσική»!

Τι θυμάστε από τους «Ορνιθες» στο Ηρώδειο;

Ηταν η πρώτη φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο. Σαν τσαμπιά από σταφύλια κρέμονταν οι άνθρωποι. Ανέβηκα πάνω σ’ ένα βάθρο κι έτρεμα. Ο Μάνος σχολίαζε πως άμα υπήρχε κενός χώρος από κάτω, εκεί μέσα θα έμπαινα απ’ το τρακ μου. Μας ήθελε να τραγουδάμε σαν να ήμασταν ακόμη ένα όργανο στην ορχήστρα. Δεν ήθελε έκφραση, αυτό που εγώ είχα κατά κόρον, ούτε αυξομειώσεις στον ήχο. Μου εξηγούσε πως η ανθρώπινη φωνή είναι μέρος της ορχήστρας, σαν ένα φλάουτο ή κάποιο άλλο πνευστό. Αυτό εμένα με περιόριζε αφάνταστα, αλλά το έκανα ούσα μουσικός.

Πότε αρχίσατε να τραγουδάτε το δικό σας ρεπερτόριο;

Γύρω στο 1966-67. Αγαπούσα πολύ από παιδί τα ξένα φολκλόρ τραγούδια. Ενα κομμάτι που μου είχε κάνει εντύπωση από δέκα ετών ήταν το «The last rose of summer» από την όπερα «Martha» του Φλότοβ. Το τραγουδούσα στα ελληνικά από το λιμπρέτο που ’χα ακούσει. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος μπήκαν στο σπίτι μας οι ΕΛΑΣίτες και πήραν ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Ο πατέρας μου ήταν αριστερός αλλά εκείνοι δεν το ξέρανε. Μέχρι να ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας ο Μήτσος Λαμπράκης πρότεινε του πατέρα μου να αναλάμβανε το γραφείο Τύπου του «Βήματος» στο Λονδίνο. Πήγε πρώτα ο πατέρας μου και έπειτα από ένα χρόνο ακολουθήσαμε κι εμείς με το πλοίο «Κορινθία». Εκεί ασυρματιστής ήταν ο Νίκος Καββαδίας, φίλος του μπαμπά μου. Είχαμε τρεις μέρες ταξίδι και κάναμε παρέα μαζί του. Ηταν πολύ ντροπαλός έπαιζε με μένα και με τον αδερφό μου και τον φωνάζαμε «το αυτάκι» από μια κίνηση που έκανε συνέχεια με το αυτί του. Φτάνουμε στο Λονδίνο κι εκεί κάθε Κυριακή ερχόταν σπίτι μας ένας κύριος Σεφεριάδης με τη γυναίκα του. Ιδέα εμείς τότε ούτε για τον Καββαδία ούτε για τον Σεφέρη. Μείναμε τριάμισι χρόνια και στο σχολείο με έβαλαν στη χορωδία. Το πρώτο τραγούδι που άκουσα ήταν το «The last rose of summer», που με έκπληξη έμαθα πως δεν προερχόταν από την όπερα αλλά ήταν παραδοσιακό ιρλανδέζικο.

Ήσασταν η πρώτη που μετάφρασε στην Ελλάδα Μπομπ Ντίλαν.

Ναι. Και τον γνώρισα κιόλας! Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στην Αμερική στον αδερφό μου. Δεν μπόρεσε να έρθει στην κηδεία του πατέρα μας γιατί δεν είχε εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία, οπότε πήραμε εμείς το αεροπλάνο και πήγαμε. Γράφτηκα αμέσως σε μια χορωδία μαύρων για όσο θα έμενα εκεί. Τα αγγλικά μου ήταν σε πολύ καλό επίπεδο κι άρχισα να τραγουδάω σπιρίτσουαλ, ώσπου με πιάνει μια μαύρη τραγουδίστρια και μου λέει: «Babe, τραγουδάς πολύ ωραία, αλλά ξέρεις τι δεν έχεις; Τραγουδάς ντυμένη, δεν γδύνεσαι». Το κατάλαβα από τότε και άρχισα να «γδύνομαι», να μην ντρέπομαι δηλαδή να δείχνω ακόμη και τη σεξουαλική επιθυμία. Κάποια στιγμή με πάει ο αδερφός μου σ’ ένα ραδιοφωνικό διαγωνισμό τραγουδιού σπιρίτσουαλ. Εγώ ήμουν το Νο7 και τραγουδούσαμε όλοι πίσω από ένα ριντό γιατί δεν ήθελαν να βλέπει η επιτροπή ποιος ήταν λευκός ή μαύρος κ.λπ. για να μην επηρεαστεί. Πήρα το πρώτο βραβείο, παρακαλώ, με το τραγούδι «You were there when they crucified my Lord». Φύγαμε και γυρίσαμε πίσω, δεν είχα περαιτέρω εξέλιξη. Στο μεταξύ είχα ανακαλύψει τον Μπομπ Ντίλαν που με εντυπωσίαζαν οι στίχοι του και τραγουδούσα παντού το «Blowing in the wind». Το ’67 ήμουν πια παντρεμένη με τον Ντέιβιντ Μπερκ, σπουδαίο Αγγλο δημοσιογράφο στο ABC News με δέκα χρόνια καριέρα στη Νέα Υόρκη.

Μες τη χούντα είχατε πολιτική συνείδηση;

Ημουν πολιτικοποιημένη, αλλά δεν είχα λάβει μέρος σε αντιστασιακές εκδηλώσεις. Συμπαθούσα όλους τους εξορισθέντες, είχα την αγωνία τους. Σε μια πολιτιστική ανταλλαγή το 1967 είχε έρθει εδώ μια Αμερικάνα εικαστικός κι εγώ ξαναπήγα στην Αμερική ως τραγουδίστρια για μια περιοδεία στα πανεπιστήμια που θα κρατούσε έξι μήνες. Ο Χατζιδάκις ήταν ο πρώτος που συναντήσαμε εκεί. Τον θυμάμαι να έχει αδυνατίσει. Φορούσε καμπαρντίνα, καπέλο και κράταγε μπαστούνι για να δείχνει σικ. Ενας αλλιώτικος Μάνος, που τότε έκανε το «Ilya darling» στο Μπροντγουέι. «Καλά έκανες κι ήρθες» μου έλεγε, «αλλά να γυρίσεις μετά στην Ελλάδα. Θα γυρίσω κι εγώ», όπως και έκανε. Η πρώτη τουρνέ μου ήταν σε φυλακές γυναικών και από τότε έμαθα να τινάζω τα προγράμματα στον αέρα, να μην ακολουθώ συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Θυμάμαι να ’ναι από κάτω οι γυναίκες και από πάνω να τις σημαδεύουν με όπλα σε περίπτωση που γίνονταν έκτροπα. Η κανονική τραγουδιστική μου δραστηριότητα ξεκίνησε στο Rosary College στο Ιλινόις. Εκεί οι συναυλίες άρχιζαν το πρωί και τελείωναν το βράδυ με πέντε έξι καλλιτέχνες στη σειρά. Εξω όλοι, στο προαύλιο. Πάω και ποιοι ήταν; Ο Μπομπ Ντίλαν, η Τζόαν Μπαέζ, η Μπάφι Σάντε Μέρι και ο Γουίλι Νέλσον. Εγώ θα έβγαινα τελευταία. Πρώτος θα τραγουδούσε ο Ντίλαν, ο οποίος άρχισε να κάνει αντιαμερικανικό αντιμιλιταριστικό κήρυγμα. Σας πληροφορώ ότι τον σπάσανε στο ξύλο οι αστυνομικοί, έγινε μεγάλη ταραχή και η Μπαέζ τον περιποιούνταν που ήταν μες τα αίματα. Πιάσαμε την κουβέντα και με τους δύο, θυμάμαι, ενώ ο Ντίλαν με ρωτούσε για την ελληνική μουσική. Του τραγούδησα το «Θαλασσάκι» και μάλιστα του έδωσα ένα χαρτί με τους στίχους μεταφρασμένους. Ηταν κι ένας τρόπος για να τον ηρεμήσω, εκεί που η Μπαέζ του φώναζε να μην κάνει τον επαναστάτη συνέχεια, αφού τους είχαν υπό διωγμό. Μετά την εξάμηνη περιοδεία με τρεις συναυλίες ημερησίως γυρνάμε στη Νέα Υόρκη κι όταν παραπονέθηκα στον μάνατζερ, αυτός νόμιζε ότι ήθελα κι άλλες, ενώ εγώ έλεγα πως θα με πεθάνει. Εχασα 17 κιλά μέσα σ’ αυτό το εξάμηνο, αφού δεν είχα χρόνο για να φάω κι άνοιγα το στόμα μου μόνο για να τραγουδήσω. Στη Νέα Υόρκη ξαναβλέπω τον Χατζιδάκι, ο οποίος ήθελε να τραγουδήσω σε μια μπουάτ στο Σόχο, αλλά του εξήγησα πως θα με πάρουν με το φορείο. «Κουράστηκες κι εσύ ε; Είδες τι είναι η Αμερική;» ήταν τα λόγια του… Εφερα στην Ελλάδα τα τραγούδια διαμαρτυρίας του Ντίλαν, τα οποία καταλάβαιναν οι φοιτητές, αφού τους τα μετέφραζα. Θυμάμαι στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, που με τον πατέρα Πυρουνάκη, τον παπά, οργανώναμε δύο συναυλίες. Σπουδαίος παπάς, αριστερότατος. Δίνουμε την πρώτη συναυλία, όπου μας μυρίζεται ένας απ’ τους χουντικούς. Ετσι, μας ακύρωσαν τη δεύτερη συναυλία χωρίς να με ενημερώσει κανείς. Πήγα και μου είπαν: «Δεν θα μπείτε μέσα, γιατί δεν θα γίνει η συναυλία. Είναι άρρωστη η Συριώτη». Απάντησα: «Εγώ είμαι η Συριώτη και δεν είμαι καθόλου άρρωστη». Οι φοιτητές με άρπαξαν στα χέρια και ξανατραγούδησα τα ίδια τραγούδια, αλλά μετά βέβαια μας πήγαν στην Ασφάλεια, τον Πυρουνάκη και μένα. Ηρθε εκεί ο άντρας μου, που κάθε βράδυ μετέδιδε πολιτικές ειδήσεις για το ABC News. Ξέρετε πόσο οι χουντικοί φοβόντουσαν τους Αμερικανούς… Τους συστήθηκε και τους ρώτησε γιατί πήραν τη γυναίκα του. Τελικά ο Ντέιβιντ μάς γλίτωσε (γέλια).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δίνετε ισχυρό στίγμα και από την τηλεόραση.

Είχα αρχίσει να κάνω εκπομπές στην τηλεόραση ήδη από το 1978. Κάναμε πολύ ωραία ντουέτα με τον Σταύρο Παπασταύρου στην κιθάρα και τότε ο Παπαστεφάνου μου πρότεινε να κάνω δική μου εκπομπή. Πρωτόβγαλα γενικώς πολλούς καλλιτέχνες απ’ τις εκπομπές μου, όπως τον Κραουνάκη, που αυτός είναι για μένα τώρα ο μεγάλος συνθέτης.

Θαυμάζω τη διαύγειά σας, ειλικρινά!

Δεν έχω πιει, δεν έχω καπνίσει και δεν έχω κάνει κραιπάλες ποτέ. Ζω με το τώρα και όχι με αναμνήσεις. Ολα αυτά που σας είπα σήμερα είχα πάρα πολύ καιρό να τα θυμηθώ. Εσείς το κάνατε με τις ερωτήσεις σας. Τον άντρα μου τον έχασα στα 67 του. Είχαμε χωρίσει, αλλά πολύ αγαπημένα. Μείναμε φίλοι, αν και εκείνος παρέμενε ερωτευμένος μαζί μου.

Σας απασχόλησε και το ερωτικό στοιχείο στη ζωή σας, βλέπω.

Τελικά συνειδητοποιώ πως δεν ήταν τόσο ο έρωτας που με απασχολούσε όσο το σεξ στον έρωτα. Δεν νομίζω ότι αγάπησα ποτέ πραγματικά, απλώς ένιωθα τη σεξουαλική έλξη των αντρών, από ανάγκη περισσότερο. Και τον Ντέιβιντ Μπερκ τον αγάπησα, αλλά έπειτα από ένα χρόνο περίπου μου πέρασε. Και με τον Φοίβο Ανωγειανάκη για λίγα χρόνια ένιωθα ερωτευμένη. Αργότερα ήμουν για δυο χρόνια με τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη. Πιστεύω πως πάντα είχα πρώτο και καλύτερο το σεξ, αλλά με ενδιέφεραν εξίσου το μυαλό και το χιούμορ των αντρών.

Πώς βλέπετε τη ζωή από δω και πέρα;

Ζω μέρα τη μέρα. Τον θάνατο περιμένω ουσιαστικά, αλλά χωρίς φόβο και μεμψιμοιρία. Αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθεί. Δεν προσέχω καθόλου. Εχω ζάχαρο και τρώω πέντε σοκολάτες τη μέρα. Εχω χοληστερίνη και τρώω όλο κατσικάκι. Σε τίποτε δεν προσέχω. Παίρνω φάρμακα, εντάξει, αλλά μέχρι εκεί.

Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτήν τη συνέντευξη.

Εγώ σας ευχαριστώ και σας περιμένω στο ρεσιτάλ στο σπίτι μου εδώ στις 10 Ιουλίου.

Ποιοι θα είμαστε;

Ποιοι να είμαστε; Οσοι είναι εν ζωή ακόμη!

Documento Newsletter