Ευγενία Φακίνου: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς ευάλωτος από το να παραμείνει αλώβητος»

Ευγενία Φακίνου: «Είναι καλύτερο να είναι κανείς ευάλωτος από το να παραμείνει αλώβητος»

Μια συζήτηση με τη συγγραφέα με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος «Γράμματα στη Χιονάτη»

Μια γυναίκα µε ξυρισµένα κεφάλι και φρύδια φτάνει σε ένα χωριό όπου είχε περάσει µια περίοδο διακοπών πριν από πολλά χρόνια. Λίγο µετά την εγκατάστασή της σε ένα αποµονωµένο σπίτι βλέπει τους κατοίκους του να το εγκαταλείπουν λόγω κατολισθήσεων. Το διάστηµα που θα µείνει εκεί θα βρεθεί σε έναν σουρεάλ γάµο, θα συναντήσει έναν κλινήρη ποιητή που κρύβεται στο χωριό και τρεις ανθρώπους που πριν από δεκαετίες επέλεξαν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής. Οι ισορροπίες της ζωής της ωστόσο ανατρέπονται όταν η χιονοθύελλα φέρνει στο σπίτι της ένα κορίτσι που δεν µιλάει. Το νέο µυθιστόρηµα της Ευγενίας Φακίνου µε τίτλο «Γράµµατα στη Χιονάτη» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ήταν η αφορµή να µιλήσουµε τηλεφωνικά για την αγάπη, την οµορφιά, την ασθένεια, την αναγέννηση, τον εγκλεισµό. Εν ολίγοις για την ίδια τη ζωή.

Το ξέσπασµα του κορονοϊού έχει αλλάξει τη ζωή µας. Μεταξύ πολλών άλλων µας στέρησε την ευκαιρία να κάνουµε από κοντά αυτήν τη συνέντευξη. Πώς νιώθετε που λόγω της κατάστασης περιορίστηκαν οι συναντήσεις σας;

Ετσι κι αλλιώς είµαι εξοικειωµένη µε τον εγκλεισµό λόγω της δουλειάς µου. Εγραφα από τα τέλη του Αυγούστου µέχρι τις αρχές του Ιανουαρίου, όταν παρέδωσα το βιβλίο. Το έξω µου δηλαδή ήταν να πάω µια βόλτα στη λαϊκή, στο σουπερµάρκετ. Ο εγκλεισµός λόγω του κορονοϊού όµως δεν ήταν οικειοθελής και δηµιουργικός, ήταν υποχρεωτικός. Καθώς είµαι σε όλες τις οµάδες υψηλού κινδύνου, µπήκα στην καραντίνα ήδη από τον Φεβρουάριο, προτού αυτή επιβληθεί. Εβλεπα τα παιδιά µου µια φορά την εβδοµάδα στα δύο µέτρα, δεν µπορούσα να δω τους φίλους, ούτε καν να βγω έξω. Με την καραντίνα οι κοντινοί µου άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Ολο αυτό µε πλάκωνε. Το έχω ξαναπεί και το λέω και τώρα: ήταν λίγο «αριστοκρατικό» να σκέφτοµαι ότι θα βρισκόµουν στο σπίτι άλλους τόσους µήνες όταν κάποιοι ζούσαν µε το πεντακοσάρικο. ∆εν πουλάω προοδευτική µούρη, το λέω όπως το σκέφτοµαι.

Αυτή η κατάσταση σας έδωσε έµπνευση για να γράψετε ή λειτούργησε ανασταλτικά;

Είµαι παγωµένη όλο αυτό τον καιρό, όχι όµως αποστασιοποιηµένη. Παγωµένη από τον τρόµο. Αυτό δε που µε τρόµαξε επιπλέον είναι ότι έγραψα για τον εγκλεισµό µιας γυναίκας, για την αποµόνωσή της προτού συµβεί στην πραγµατικότητα και όταν πια κλειστήκαµε µέσα σκέφτηκα: «Τι είναι τώρα αυτό που µου συµβαίνει; Τι έγραψα;». Η διαφορά είναι ότι εκείνη επέλεξε να αποµονωθεί κάπου. Οι υπόλοιποι δεν το επιλέξαµε.

Αυτή η γυναίκα λοιπόν εγκαθίσταται σε ένα χωριό του οποίου το έδαφος τρέµει, σαν αντανάκλαση αυτού που συµβαίνει µέσα της. Νιώθουµε πιο ασταθείς εσωτερικά όσο µεγαλώνουµε;

Πιο ανασφαλείς νιώθουµε διότι είναι πολλά αυτά που δεν ελέγχουµε. Η νεότητα έχει δικαίωµα και στις αυταπάτες, έχει δικαίωµα και στο να ονειρεύεται ουτοπικά πράγµατα· είναι σχεδόν υποχρέωσή της. Ο µεγάλος άνθρωπος αντιλαµβάνεται ότι δεν ελέγχει τίποτε, δεν ελέγχει την υγεία του, πολλές φορές δεν ελέγχει την καθηµερινότητά του – και µιλάµε για τις καλές περιπτώσεις, τους ανθρώπους που έχουν κάποια προβλήµατα τα οποία διαχειρίζονται. Από τα παιδικά µου χρόνια παρατηρούσα τους γέροντες και τις γερόντισσες, είχα µεγάλη εµµονή µε αυτό. Ετσι παρατηρούσα και τις γειτόνισσές µου µε τις οποίες είχαµε 20-30 χρόνια διαφορά. Τη µοναξιά που αισθάνονταν και µια αιδηµοσύνη, µια ντροπή, σαν να ένιωθαν ότι γίνονταν βάρος στα παιδιά τους όταν έρχονταν να τις δουν για µισή ώρα µέσα στο Σαββατοκύριακο. Για εκείνη τη µισή ώρα είχαν φορέσει τα καλά τους ρούχα, είχαν αρωµατιστεί, είχαν κάνει δηλαδή ό,τι καλύτερο µπορούσαν.

Γιατί η µοναξιά µάς κάνει να νιώθουµε άβολα;

Αυτό έχει να κάνει µε την προσωπική ανασφάλεια του καθενός. Κάλλιστα µπορεί κανείς να περιστοιχίζεται από οικογένεια, παιδιά, σύντροφο, φίλους και να αισθάνεται µόνος του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ανέχονται άλλους για πάνω από µισή ώρα, τη θέλουν τη µοναξιά τους και την απολαµβάνουν. ∆εν είναι µειονέκτηµα η µοναξιά ούτε πρέπει να τροµάζει, νοµίζω. Βρίσκει κανείς τα ίσα του.

Η αγάπη µπορεί να είναι βάρος;

Μπορεί να είναι και βάρος.

Εχω την εντύπωση ότι η ηρωίδα αποφεύγει να αγαπήσει γιατί δεν µπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος.

∆εν θέλει να εκτεθεί. Αν αγαπάς εκτίθεσαι. Πιστεύω όµως ότι είναι καλύτερα να εκτίθεσαι και να είσαι δοτικός, έστω κι αν πληγωθείς, από το να είσαι… Τι θα είσαι πια; Ενα αντικείµενο θα είσαι. Είναι καλύτερο να είναι κανείς ευάλωτος από το να παραµείνει αλώβητος.

Φτάνει στο χωριό έχοντας ήδη ξυρίσει το κεφάλι και τα φρύδια της. Τα µαλλιά για τους περισσότερους πολιτισµούς είναι σύµβολο θηλυκότητας και οµορφιάς. Με αυτή την πράξη της αποσύρεται από τις χαρές της ζωής;

Θα σας πάω στους αρχαίους πολιτισµούς όπου η κουρά είναι καθαρµός, πράξη αναγέννησης και εξαγνισµού. Τα µαλλιά που ξαναφυτρώνουν σηµατοδοτούν ένα νέο ξεκίνηµα.

Η ηρωίδα βρίσκει έξω από το σπίτι της ένα κορίτσι που δεν µιλάει. Λίγες σελίδες µετά στο βιβλίο αναφέρεται «Το χρώµα του ροδιού» του Σεργκέι Παρατζάνοφ, µια ποιητική ταινία στην οποία δεν υπάρχουν διάλογοι. Η ουσιαστική επικοινωνία επιτυγχάνεται σε µη λεκτικό επίπεδο;

Τα µάτια µιλάνε, παιδί µου. Είµαι µανιακή µε τα ντοκιµαντέρ. Φτάνει να δεις λοιπόν πώς επικοινωνούν όχι µόνο οι ξάδελφοί µας οι χιµπατζήδες –στους οποίους βλέπεις και τον έρωτα και τη διεκδίκηση και την αντιζηλία και τη µητρότητα και την τρυφερότητα– αλλά και ζώα στα οποία δεν έχουµε αποδώσει τέτοιες ιδιότητες. Αλλωστε δεν το βλέπουµε συνεχώς µπροστά µας όταν συναντιούνται άνθρωποι που δεν µιλάνε την ίδια γλώσσα και έπειτα από λίγο µε τις κινήσεις, τη µίµηση, τους ήχους καταφέρνουν να συνεννοηθούν;

Στο βιβλίο έχετε χρησιµοποιήσει τη φράση από την αυτοβιογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «είµαι κουρασµένος και η ζωή µου εξακολουθεί». Ερχεται η στιγµή που έχουµε ανάγκη να ολοκληρώσουµε τον κύκλο µας;

∆εν ξέρω πόσοι το συνειδητοποιούν αυτό. Ανθρωποι που έχουν περάσει µεγάλες περιπέτειες µε την υγεία τους, που έχουν αντικρίσει την αντίπερα όχθη αλλάζουν στάση. Μπορεί να µην την κρατάνε σε όλη τους τη ζωή και όταν τα πράγµατα έρθουν πάλι καλά να το ξεχάσουν. Εσείς ξέρετε για ένα έµφραγµα πριν από δύο χρόνια, δεν ξέρετε για ένα ανεύρυσµα στον εγκέφαλο το 2006 και άλλα πιο πριν. Νοµίζετε ότι διαβάζετε ένα βιβλίο που έχει και ολίγο µαγικό ρεαλισµό. Είναι απίστευτο πόσο ρεαλιστικό είναι στην πραγµατικότητα. Το παιδί δεν είναι φανταστικός ήρωας, είναι υπαρκτό πρόσωπο. Τους εφιάλτες που περιγράφω τους έχω δει και τους έχω καταγράψει. Είναι πολύ πιο ρεαλιστικό από όσο θα υποπτευτεί ο αναγνώστης.

Η ανθρώπινη φύση καταπιέζεται από τον ορθολογισµό;

Στο χέρι του καθενός είναι. Η αλήθεια είναι ότι είναι εποχή ορθολογισµού. Καθετί που πάει να γίνει λίγο πιο ποιητικό το κοιτάµε µε δυσπιστία. Οµως πόσα πράγµατα παράλογα ή απίστευτα µας συµβαίνουν; Αυτό που περνάµε τώρα µε τον κορονοϊό, πείτε µου, ποιος θα µπορούσε να το έχει υπολογίσει µε ορθολογισµό;

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί νιώσαµε σαν να ζούµε σε ταινία καταστροφής.

Και ακόµη δεν έχουµε ξεπεράσει το σοκ. Αν εξαιρέσουµε τα πολύ νέα παιδιά που το πήραν αψήφιστα και βγήκαν έξω, οι µεγάλοι –όταν λέω µεγάλοι δεν εννοώ της δικής µου ηλικίας, εννοώ από τους πενηντάρηδες και πάνω– έχουν στο πίσω µέρος του µυαλού τους τον φόβο. Συνηθίσαµε σε πράγµατα που πιστεύαµε ότι δεν θα µπορούσαµε να κάνουµε ποτέ. Εγώ δεν ήµουν υπέρ του «πλένε τα χέρια σου κάθε τρεις και λίγο» και τώρα έχουµε φτάσει να πλένουµε ακόµη και τα κλειδιά µας.

Τι πιστεύετε ότι θα µας αφήσει όλο αυτό;

Νοµίζω ότι θα είναι ένας φόβος που δεν θα ξεπεραστεί. Εχουµε την κατάθλιψη στο τσεπάκι – άλλοι το ξέρουµε κι άλλοι όχι. ∆εν συµβιβάζεσαι εύκολα µε τέτοιου είδους στερήσεις της προσωπικής ελευθερίας. Το κάνεις γιατί είναι αναγκαίο, δεν είναι ευχάριστο όµως.

INFO

Το μυθιστόρημα «Γράμματα στη Χιονάτη» της Ευγενίας Φακίνου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

Documento Newsletter