Ευάγγελος Μαυρουδής: «Ο άνθρωπος κάνει εκείνα που θέλει και θέλει εκείνα που μπορεί»

Στο έκτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Το ταξίδι. Κύπρος, 1948 – Η αρχή της Οδύσσειας» ο Eυάγγελος Μαυρουδής καταπιάνεται με τον ελληνοκυπριακό διχασμό και τις αντιπαραθέσεις με τους Τούρκους και τους Βρετανούς. Η ιστορία ξεκινά όταν ένας Ισραηλινός δημοσιογράφος φτάνει το 1977 στην Κύπρο, αναζητώντας την ταυτότητα του πατέρα του.

Η έρευνά του τον οδηγεί σε μια υπόθεση στην οποία εμπλέκονται δύο κορυφαία στελέχη της κυπριακής Αριστεράς, ένας από τους οποίους διατηρούσε κρυφή σχέση με την Ελληνοεβραία μητέρα του δημοσιογράφου.

Ακολουθώντας την πορεία που διαγράφηκε πριν από τρεις δεκαετίες καταλήγει στην εποχή λίγο πριν από το ξέσπασμα του Κυπριακού. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου, ο συγγραφέας απαντά στο Ερωτηματολόγιο του Docville.

Πού γεννηθήκατε και πού μεγαλώσατε;

Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στον Περισσό, βιομηχανικό τότε συνοικισμό της Νέας Ιωνίας.

Όταν ακούτε τη λέξη σπίτι τι σας έρχεται στο μυαλό;

Η προσφυγική μονοκατοικία μας με τα κεραμίδια, τη μοβ μπουκαμβίλια πάνω από την εξώπορτα της αυλής και τις πήλινες γλάστρες της γιαγιάς μου στα σκαλοπάτια.

Μια ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια.

Οι στρατιώτες που έρχονταν για τις εκλογές στο δημοτικό σχολείο απέναντι από το σπίτι μας. Παίζαμε μπάλα μαζί τους Παρασκευή και Σάββατο στο προαύλιο ωστόσο τους μιλούσαμε στον πληθυντικό και αποφεύγαμε τη λέξη «πάμε» δασκαλεμένοι από τα σπίτια μας επειδή ήταν το όνομα ενός κόμματος της εξανδραποδισμένης τότε Αριστεράς.

Την Κυριακή οι φαντάροι επιβεβαίωναν τη μεγαλοπρέπεια που μας ενέπνεαν, βλοσυροί με τα κράνη που θύμιζαν ρηχές μπαρμπέρικες λεκάνες, τα λουριά κάτω από τα πηγούνια και τις μακρόστενες ξιφολόγχες γυμνές στα ντουφέκια τους. Δευτέρα πρωί, όμως, όταν έφευγαν με τα ρέο, οι μισοφαγωμένες φρατζόλες, τα δαγκωμένα μήλα, τα χαρτιά από τις κιμαδόπιτες και τα τσόφλια στο μωσαϊκό της μεγάλης αίθουσας αποκαθήλωναν την εικόνα της πειθαρχίας που είχαμε σχηματίσει.

Πότε ήταν η πρώτη φορά που βυθιστήκατε σε ένα βιβλίο;

Εννιά χρονών, ανήμερα της γιορτής μου στις κούνιες είχα σπάσει το χέρι μου. Η νονά μου είχε φέρει δώρο τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα. Θυμάμαι ακόμη τη ζελατίνα που είχε, πέρα από το όμορφο χαρτί περιτυλίγματος του βιβλιοπωλείου.

Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας μύησε στο διάβασμα;

Ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Έχουμε δέκα χρόνια διαφορά. Ήμουν παιδί κι εκείνος, εργαζόμενος φοιτητής, αγόραζε βιβλία με δόσεις. Έτσι γνώρισα τον Τολστόι και τους άλλους Ρώσους κλασικούς ενώ, αφότου έγινε η δικτατορία, στράφηκα στον Βιζυηνό, στον Σουρή και στις ανθολογίες διηγημάτων του Γιώργου Βαλέτα.

Τι σας ώθησε στη συγγραφή;

Έγραφα από μικρός. Είχα στείλει μικρά κείμενα στη «Διάπλαση των Παίδων». Σαν φοιτητής είχα την πρακτική ευθύνη της έκδοσης του περιοδικού της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης «Τέχνη και Πολιτισμός». Αργότερα δημοσίευα άρθρα ή σύντομα διηγήματα σε τοπικές εφημερίδες μέχρι που μετά από μια επίσκεψή μου στο Άουσβιτς, το 1996, αποφάσισα να γράψω μυθιστόρημα για την Καταστροφή της Σμύρνης που πάντα με έτρωγε και με απασχολούσε. Είχα διαβάσει πολλά και σχημάτιζα άποψη για τις πραγματικές αιτίες της Μικρασιατικής Τραγωδίας.

Αιτία όμως της λογοτεχνικής επιλογής μου ήταν η απουσία συγκίνησης που με είχε συγκλονίσει περνώντας τη μαντεμένια πύλη του στρατοπέδου με την επιγραφή «Η εργασία απελευθερώνει». Είχα παρακολουθήσει παιδί τρέμοντας στον κινηματογράφο το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», αργότερα στην τηλεόραση «Το Ολοκαύτωμα» και πριν δυο χρόνια, πάλι στον κινηματογράφο, τη «Λίστα του Σίντλερ».

Μολονότι λοιπόν στο Άουσβιτς είχα δει και είχα ακούσει πράγματα που δεν γνώριζα για βασανιστήρια ασύλληπτα και τρόπους θανάτωσης σαδιστικούς, το γεγονός ότι το στρατόπεδο ήταν πλέον μουσείο, είχε ως αποτέλεσμα να διαψευστούν οι βιωματικές προσδοκίες μου. Κατάλαβα ότι παρακολουθώντας τα κινηματογραφικά έργα που προανέφερα, είχα ουσιαστικά «ταξιδέψει» ήδη εκεί και είχα βιώσει πιστότερα την εποχή. Έτσι αποφάσισα να κάνω το ίδιο με την τραγική πόλη της καταγωγής μου. Η Σμύρνη λοιπόν με έκανε συγγραφέα.

Η συγγραφή είναι τρόπος ζωής;

Ναι. Οι ώρες που κρατάς το μολύβι ή κτυπάς τα πλήκτρα είναι μέρος του χρόνου της «συγγραφής». Οι ήρωες και το θέμα σε κατακλύζουν και εξελίσσονται μέσα σου διαρκώς μέρα και νύκτα.

Η ζωή του συγγραφέα είναι μοναχική;

Σε μεγάλο βαθμό.

Υπάρχουν ιδανικές συνθήκες για τη συγγραφή ενός βιβλίου;

Για τους επαγγελματίες συγγραφείς, φαντάζομαι ότι υπάρχουν. Ο Ορχάν Παμούκ έλεγε ότι αποσύρεται σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη φάση της ολοκλήρωσης των βιβλίων του. Ως μαχόμενος γιατρός οφείλω να προσαρμόζομαι αυστηρά στις συνθήκες της εργασίας του, όχι αντίστροφα. Ίσως η αναγκαιότητα να συγκεντρώνομαι απόλυτα στους αλλεπάλληλους ασθενείς μου με έχει εκπαιδεύσει να αξιοποιώ κάθε σταγόνα χρόνου που παρουσιάζεται. Όταν βρίσκομαι όμως στη φάση της πρώτης γραφής ενός έργου εργάζομαι τα πρωινά, έξι με δέκα, πριν φύγω για το ιατρείο.

Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε όταν βάλατε την τελευταία τελεία στο νέο βιβλίο σας;

Είναι λίγο μυθιστορηματική αυτή η στιγμή. Μετά την υποτιθέμενη τελευταία τελεία μου αρχίζει συνήθως ο Γολγοθάς της επιμέλειας, ψυχικός για μένα και πνευματικός για την επιμελήτρια των βιβλίων μου, την Αναστασία Παπασταθοπούλου. Καθώς λοιπόν οι τελευταίες τελείες διαδέχονται η μία την άλλη, στο νέο βιβλίο πια η επιμελήτρια αγανάκτησε με το δίκιο της και μου μίλησε έξω απ’ τα δόντια.

Νιώσατε ποτέ φόβο έκθεσης;

Όχι φόβο, μάλλον επιφύλαξη. Αποφεύγω να εκθέτω προσωπικές απόψεις για να μην υπονομεύω τις μαρτυρίες και τους ήρωες στα βιβλία μου.

Συγγραφικό μπλοκάρισμα. Σας έχει τύχει;

Νεότερος ναι, σχεδόν πάντα. Καθόμουν μπροστά στο άσπρο χαρτί εμπνεόμενος από κάτι που είχα δει ή ακούσει, και δεν ήξερα τι να γράψω. Από τη στιγμή που πήρα φόρα με την τριλογία, φοβάμαι πως δεν θα προλάβω να ολοκληρώσω όσα έχουν ωριμάσει μέσα μου.

Ποιοι συγγραφείς έχουν «γράψει» μέσα σας;

Ο Όμηρος, ο Μπρεχτ, ο Τσίρκας, ο Προυστ, ο Τσέχωφ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ορχάν Παμούκ, ο Γκαρσία Μαρκές, αλλά και ο Καβάφης και ο Σεφέρης.

Το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο;

Εξαρτάται πόσο διψάς.

Αύριο ξημερώνει μια καλύτερη μέρα;

Ναι, φτάνει να είμαστε ζωντανοί μολονότι το χτες δείχνει καλύτερο επειδή θυμόμαστε περισσότερο τα καλά του.

Βασίζεστε στην καλοσύνη των ξένων;

Όχι, προσπαθώ όμως να την εκμαιεύω.

Η κόλαση είναι οι άλλοι;

Πάντα! Διαφορετικά θα είχαμε βράσει στα καζάνια μας. Για τους άλλους βέβαια «οι άλλοι» είμαστε εμείς.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης εκτιμάτε ιδιαιτέρως;

Την αυτοθυσία.

Ποιο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης σας απωθεί;

Η αχαριστία.

Τι ρόλο παίζει η φιλία στη ζωή σας;

Σημαντικό γνωρίζοντας ότι προϋποθέτει ανταπόδοση.

Είναι σημαντικός για εσάς ο έρωτας;

Ναι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι, φαντάζομαι, την τελευταία ανάσα μου, στην πρωτεϊκή του υπόσταση.

Τι είναι ευτυχία;

Οι αναμνήσεις, οι προσδοκίες και, προπαντός η γαλήνη στην οικογένειά μου. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο κατανοώ τα λόγια του Μαρκές για εκείνους που αγαπάμε. «Κράτα τους κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”. Κανείς δε θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις».

Η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο;

Ναι φτάνει να είναι και εσωτερική.

Πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας σε δέκα χρόνια;

Να ολοκληρώνω όσα έχω στα σκαριά.

Είστε ικανοποιημένος με όσα έχετε καταφέρει μέχρι σήμερα;

Ο άνθρωπος κάνει εκείνα που θέλει και, κατά περίεργο τρόπο, θέλει εκείνα που μπορεί. Κατά καιρούς προσπάθησα πολλά. Όπου πέτυχα, συνεχίζω. Όσα δοκίμασα και απέτυχα, δεν τα θέλω πια. Τα κατάφερα όπου μπορούσα, συνεπώς δεν κρατώ κακία στον εαυτό μου.

Info

Το βιβλίο «Το ταξίδι. Κύπρος, 1948 – Η αρχή της Οδύσσειας» του Ευάγγελου Μαυρουδή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ετικέτες