Η ουσιαστική έξοδος της Ελλάδας από τη διεθνή οικονομική εποπτεία και τη μακροχρόνια επιβολή ενός «έκτακτου μνημονιακού δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος» δεν θα είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία, όπως συχνά προβάλλεται στην πολιτική ρητορική.
Αντίθετα θα είναι ένας κοπιώδης και ανηφορικός δρόμος τόσο για την πραγματική οικονομία όσο και για τη σκληρά δοκιμαζόμενη κοινωνία, που για να μην έχει παλινδρομήσεις χρειάζεται να συνοδεύεται από έναν ξεκάθαρο εθνικό σχεδιασμό, έξυπνες μεταρρυθμίσεις, επιστροφή από την εικονική στην πραγματική οικονομία και πολιτικές συναινέσεις που θα κλείνουν οριστικά τον δρόμο στον λαϊκισμό και στη δημαγωγία.
Η Ελλάδα είναι μια χαρισματική χώρα που ποτέ δεν κατάφερε ως κράτος να κεφαλαιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, παρακολουθώντας αντίστοιχα την επιτυχημένη διαχρονικά ιστορική πορεία που είχε ως έθνος και ως πηγή πολιτισμού.
Παρά κάποιες φωτεινές κυβερνητικές περιόδους, το κράτος μας δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη θαυμαστή ανά τον κόσμο διαδρομή του έθνους και του πολιτισμού μας, που ξεπέρασαν με τα επιτεύγματά τους τα στενά γεωγραφικά όρια της χώρας και κέρδισαν τον παγκόσμιο θαυμασμό και σεβασμό.
Ακλόνητα σύγχρονα τεκμήρια αυτής της διαπίστωσης είναι οι διακρίσεις Ελλήνων της διασποράς στον τομέα του πνεύματος, στις επιστήμες, τις επιχειρήσεις, τις τέχνες, στην πολιτική, καθώς και η παγκόσμια κυριαρχία της ελληνικής ναυτιλίας.
Η μεταμνημονιακή Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία για επιτυχημένη επανεκκίνηση.
Αυτό προϋποθέτει να διαμορφώσουμε σε όλους τους τομείς Ολοι Μαζί μία Εθνική Στρατηγική που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, θα έχει ορίζοντα όχι τις επόμενες εκλογές αλλά τις επόμενες γενιές και θα υπηρετείται στα βασικά της σημεία αδιατάρακτα από όλα τα κόμματα και όλες τις κυβερνήσεις.
Μερικές ενδεικτικές ιδέες ή αντιλήψεις που θα μπορούσαν να καταστούν στόχοι ενός τέτοιου σχεδίου είναι:
Το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση, με τη δημιουργία ιδιωτικών ή μεικτών πανεπιστημίων που θα καταστήσουν τη χώρα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο και θα δημιουργήσουν νέα πηγή για το ΑΕΠ.
Η συνταγματική πρόβλεψη σταθερού φορολογικού συστήματος, με επίπεδο και χαμηλό φορολογικό συντελεστή (flat rate tax), που θα ενισχύσουν τη ρευστότητα στην αγορά και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με την ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας.
Η προώθηση προαδειοδοτημένων πρότζεκτ και η απλούστευση των διαδικασιών, με στόχο την προσέλκυση και διευκόλυνση ξένων επενδύσεων.
Η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης και ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της, ώστε να μη στοιχίζουν στην οικονομία οι εκατοντάδες χιλιάδες δικαστικές εκκρεμότητές της.
Η στροφή στη γεωργία ακριβείας, τη βιολογική και συμβολαιακή γεωργία, την έξυπνη βιομηχανία (start ups), στις ποιοτικές και γρήγορες υπηρεσίες (ψηφιοποίηση), στο υψηλό επίπεδο τουρισμού, στην αξιοποίηση της προστατευόμενης αλιείας.
Η ταχεία και μεθοδική αξιοποίηση τόσο των εναλλακτικών όσο και των κλασικών πηγών ενέργειας που διαθέτουμε μέσα και από διεθνείς συνεργασίες.
Η στήριξη του εξαγωγικού εμπορίου και γενικότερα της εξωστρέφειας της εθνικής οικονομίας.
Η απλούστευση των διαδικασιών, η ικανότητα των στελεχών της διοίκησης, η ποιότητα του θεσμικού πλαισίου και η αλλαγή νοοτροπίας σε διοίκηση και διοικούμενους μέσα από μια παιδεία που θα προωθεί τη γνώση, τη συνεχή αξιολόγηση, το ήθος, την αποτελεσματικότητα και την ανάδειξη θετικών προτύπων μπορούν να οδηγήσουν σε εντυπωσιακά αποτελέσματα εντός ορατού χρονικού ορίζοντα.
Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν και μια ηγεσία που θα προσβλέπει στην αναμέτρησή της με την Ιστορία και όχι απλώς στην άγονη μικροκομματική και προσωπική αντιπαράθεσή της με τους πολιτικούς της αντιπάλους για την καρέκλα της εξουσίας.
Ο Δρ. Ευριπίδης Στ. Στυλιανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, πρώην υπουργός και τέως βουλευτής Ροδόπης