Εχουμε συμπερίληψη στο θέατρο ή μήπως έναν αχταρμά;

Πολλαπλώς κακοποιημένη, η συμπερίληψη ξεχειλώνει τόσο που είναι αδύνατον να γλιτώσει από την παρανόηση και τον εκτροχιασμό σε ένα σκόρπιο και χωρίς ειρμό παραστασιακό σύνολο.

Κάθε λέξη της μόδας, ή όπως λέγαμε παλαιότερα του συρμού, αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο διασυρμού. Η έννοιά της εκτίθεται σε πολλαπλές παρανοήσεις, διαστρεβλώνεται από άγνοια ή συγκυριακούς υπολογισμούς και τελικά, υποκύπτοντας στην πίεση να συμπεριλάβει τα πάντα, ξεχειλώνει τόσο ώστε πλέον δεν σημαίνει τίποτε. Η έννοια της συμπερίληψης ειδικά, κατρακυλώντας απερίσκεπτα από τόσα στόματα, θα ήταν αδύνατο να γλιτώσει από τον εκτροχιασμό. Τα περιτρίμματά της επομένως διαχέονται παντού και η φαρμακευτική της δράση θεωρείται κατάλληλη «διά πάσαν νόσον (αποκλεισμού) και πάσαν (διαχωριστικήν) μαλακίαν». Παρά τις πιένες εντούτοις που γνωρίζει εσχάτως, η έννοια της συμπερίληψης δεν είναι καθόλου καινούργια. Απλούστατα, σε άλλες εποχές κρυβόταν ειρωνικά πίσω από τον φερετζέ της Μαριορής ενώ σήμερα πασχίζουμε με περίσσεια σοβαρότητα να χωρέσουμε στο σακί της ό,τι έχουμε κι ό,τι μας λείπει.

Τοτέμ και αμηχανία

Για κείνο το είδος του θεάτρου μάλιστα που δίχως την παραμικρή κριτική επεξεργασία ακολουθεί πρόχειρα και αβασάνιστα κάθε σύγχρονη κοινωνική ροπή η συμπερίληψη αναγορεύεται σε απαραβίαστο τοτεμικό σύμβολο και το σώμα της περιβάλλεται από πάνω μέχρι κάτω με τον μανδύα μιας σχεδόν ιερής έννοιας.

Αν όμως ρωτήσουμε τους πιστούς και ιδιαίτερα τους νεοπροσήλυτους τι ακριβώς εννοούν λέγοντας συμπερίληψη ή έστω τι σημαίνει για τον καθέναν απ’ αυτούς η έννοια αυτή που με τόση αφοριστική διάθεση επιβλήθηκε παντού, θα διαπιστώσουμε ότι η ανταπόκριση είναι πενιχρή. Η πιθανότερη απάντηση είναι ένα σκίρτημα αμηχανίας που συνοδεύεται συνήθως από μια απορριπτική χειρονομία με την οποία διαδηλώνεται η ατράνταχτη πεποίθηση ότι ζητήματα που έχουν προσλάβει τόσο ευρεία κοινωνική δυναμική διαθέτουν πλέον αξιωματική ισχύ, κινούνται στη σφαίρα του αυταπόδεικτου και συνεπώς είναι φρονιμότερο να μένουν ανεξέταστα.

Υπάρχουν φυσικά και κάποιοι θιασώτες της τρέχουσας συμπεριληπτικής λογικής πιο ανοιχτοί στον διάλογο και επομένως προθυμότεροι να εξετάσουν το ζήτημα, οι αντιλήψεις τους ωστόσο είναι στην καλύτερη περίπτωση απελπιστικά κοινότοπες και στη χειρότερη χαώδεις.

Πιστεύουν ότι βρίσκονται στην αιχμή της πρωτοπορίας αλλά αυταπατώνται και μάλιστα με τον αφελέστερο, δηλαδή τον πιο ανιστόρητο τρόπο. Οι περιοδεύοντες θίασοι της ρωμαϊκής εποχής, του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης συμπεριλάμβαναν ήδη προγραμματικά και κατά σύστημα στο στελεχικό τους δυναμικό άτομα διάφορων σωματότυπων και με ευρύτατη γκάμα δεξιοτήτων, τσιρκολάνους και τροβαδούρους, αθλητές και μουσικούς. Αυτή η παράδοση διασώθηκε ως ένα βαθμό στους λεγόμενους «θιάσους ποικιλιών» και αναζωπυρώθηκε αριστοτεχνικά κατά τον 20ό αιώνα.

Μια πλειάδα μεγάλων σκηνοθετών από τον Πίτερ Μπρουκ ως τον Μπομπ Γουίλσον και από τον Γιουτζένιο Μπάρμπα ως την Αριάν Μνούσκιν συγκρότησαν διαφυλετικούς, πολυγλωσσικούς και διαπολιτισμικούς θιάσους καταργώντας κάθε στεγανό και προικίζοντας την ευρωπαϊκή σκηνή με μια οικουμενική οπτική που δεν εξαιρούσε από το πεδίο της τίποτε και κανέναν.

Λαθραία εισαγόμενη

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η κεκτημένη ιστορικά εδώ και χιλιάδες χρόνια υποδοχή της ετερότητας, που σήμερα καλείται συμπερίληψη, αλλά η ουσιώδης και εφευρετική της λειτουργία σε καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Ο οργανικός εμπλουτισμός του θιάσου με καινούργιες δυνατότητες και η πολύτροπη άντληση της ατελείωτης ποικιλίας ψυχικών και υποκριτικών αποθεμάτων που είναι έτοιμα να ανακύψουν από μια σύνθεση ανένδοτη σε αποκλεισμούς και προκαταλήψεις. Δυστυχώς, όμως, αυτή η κεφαλαιώδης λειτουργία της συμπερίληψης συχνά παραθεωρείται και κάποιοι, προεκτείνοντας εκβιαστικά τα όριά της, τη χρησιμοποιούν απλώς ως κερκόπορτα για την άλωση της θεατρικής σκηνής από μια πληθώρα ανοίκειων υλικών σε τυχαίο άθροισμα τα οποία ζορίζονται να συμπεριληφθούν σ’ ένα εντελώς σκόρπιο και με απουσία οποιουδήποτε ειρμού δραματουργικό και παραστασιακό σύνολο.

Αυτού του είδους η λαθραία εισαγόμενη συμπερίληψη, ερχόμενη σε απολύτως ταιριαστό γάμο με τη δήθεν αποδομητική ασυδοσία, αρκείται στη συμπαράθεση του ό,τι να ’ναι, που εύστοχα διακωμωδείται από τη λαϊκή έκφραση άρτσι, μπούρτσι και λουλάς. Ετσι, υποθέσεις και αποσπάσματα από διαφορετικά έργα συμπιέζονται ασφυκτικά ώστε να συμπεριληφθούν σε μια καινοφανή σκηνοθετική ιδέα, κατά την έκθεση της οποίας ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κρέμονται από τον πολυέλαιο, ένα ξεφτισμένο μπλουτζίν χορεύει με μια έξωμη τουαλέτα κάποιο μέταλ μενουέτο και μια παιδική κουνιστή καρεκλίτσα επιστρατεύεται για να κρεμαστεί ψηλά σε μπαρόκ υπέρθυρο μια μακριά κουρτίνα. Κι όλ’ αυτά, υλικό κατσαρόλας που ο μάγειρας πετάει μέσα ό,τι βρίσκει μπροστά του, χωρίς κανένα σχέδιο, καμία σκέψη για την αρμόζουσα δοσολογία αλλά και κανέναν ενδοιασμό για τις επιπτώσεις στο στομάχι του θεατή, ως απομεινάρια μιας θεατρικής μέρας που δεν άρχισε καν.

Ολοι οι καλοί βέβαια χωράνε στο θεατρικό τραπέζι, όπως επίσης οι κακοί και οι άσχημοι. Οι άσχετοι όμως, που δεν είδαν απλώς φως και μπήκαν αλλά προσκλήθηκαν από τον σκηνοθέτη για να αναλάβουν αόριστους ρόλους, καθώς και τα άσχετα με τη θεατρική τέχνη τεχνάσματα εύκολου εντυπωσιασμού, δεν χωράνε, παρά τις προσπάθειες συμπερίληψης στον ανελκυστήρα της φήμης που έχει την κακή συνήθεια ν’ ανεβοκατεβαίνει, όταν δεν κωλώνει από την υπερφόρτωση. Ως εκείνη την ώρα πάντως η πολλαπλώς κακοποιημένη συμπερίληψη θα συνεχίσει τη διαδρομή της, με το στομάχι αχόρταγο και τον όγκο της ασύμμετρο, ενώ η αυθεντική της εκδοχή, που ανέκαθεν λειτουργούσε ως μήτρα της ετερότητας σε κάθε της μορφή, θα τραβάει ξεχωριστή πορεία.

Ετικέτες