Ελέφαντες που πέθαναν από χρυσό καθαρτικό, μυρμηγκοφάγοι με λουρί, ντελικατέσεν ιπποπόταμοι: η ανθρώπινη ματαιοδοξία συνδεόταν ανέκαθεν με την κτήση και την κατανάλωσή τους
Ενα λευκό τιγράκι στα σκουπίδια. Διαβάζοντας αρχικά τον τίτλο πίστευα ότι κάτι δεν καταλαβαίνω. Η εικόνα, όμως, ήταν μπροστά μου: ένα άγριο ζώο πεταμένο δίπλα στον κάδο απορριμμάτων έξω από το Αττικό Πάρκο. Σαν να ήταν λούτρινο. Φαίνεται πως εκείνοι που το αγόρασαν παράνομα τελικά δεν το ήθελαν εξαιτίας της αναπηρίας του κι έτσι βρέθηκε να κοιτάζει γύρω του σαν χαμένο, ανήμπορο να αντιδράσει. Ενα ζώο τριών μηνών, το οποίο απομάκρυναν από τη μαμά του χωρίς καν να το αφήσουν να θηλάσει το πρώτο γάλα, εκείνο που θα του θωράκιζε τον οργανισμό ώστε να μπορεί να συνεχίσει υγιές το υπόλοιπο της ζωής του. Η περίπτωση άνοιξε ξανά το μεγάλο θέμα του παράνομου εμπορίου άγριων ζώων. Αλήθεια, πόσοι είναι εκείνοι που θέλουν να έχουν μια τίγρη ή έναν ελέφαντα στο σπίτι τους; Και πόσοι μπορούν να συντηρήσουν ένα τέτοιο ζώο; Με αφορμή όσα συνέβησαν στη μικρή λευκή τίγρη διατρέχουμε την ιστορία και σημειώνουμε περιπτώσεις άγριων ζώων που χρησιμοποιήθηκαν ως τροφή της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Στην αυλή των Πτολεμαίων και των Μεδίκων
Το 282 π.Χ., όταν τον θρόνο της Αιγύπτου ανέλαβε ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος, η Αλεξάνδρεια ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κλασικού κόσμου και σημαντικότατο εμπορικό κέντρο. Η ρυμοτομία της ήταν υποδειγματική, τα δημόσια κτίρια χτισμένα από ασβεστόλιθο και μάρμαρο –λάφυρα των κτήσεών της–, οι κήποι της φιλοξενούσαν σπάνια είδη φυτών, ενώ από όλα τα μέρη της Μεσογείου κατέφταναν άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν να έρθουν σε επαφή με το μουσείο και τα χειρόγραφα της περίφημης βιβλιοθήκης της πόλης.
Ο βασιλιάς είχε στην αυλή του δεκάδες άγρια ζώα: ελέφαντες (εκείνη την περίοδο χρησιμοποιούνταν κυρίως σαν πολεμικές μηχανές), λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, πάνθηρες, αντιλόπες, άγρια γαϊδούρια, στρουθοκάμηλους, ρινόκερους, καμήλες. Τα ζώα αυτά χρησιμοποιούνταν ως ατραξιόν σε φιέστα που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του βασιλιά, η οποία στην πραγματικότητα ήταν η ευκαιρία για επίδειξη της λαμπρότητας, του πλούτου και του εύρους της πτολεμαϊκής αυτοκρατορίας – ειδικά την περίοδο που ήταν στα σπάργανα και έπρεπε να εδραιωθεί.
Μεταξύ των δεκάδων ζώων που έπαιρναν μέρος σε κάθε φιέστα βρισκόταν και μια λευκή αρκούδα η οποία ήταν το αγαπημένο ζώο του βασιλιά καθώς, όπως φαίνεται, η προτίμηση για τα λευκά ζώα δεν είναι αποκλειστικά σημερινό φαινόμενο. Για αιώνες οι ιστορικοί πίστευαν ότι επρόκειτο για πολική αρκούδα, ωστόσο με τα σημερινά δεδομένα γνωρίζουμε ότι ήταν καφέ και είχε αλμπινισμό.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1487, ο σουλτάνος της Αιγύπτου έστειλε στον Λαυρέντιο των Μεδίκων μια καμηλοπάρδαλη, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την εύνοια της οικογένειας, καθώς και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν να ενδυναμώσουν τη μεταξύ τους σχέση ώστε να περιορίσουν τον ρόλο της παντοδύναμης τότε Βενετίας στο εμπόριο. Η καμηλοπάρδαλη έφτασε στην αυλή του βασιλιά μαζί με άλλα επτά εξωτικά ζώα. Οι κάτοικοι της Φλωρεντίας –παρότι είχαν δει πολλά τα μάτια τους– έμειναν άναυδοι με το θέαμα, διότι δεν είχαν δει ξανά κάτι αντίστοιχο. Το ζώο δεν έζησε πολύ. Επειτα από δύο μήνες τα κέρατά του κόλλησαν στην οροφή του αχυρώνα και στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί έσπασε τον λαιμό του.
Πέθανε από καθαρτικό αλλά τον έκλαψε ο πάπας
Οταν το 1514 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Μανουήλ Α΄ ολοκλήρωσε το ταξίδι του στην Ινδία και επέστρεψε στην Ευρώπη εμφανίστηκε στη Ρώμη με έναν λευκό ελέφαντα τον οποίο πρόσφερε στον πάπα Λέοντα Ι΄ των Μεδίκων. Το ζώο που ονομάστηκε Αννων έγινε το απόλυτο αξιοθέατο για τους Ρωμαίους οι οποίοι είχαν να δούνε ελέφαντα από την εποχή του Αννίβα. Ο Αννων είχε εκπαιδευτεί και λέγεται ότι χόρευε με περισσή χάρη, ενώ ταυτόχρονα έβγαζε τόσο δυνατό ήχο από την προβοσκίδα του ώστε ξεκούφαινε τον κόσμο. Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά τους βασανισμούς που υπομένουν αυτά τα ζώα για να χορεύουν ή να ζωγραφίζουν «καλύτερα κι από ανθρώπους», όπως διαφημίζουν οι βασανιστές τους. Ο Αννων υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον Ραφαήλ, ο οποίος δημιούργησε μια τοιχογραφία που όμως δεν έχει διασωθεί. Ο λευκός ελέφαντας έζησε μόλις δύο χρόνια, καθώς για την καταπολέμηση μιας δυσκοιλιότητας οι γιατροί της εποχής του έδωσαν καθαρτικό εμπλουτισμένο με ψήγματα χρυσού. Οταν το ζώο πέθανε ο πάπας στενοχωρήθηκε τόσο ώστε του έγραψε επικήδειο.
Κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας δεν ήταν ασυνήθιστη η βρώση εξωτικών ζώων.
Η καλλιεργημένη ελίτ πίστευε ότι μέσω αυτής της διατροφής ξέφευγε από το στενό κοινωνικό πλαίσιο και ξανοιγόταν στην απεραντοσύνη του κόσμου. Ετσι, έχουν καταγραφεί στην ιστορία επίσημα δείπνα με καγκουρό, πιθήκους, ιπποπόταμους, αντιλόπες, στρουθοκάμηλους και εξωτικά πτηνά, ενώ ακόμη και ο Κάρολος Δαρβίνος ανήκε σε μια λέσχη η οποία πειραματιζόταν με την κατανάλωση άγριων ζώων. Σταθερός υποστηρικτής της τάσης ήταν επίσης ο Αγγλος φυσιοδίφης Γουίλιαμ Μπάκλαντ, ο οποίος έτρωγε ψητά ποντίκια, κροκόδειλους, σκαντζόχοιρους.
Πιθανότατα οι πρώτοι δυτικοί που κατανάλωσαν τη σάρκα άγριων ζώων ήταν οι φυσιοδίφες, καθώς μέσα από τα ταξίδια τους είχαν εξοικειωθεί με το αλλότριο.
Τα εξωτικά δείπνα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με αφορμή τα εγκαίνια του ζωολογικού κήπου του Regent Park (1828) – ήταν η εποχή που άρχισε να συζητείται σοβαρά το θέμα που προέκυπτε με τη σίτιση των κατοίκων του Λονδίνου κατά τη δημογραφική έκρηξη. Οι αξιοπερίεργες συνήθειες ποτέ δεν εγκατέλειψαν το Λονδίνο.
Λίγες δεκαετίες μετά θα γινόταν τάση η κατάποση σκόνης που προερχόταν από τη σύνθλιψη αιγυπτιακών μουμιών – υποτίθεται ότι τα σκευάσματα που φτιάχνονταν από τα πτώματα των νεκρών Αιγυπτίων βοηθούσαν στη διατήρηση της καλής υγείας και ήταν αφροδισιακά.
Ο Χιρστ, η Χέντρεν και ο Νταλί
Ο πρώτος μεγιστάνας στην ιστορία των ΜΜΕ και πρωτοπόρος του κίτρινου Τύπου, ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, μπορούσε με ένα δημοσίευμα στις εφημερίδες του να σηματοδοτήσει την κήρυξη του πολέμου μεταξύ δύο χωρών – το είχε κάνει με τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο το 1898. Στο απόγειο της δόξας του είχε στο μπαρόκ κάστρο του πέρα από ευρωπαϊκά έργα τέχνης, ζώα από όλο τον κόσμο τα οποία έφερνε από τα ταξίδια του. Κάπως έτσι κατέληξαν στον προσωπικό του ζωολογικό κήπο, τον μεγαλύτερο του είδους στην εποχή του, διάφορα εξωτικά ζώα, μεταξύ των οποίων αντιλόπες, καμηλοπαρδάλεις, χιμπαντζήδες, τίγρεις, παπαγάλοι, καμήλες, ζέβρες. Η επιτυχία του Χιρστ κάποια στιγμή άρχισε να φθίνει κι έτσι ο ζωολογικός κήπος καταργήθηκε το 1937, ενώ τα «αποκτήματα» κατέληξαν στους ζωολογικούς κήπους άλλων μεγιστάνων, οι οποίοι είχαν την ανάγκη να νιώθουν ισχυροί όσο περιόριζαν την ελευθερία που θα έπρεπε να απολαμβάνουν στη φύση τα ζώα.
Το 1969 η πρωταγωνίστρια των ταινιών του Αλφρεντ Χίτσκοκ Τίπι Χέντρεν βρισκόταν στη Ζιμπάμπουε για γυρίσματα. Η επαφή που είχε με ένα λιοντάρι της έδωσε την ιδέα να το υιοθετήσει για κατοικίδιο. Ετσι μπήκε στη ζωή της ο Νιλ, ένα λιοντάρι 200 κιλών. Το 1971 φωτογραφήθηκε από το περιοδικό «Life» να κόβει βόλτες δίπλα από την πισίνα, σε απόσταση αναπνοής από την έφηβη τότε κόρη της Μέλανι Γκρίφιθ. Υπήρξε εποχή που στο σπίτι της Τίπι Χέντρεν κυκλοφορούσαν περίπου 60 μεγάλα αιλουροειδή, ενώ μέχρι πριν από δύο χρόνια –σύμφωνα με όσα είχε δηλώσει η εγγονή της– ζούσαν στο καταφύγιο που δημιούργησε στον χώρο της 13-14 λιοντάρια και τίγρεις. Οταν στα τέλη του 1974 η ηθοποιός και ο σύζυγός της Νόελ Μάρσαλ θέλησαν να γυρίσουν την ταινία «Roar» ζήτησαν τη βοήθεια εκπαιδευτών, ωστόσο κανένας δεν ήθελε να αναλάβει ένα γύρισμα που θα περιλάμβανε τόσα αιλουροειδή. Στα γυρίσματα της ταινίας που κράτησαν πέντε χρόνια ο οπερατέρ δέχτηκε επίθεση από λιοντάρι και χρειάστηκε 220 ράμματα. Αντίστοιχη επίθεση δέχτηκε και η ίδια η Χέντρεν και κατέληξε με 38 ράμματα.
Γνωστή τοις πάσι είναι η φωτογραφία του Σαλβαδόρ Νταλί στην οποία κρατάει ένα μυρμηγκοφάγο από λουρί καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά του παρισινού μετρό. Σουρεάλ εικόνα; Σε ένα βαθμό ναι και μάλλον έστησε τη φωτογράφηση ως σατιρική αναφορά στον Αντρέ Μπρετόν (είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν), τον οποίο είχε ζωγραφίσει το 1931 με μορφή μυρμηγκοφάγου. Ωστόσο, ο Νταλί μάλλον βρήκε πολύ λαμπρή την ιδέα του και την επανέλαβε λίγους μήνες μετά στο τηλεοπτικό σόου του Ντικ Κάβετ όταν έκανε μια άκρως ντροπιαστική είσοδο με έναν άλλο μυρμηγκοφάγο (τον είχε παραχωρήσει ο ζωολογικός κήπος του Μπρονξ), τον οποίο πετούσε από δω και από κει σαν να ήταν κουρέλι, προφανώς στην προσπάθειά του να φανεί αστείος. Φρένο στην κακοποιητική συμπεριφορά του προσπάθησε να βάλει η επίσης προσκεκλημένη Λίλιαν Γκις, η οποία του εξήγησε ότι το ζώο είχε τρομάξει και το χάιδεψε. Βέβαια, ο Νταλί, ο οποίος δεν φημιζόταν για την ενσυναίσθησή του, συνέχισε την παράσταση δικαιώνοντας τον χαρακτηρισμό που του είχε αποδώσει ο Μπρετόν με έναν επιτυχημένο αναγραμματισμό του ονόματός του: «Avida dollars» (άπληστος για δολάρια).