Έξι χρόνια χωρίς τον Νίκο Κούνδουρο: Απόσπασμα από ραδιοφωνική συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Έξι χρόνια χωρίς τον Νίκο Κούνδουρο: Απόσπασμα από ραδιοφωνική συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, ο Πάπας του ελληνικού κινηματογράφου, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 22 Φεβρουαρίου του 2017, σε ηλικία 90 ετών. Αυτό είναι ένα απόσπασμα από συνέντευξη του στον Αντώνη Μποσκοΐτη για το ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο 105.5, τον Ιούνιο του 2007.

«Βρισκόμουν στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ξέρεις, Μάης ’68, ελευθεριότητα, συζητήσεις στα περίφημα μπιστρό καφέ, καυγάδες από τους Έλληνες συνήθως. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα που περιλάμβανε τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη, την Καραΐνδρου. Θυμάμαι ένα καυγά μου με τον ποιητή και στιχουργό Δημήτρη Χριστοδούλου. Καθόμουν σ’ ένα καφέ κι εκείνος ακριβώς πίσω μου, πλάτη. Κάποιος πέρασε απ’ έξω που μου έμοιαζε πολύ. Ο Χριστοδούλου, νομίζοντας πως είμαι εγώ, άρχισε να με σχολιάζει. ”Ο μεγαλοαστός Κούνδουρος που κάνει εξορία με όλες του τις ανέσεις” και κάτι τέτοια. Θύμωσα. Δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα απλά, τον τράβηξα απ’ τους ώμους και βγήκαμε έξω. Παραλίγο θα παίζαμε μπουνιές, αλλά ευτυχώς που πετάχτηκε η αεικίνητη Καραΐνδρου και μας χώρισε ώσπου τα πνεύματα ηρέμησαν. Δεν του το συγχώρεσα ποτέ αυτό του Χριστοδούλου, καθώς εγώ ανέκαθεν ήμουν ένας άνθρωπος που ό,τι είχα να πω για κάποιον, του το έλεγα κατάμουτρα, χωρίς να ξεπέφτω σε λυκοφιλίες. Σήμερα βέβαια που το θυμάμαι, είναι μια πολύ αστεία ιστορία και μακάρι να ξαναγύρναγα στα χρόνια εκείνα που γίνονταν όλα μαζί, ταινίες, μουσικές, χοροθέατρα, μπαλέτα, με τον έναν να παίρνει απ’ τον άλλον, γιατί στην ουσία ζούσαμε κοινοβιακά, συμβιώναμε.

Το Παρίσι του ’68 και του ’69 ήταν ένα τεράστιο κρεβάτι. Μπορούσες να βρεθείς καλεσμένος σε κάποιο σπίτι όπου πολλοί άνθρωποι έκαναν έρωτα παντού, από την κρεβατοκάμαρα μέχρι το μπάνιο και την κουζίνα και καρφάκι δεν καιγόταν σε κανέναν μας. Μια μέρα δεχτήκαμε πρόσκληση με τον Οδυσσέα Ελύτη να πάμε σε κάποιο απ’ αυτά τα πάρτι, όπου δεν ξέραμε ποιος το έκανε, σε ποιο σπίτι θα πηγαίναμε, ποιοι ήταν οι ιδιοκτήτες. Φτάνουμε, χτυπάμε την πόρτα, ανοίγει ένα μικρό πορτάκι και βλέπουμε ένα ζευγάρι μάτια που μας τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω. Κοιταχτήκαμε με τον Ελύτη, ”που πάμε να μπλέξουμε” σκεφτήκαμε…Μας ανοίγουν τέλος πάντων και μπαίνοντας αντικρίζουμε γυμνά κορμιά. Γυναίκες κι άντρες, άλλοι όρθιοι, άλλοι πεσμένοι στο πάτωμα, ένα χάος. Έρχεται ένας τύπος και μας λέει ότι μπορούμε να βγάλουμε τα ρούχα μας. Για μένα δεν ήταν εύκολο, αφού πάνω απ’ όλα μ’ ενδιέφερε το όλο πράγμα ως συνθήκη και κατάσταση, όχι ως θέαμα σε καμία περίπτωση. Ο Ελύτης ήταν πιο αποφασιστικός επ’ αυτού. ”Νίκο, τι προτίθεσαι να κάνεις;” με ρώτησε. Με άφησαν όλοι μόνο μου να κάθομαι στην υποδοχή κατά ένα τρόπο. Ήταν κάτι το απίστευτο! Ύστερα από λίγη ώρα, εμφανίζεται ένας άλλος τύπος στην ηλικία μου πάνω – κάτω. ”Είστε σκηνοθέτης;” με ρωτάει και μου τείνει το χέρι προς χειραψία. Η ευγένεια του ήταν κάπως ασύμβατη με ό,τι εξελισσόταν γύρω μας. Συνέχισε: ”Κι εγώ σκηνοθέτης είμαι”. ”Πως λέγεστε;” τον ρώτησα και μου απάντησε: ”Είμαι ο Ζαν – Λικ Γκοντάρ”. Αυτό συνέβη μια ωραία μέρα στο Παρίσι της σεξουαλικής απελευθέρωσης και για πολλά – πολλά χρόνια μια σκέψη είχα: Ότι έχασα μια μοναδική ευκαιρία να συμμετάσχω σε μία παρτούζα με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Ζαν – Λικ Γκοντάρ. Έτσι, γιατί ήμασταν άνθρωποι σχετικά νέοι, γιατί έβραζε το αίμα μας και γιατί η ορμή του σεξ είχε απολύτως να κάνει με την καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν μπορεί σήμερα να το καταλάβει κανείς, που όλα είναι σεξ και εμπόριο, πάντως έτσι γινόταν τότε και, πίστεψε με, υπήρχε μια τεράστια, σπάνια και δυσεύρετη πια αθωότητα».

Documento Newsletter