Στο 21ο_x000D_
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο ολοκληρώθηκε την Κυριακή,_x000D_
πρωταγωνιστική θέση κατείχαν φέτος τα ελληνικά ντοκιμαντέρ, παρουσιάζοντας τη_x000D_
ματιά στον κόσμο γύρω μας 82 συνολικά Ελλήνων δημιουργών.
Πολλά από τα ελληνικά ντοκιμαντέρ εντάχθηκαν στις θεματικές ενότητες του διεθνούς προγράμματος, ενώ δύο εξ αυτών, επιλεγμένα ανάμεσα σε εκατοντάδες ταινίες από όλο τον κόσμο, συμμετείχαν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα και διεκδίκησαν τον Χρυσό Αλέξανδρο. Το συγκεκριμένο βραβείο από φέτος αποτελεί το «εισιτήριο» για την Ακαδημία των Οσκαρ στις υποψηφιότητες της κατηγορίας καλύτερου ντοκιμαντέρ.
Εξι από τους Ελληνες συμμετέχοντες, τρεις έμπειροι κινηματογραφιστές και τρεις δημιουργοί της νεότερης γενιάς, μας μιλούν για τις νέες ταινίες τους, για τα χαρακτηριστικά της τέχνης του ντοκιμαντέρ που τους γοητεύουν και απαντούν στο ερώτημα εάν στους στόχους τους συμπεριλαμβανόταν η δημιουργία ταινίας που θα συζητηθεί.
Λεωνίδας Βαρδαρός, «Ο αντιφασιστικός αγώνας στη Μέση Ανατολή» (72΄)
«Το πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ αναφέρεται στο μεγάλο κύμα προσφυγιάς, που πριν από 75 χρόνια είχε την αντίστροφη διαδρομή από το σημερινό. Το 1941 άνθρωποι από την κατεχόμενη Ελλάδα περνούν στα τουρκικά παράλια και από εκεί σε Κύπρο, Αίγυπτο, Συρία. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι καταλήγουν σε καταυλισμούς και οι άντρες στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Οι στρατιώτες στην πλειονότητά τους ήταν οργανωμένοι στο αντιφασιστικό κίνημα. Το δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ αναφέρεται στις βίαιες επεμβάσεις των Αγγλων κατά του κινήματος, οι οποίες υπήρξαν ουσιαστικά η αρχή του εμφύλιου πολέμου. Τη βάση αυτού του ντοκιμαντέρ συνθέτουν οι μαρτυρίες από Ελληνες αγωνιστές οι οποίοι την περίοδο 1941-1944 ήταν στη Μέση Ανατολή, καθώς και οι συνεντεύξεις των ιστορικών Γιώργου Μαργαρίτη και Προκόπη Παπαστράτη.
Η γενιά της Εθνικής Αντίστασης, όπως και οι ήρωες αυτού του ντοκιμαντέρ που έδωσαν το αίμα τους στον αντιφασιστικό αγώνα, δεν δικαιώθηκε όπως σκόπιμα εξελίχτηκε η Ιστορία μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Δυστυχώς χάθηκε πλέον η προφορική μαρτυρία αυτής της γενιάς και πιστεύω ότι αν έχω κάνει κάτι στη ζωή μου, είναι να πω τις ιστορίες που μου εμπιστεύτηκαν οι παλιοί συμπατριώτες μας και αγωνιστές. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βρίσκω τα στοιχεία για να φτιάξω ντοκιμαντέρ που αναφέρονται στα πραγματικά γεγονότα. Οι κινηματογραφιστές έχουμε υποχρέωση να τα αναδεικνύουμε και να τα προβάλλουμε, διότι όταν ξεχνάμε τα γεγονότα η Ιστορία επανέρχεται. Μου έκανε εντύπωση που οι αίθουσες στη Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτες και από νέους ανθρώπους με διάθεση για συζήτηση γι’ αυτά τα γεγονότα, τα οποία δεν είναι γνωστά ούτε στις προηγούμενες γενιές. Διότι η εικόνα που έχουμε είναι η εικόνα των νικητών.
Ο στόχος μου είναι να δείξω αυτό που θέλω να πω μέσα από τις εικόνες, αυτή είναι η δουλειά μας. Πολλά από τα ντοκιμαντέρ που έχω φτιάξει παίζονται συχνά σε χώρους όπου οι άνθρωποι θέλουν να συζητούν για την ιστορία του τόπου. Το μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι με αυτό τον τρόπο έχει τη δυνατότητα να τα δει περισσότερος κόσμος από όσους τα βλέπουν στα φεστιβάλ ή στην τηλεόραση».
Νίκος Θεοδοσίου, «Ελληνες στο Χόλιγουντ» (54΄)
«Η συγκεκριμένη ταινία έγινε στο πλαίσιο της έρευνάς μου για το ομότιτλο βιβλίο του Φώντα Λάδη, το οποίο πρόκειται να εκδοθεί σύντομα και αφορά τη συνολική παρουσία των Ελλήνων πρωτοπόρων της έβδομης τέχνης στην Αμερική, ηθοποιών και παραγωγών, την περίοδο του βωβού κινηματογράφου. Μια παντελώς άγνωστη ιστορία. Η ταινία αποτελεί μέρος του βιβλίου και η πρότασή μου είναι να το συνοδεύει.
Αυτό που με τραβάει πολύ σε αυτή την τέχνη είναι η διαχρονική σχέση του κινηματογράφου με τον κόσμο, από το ξεκίνημά του μέχρι σήμερα. Η ιστορία δηλαδή και ειδικότερα οι ανεξερεύνητες πτυχές της. Κάθε ταινία μου έχει πάρα πολλή έρευνα από πίσω. Δεν με ελκύει ο κινηματογράφος της παρατήρησης, δηλαδή η απλή καταγραφή ενός γεγονότος. Πιστεύω ότι προκειμένου να μπει κάποιος στην ουσία των πραγμάτων πρέπει να το δει στην εξέλιξή του.
Κάνοντας μια ταινία φυσικά επιδιώκεις τη μεγαλύτερη δυνατή επικοινωνία και τον διάλογο με τους θεατές, δεν κάνεις ταινία για τον εαυτό σου. Και μέσα από την ταινία πρέπει να αναζητάς την αλήθεια που υπάρχει στον πραγματικό κόσμο. Η κάθε στιγμή είναι στιγμή μιας εξελικτικής διαδικασίας. Γι’ αυτό σε κάθε περίπτωση επιδιώκω να πάω όσο πιο πίσω γίνεται και για να παρακολουθήσουμε αυτή την εξέλιξη».
Χριστίνα Φοίβη, «Αμυγδαλιά» (80΄)
«Η “Αμυγδαλιά” είναι μια ιστορία με πολλές ιστορίες που μπλέκονται και γίνεται η αφορμή της αναζήτησης για το τι σημαίνει να νιώθει κάποιος ξένος σε ένα μέρος ή σε μια κατάσταση. Η συμμετοχή της στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα είναι ως γεγονός από μόνο του τιμή.
Αυτό που με γοητεύει στα ντοκιμαντέρ είναι η δυνατότητα να συνομιλήσεις με την πραγματικότητα και να δεις πώς αυτό που θέλεις να αφηγηθείς μπορείς να το εκφράσεις με εικόνες και ήχους, αλλά και πώς να επικοινωνήσεις με τους άλλους και τις δικές τους πραγματικότητες. Με συγκινεί αυτή η τέχνη. Είναι σημαντικό ότι μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά για τα βιώματα και τις εμπειρίες μας. Επίσης, με συγκινεί το ενδιαφέρον για τον άλλο που δημιουργείται στους θεατές σε μια προβολή ντοκιμαντέρ, πολλές φορές μάλιστα δημιουργείται μια ανησυχία για την τύχη των πρωταγωνιστών που τη μοιράζονται. Με ενδιαφέρει η συζήτηση που μπορεί να προκαλέσει ένα ντοκιμαντέρ και κυρίως πώς μπορεί μια ταινία να φέρει κοντά ανθρώπους από διαφορετικές διαδρομές σε έναν κοινό χώρο, όπου θα βιώσουν μαζί ένα ταξίδι που είναι μια ταινία, να προβληματιστούν από κοινού, να μάθουν για τον άλλο, να ανταλλάξουν εμπειρίες. Αυτός είναι για μένα ένας λόγος που κάνω ταινίες».
Πάνος Αρβανιτάκης, «Απολιθώματα» (50΄)
«Η ταινία περιγράφει την καθημερινότητα στην περιοχή της Εορδαίας της δυτικής Μακεδονίας που καταλαμβάνεται από ορυχεία της ΔΕΗ, τα οποία μεταλλάσσονται λόγω των δραστηριοτήτων του οργανισμού και μεταμορφώνουν το τοπίο μέρα με τη μέρα. Επικεντρώνεται στις δράσεις των εργατών και στον μόχθο τους σε αυτό το ανοίκειο περιβάλλον. Η συμμετοχή της ταινίας στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα ήταν μια έκπληξη που δεν περίμενα.
Με αφορά το ντοκιμαντέρ που χρησιμοποιεί τα πρωτόλεια συστατικά του σινεμά για να αφηγηθεί μια ιστορία, που εστιάζει λιγότερο στους διαλόγους και στις συνεντεύξεις και περισσότερο στις εικόνες και στους ήχους που δημιουργούν την ατμόσφαιρα για την αίσθηση. Με αυτό τον τρόπο προσεγγίζω την τέχνη του ντοκιμαντέρ και είναι η αισθητική προτίμησή μου για το πώς θέλω να καταγράψω κάτι. Ο πρωταρχικός μου στόχος όταν κάνω μια ταινία είναι να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους και κυρίως να μπορέσει ο καθένας –βάσει των δικών του εμπειριών και των βιωμάτων– να σχηματίσει τη δική του άποψη και να οδηγηθεί στις δικές του σκέψεις για το θέμα. Από κει και πέρα αν προκαλέσει το ενδιαφέρον για συζήτηση και εκφραστούν απορίες ή αμφιβολίες είναι αναμφίβολα κάτι θεμιτό».
Ηλιάνα Δανέζη, «Τα 4 Επίπεδα της Υπαρξης» (74΄)
«Θέλησα να κάνω το ντεμπούτο μου με κάτι αισιόδοξο. Οταν έμαθα ότι ο μοναδικός δίσκος του ροκ συγκροτήματος Τα 4 Επίπεδα της Υπαρξης της δεκαετίας του ’70 έφτασε στα χέρια των Κάνιε Ουέστ και Τζέι Ζι και το τραγούδι τους «Κάποια μέρα στην Αθήνα» έγινε μέρος του «Run this town» παίρνοντας Grammy το 2010 στην κατηγορία του καλύτερου χιπ χοπ τραγουδιού, τους αναζήτησα και πρότεινα να κάνω την ιστορία τους μια ταινία τεκμηρίωσης. Το ντοκιμαντέρ είναι μια ωδή στα 70s και στους μουσικούς που έπαιζαν σε άθλια υγρά υπόγεια, αλλά ήταν ευτυχισμένοι γιατί πίστευαν στο όνειρό τους. Σαράντα δύο χρόνια μετά τα τρία πλέον μέλη της μπάντας το σκάνε για λίγο από τις υποχρεώσεις τους για να θυμηθούν τα περασμένα, να ονειρευτούν τα επόμενα και να ροκάρουν ξανά. Σκοπός μου είναι να κινητοποιήσω τους ανθρώπους που έχουν ανασφάλεια για το αν αυτό που δημιουργούν είναι καλό, να το αγαπήσουν και να το υποστηρίξουν ανιδιοτελώς. Το ζήτημα είναι η πίστη σε ό,τι κάνεις, η οποία αποτελεί έναν καλό οδηγό πλοήγησης σε μια κοινωνία απρόσωπη. Αν πιστέψουμε στα μικρά όμορφα πράγματα που αγαπάμε, μπορεί μια μέρα να διαγράψουν μια μεγάλη πορεία».
Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Μεσοχώρα» (80΄)
«Πρόκειται για ένα περιβαλλοντικό ντοκιμαντέρ με ανθρωπολογικές προεκτάσεις που διερευνά ένα από τα μεγαλύτερα τεχνικά έργα, την εκτροπή του Αχελώου, και εστιάζει στις επιπτώσεις της κατασκευής του φράγματος της Μεσοχώρας στους ανθρώπους και στο περιβάλλον. Η αφήγηση στηρίζεται σε δύο παράλληλους άξονες. Ο πρώτος αφορά συνεντεύξεις πολιτικών και τεχνοκρατών σχετιζόμενων με το έργο και ο δεύτερος βιωμένες μαρτυρίες κατοίκων του χωριού. Ανάμεσα σε αυτές και η δική μου, μιας και κατάγομαι από την περιοχή και το πατρικό μου σπίτι θα βυθιστεί στα νερά της τεχνητής λίμνης που θα δημιουργηθεί.
Κατά κοινή ομολογία, αυτό που ονομάζουμε «πραγματικότητα» αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο αναφοράς ενός ντοκιμαντερίστα. Εκείνο που προσωπικά με γοητεύει είναι ότι για να αναπαραστήσεις την πραγματικότητα –γιατί σίγουρα πρόκειται για αναπαράσταση και όχι για απεικόνιση– πρέπει πρώτα να νοιαστείς γι’ αυτή, να τη γνωρίσεις σε βάθος και –γιατί όχι;– να την αγαπήσεις. Δηλαδή πρέπει να την ανακαλύψεις στοχαζόμενος με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο στην κάμερα. Αυτού του είδους το συναίσθημα μόνο γυρίζοντας ντοκιμαντέρ μπορεί να το νιώσεις.
Δεν με έλκυε ποτέ ο προβοκατόρικος κινηματογράφος σε οποιαδήποτε μορφή του. Ο στόχος μου κάνοντας μια ταινία είναι να μοιραστώ κάποιες ανησυχίες μου, οι οποίες θεωρώ ότι αφορούν και άλλους ανθρώπους, με ενδιαφέρον αισθητικά τρόπο».