Αν πιστέψουμε τον υπουργό Τουρισμού Βασίλη Κικίλια, ο ελληνικός τουρισμός είχε φέτος «μια εξαιρετική χρονιά, καλύτερη κι από το 2019». Είναι γεγονός ότι ο τουρισμός μας πράγματι ανέκαμψε. Ευνοήθηκε άλλωστε από την ανανεωμένη επιθυμία των ανθρώπων για διακοπές και ταξίδια ύστερα από δύο χρόνια περιοριστικών μέτρων. Η εικόνα μιας «χρονιάς καλύτερης του 2019» για τον ελληνικό τουρισμό που προβάλλουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν είναι ωστόσο πραγματική ή είναι πραγματική μόνο σε ό,τι αφορά τη… Μύκονο. Κι ενώ περιγράφει ορθά τις προσδοκίες για τα τουριστικά έσοδα που αναμένεται να φτάσουν αυτά του 2019 ως το τέλος του χρόνου, πρωτίστως λόγω του υψηλού πληθωρισμού, κρύβει λόγια και σε ό,τι αφορά τους τουρίστες που έχασε η Ελλάδα και σε ό,τι αφορά τους Ελληνες που φέτος δεν μπόρεσαν να πάνε διακοπές στη χώρα τους.
Πριν από λίγες μέρες το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) έδωσε στη δημοσιότητα αναλυτικά στοιχεία για την κίνηση και τις εισπράξεις του τουριστικού κλάδου στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022, τα οποία παρέχουν αναλυτική εικόνα για το πόσοι και ποιοι τουρίστες επισκέφτηκαν τελικά αυτό το καλοκαίρι τη χώρα μας και τι λεφτά άφησαν.
Ηρθαν στο εννιάμηνο όσοι είχαν έρθει και το 2019
Στο εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 καταγράφηκαν 18,5 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, με οριακή μείωση 0,2% σε σχέση με το 2019. Δηλαδή στη χώρα εισήλθαν από τα αεροδρόμια περίπου όσοι επισκέπτες από άλλες χώρες είχαν εισέλθει και το 2019. Ομως η εικόνα σε σχέση με το 2019 παρουσίασε σημαντικές διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά τις αφίξεις ανά αεροδρόμιο, με τα αεροδρόμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να παρουσιάζουν πτώση ταξιδιωτικής κίνησης κατά 16%, που την καρπώθηκαν τα περιφερειακά αεροδρόμια των νησιωτικών τουριστικών προορισμών. Τα αεροδρόμια Σαντορίνης και Μυκόνου κατέγραψαν αύξηση της τάξης του 57% και του 23% αντίστοιχα και ακολούθησαν η Κέρκυρα, τα Χανιά και η Σκιάθος με αυξήσεις 15-22% κ.λπ. Ουσιαστικά τα δύο τρίτα της τουριστικής κίνησης πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά στα νησιά.
Οι Ελληνες περιόρισαν τα ταξίδια
Στο εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 καταγράφηκαν 5,7 εκατ. αεροπορικές αφίξεις εσωτερικού έναντι 6,3 εκατ. του 2019. Είχαμε δηλαδή σημαντική μείωση των αφίξεων εσωτερικού κατά 9,3% ή κατά 583.000, που σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει τη μειωμένη ταξιδιωτική κίνηση των κατοίκων της Ελλάδας. Η μείωση της ταξιδιωτικής κίνησης των κατοίκων εσωτερικού παρατηρείται μάλιστα όλους τους μήνες του 2022 και σε όλα τα αεροδρόμια, ακόμη και στους δημοφιλείς τόπους διακοπών.
Η εικόνα που δίνεται είναι ότι οι Ελληνες, ενδεχομένως λόγω των μεγάλων αυξήσεων στην τιμή των αεροπορικών εισιτήριων που άρχισαν την άνοιξη, περιόρισαν τα αεροπορικά ταξίδια, ενώ σε ό,τι αφορά τις διακοπές επισκέφτηκαν πολύ λιγότερο τα νησιά, παραχωρώντας χώρο στους ξένους.
Μεγάλη πτώση για τον οδικό τουρισμό
Σε ό,τι αφορά τον οδικό τουρισμό, στο εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022 καταγράφηκαν 6,6 εκατ. διεθνείς οδικές αφίξεις έναντι 10,3 εκατ. της αντίστοιχης περιόδου του 2019 με μείωση 35,4%. Κάπου 3,8 εκατ. ταξιδιώτες δηλαδή λιγότεροι.
Μείωση καταγράφηκε στον εισερχόμενο τουρισμό από όλες τις γειτονικές χώρες, με τη μεγαλύτερη (κατά 50%) να αφορά τις συνοριακές διελεύσεις από τη Βουλγαρία, απ’ όπου ήρθαν 2,5 εκατ. επισκέπτες λιγότεροι, ακολούθησε η Βόρεια Μακεδονία με μείωση κατά 480.000 επισκέπτες ή 16,7%, η Τουρκία με 35% ή με 309.000 επισκέπτες λιγότερους, ενώ η μικρότερη μείωση (κατά 21%) καταγράφηκε από την Αλβανία, απ’ όπου ήρθαν 309.000 λιγότεροι επισκέπτες.
12,4% πιο λίγοι τουρίστες απ’ ό,τι το 2019
Τελικά ο αριθμός των τουριστών που ήρθαν στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 12,4% Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2022 η συνολική εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση διαμορφώθηκε σε 19,12 εκατ. ταξιδιώτες έναντι 21,84 εκατ. ταξιδιωτών την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με μείωση κατά 2,72 εκατ. ταξιδιώτες ή 12,4%.
Αναλυτικότερα, τη μικρότερη μείωση ανά περιοχή προέλευσης (κατά 7,6%) παρουσίασε η ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ-27, απ’ όπου ήρθαν 11,92 εκατ. ταξιδιώτες, ενώ η ταξιδιωτική κίνηση από τα κράτη-μέλη του ευρώ ήταν η μόνη που παρουσίασε αύξηση (κατά 3,6%). Αντίθετα, μεγάλη μείωση 24,8% κατέγραψε η ταξιδιωτική κίνηση από τις χώρες της ΕΕ εκτός ευρωζώνης. Σε επίπεδο μεμονωμένων χωρών σημαντική αύξηση (κατά 8,8%) παρουσίασε η ταξιδιωτική κίνηση από τη Γερμανία, απ’ όπου ήρθαν 2,89 εκατ. ταξιδιώτες, από τη Γαλλία, από την οποία ήρθαν 1,31 εκατ. ταξιδιώτες (αύξηση 14,2%), και από τη Βρετανία. Η ταξιδιωτική κίνηση από το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε κατά 21%, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη χώρα, φτάνοντας τα 3 εκατ. ταξιδιώτες. Αντίθετα, μειώθηκε κατά 17,8% η εισερχόμενη τουριστική κίνηση από τις ΗΠΑ και συνετρίβη η τουριστική κίνηση από τη Ρωσία με πτώση 93,1%.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι ο ελληνικός τουρισμός κατά το εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2022, που περιλαμβάνει την αιχμή της τουριστικής περιόδου, έμεινε με 2,72 εκατ. λιγότερους επισκέπτες σε σχέση με τη χρονιά-ορόσημο 2019 και στηρίχτηκε για να αντλήσει έσοδα κατά κύριο λόγο στην αύξηση των ταξιδιωτών από τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Δεν μπόρεσε όμως να κερδίσει το στοίχημα της αύξησης των Αμερικανών τουριστών καθώς, σε αντιδιαστολή με όσα έλεγε ο Βασ. Κικίλιας και με το άνοιγμα αρκετών απευθείας πτήσεων, οι Αμερικανοί ταξιδιώτες στην Ελλάδα από 787.000 το 2019 μειώθηκαν φέτος σε 647.000. Συνάμα έχασε εντελώς τους Ρώσους τουρίστες, που από 388.000 το 2019 περιορίστηκαν σε μόλις 27.000. Τέλος, φαίνεται ότι έχασε τουλάχιστον 1,2 εκατ. ταξιδιώτες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που από 5,13 εκατ. το εννιάμηνο του 2019 περιορίστηκαν σε 3,86 εκατ. Το νούμερο αυτό περιγράφει τη μείωση της ταξιδιωτικής κίνησης από τις χώρες της ΕΕ εκτός ευρώ, είτε από τις γειτονικές (Βουλγαρία, Ρουμανία) είτε από τις βορειότερες (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία), οι πολίτες των οποίων ενδεχομένως λόγω της μεγάλης ακρίβειας του ελληνικού «τουριστικού προϊόντος» επέλεξαν να μην έρθουν για διακοπές σε μας.
Μόνο οι τουριστικές εισπράξεις άγγιξαν τα επίπεδα του 2019
Από όλα τα νούμερα του τουρισμού εντέλει μόνο οι τουριστικές εισπράξεις πλησίασαν τα επίπεδα του 2019, καθώς με μείωση ταξιδιωτών 12,4% οι εισπράξεις κατέγραψαν μείωση 3,6% ή 470 εκατ. ευρώ, περιοριζόμενες στο εννιάμηνο στα 12,74 εκατ. ευρώ έναντι 13,22 εκατ. της αντίστοιχης περιόδου του 2019. Ο λόγος για τον οποίο οι εισπράξεις έμειναν υψηλές υπήρξε η αυξημένη κατά 10,6% δαπάνη ανά άφιξη (από 591 ευρώ το 2019 σε 654 ευρώ το 2022), με τα δύο τρίτα της ανόδου να έρχονται ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού.
Να προσθέσουμε ακόμη ότι, με βάση τα στοιχεία της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων GBR Consulting για τις αποδόσεις των ξενοδοχείων, υπάρχει άλλη μια κατηγορία τουριστικών εσόδων που διαμορφώθηκε ψηλά, υψηλότερα μάλιστα του 2019. Αυτή είναι τα έσοδα των ξενοδοχείων, που στο εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2002, παρά τη μείωση στον αριθμό των διανυκτερεύσεων 11,8% σε σχέση με το 2019, αυξήθηκαν κατά 13,1%, λόγω της αύξησης των τιμών τους.
Είναι ενδεχομένως αυτά τα υψηλά τουριστικά έσοδα και οι υψηλές ξενοδοχειακές εισπράξεις που οδηγούν σημαντικούς παράγοντες του τουριστικού κλάδου, όπως ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Αλέξανδρος Βασιλικός και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδας Γιάννης Ρέτσος, να επιβεβαιώνουν την κυβερνητική ρητορική περί «υπεραπόδοσης του τουρισμού» και να προβλέπουν ότι η χρονιά θα κλείσει με τουριστικά έσοδα στα 18,5-19 δισ. ευρώ, ίσως και λίγο ψηλότερα των 18,2 δισ. ευρώ του 2019.
Ομως αυτή η μονοσήμαντη θετική εικόνα δεν περιγράφει πλήρως την πραγματικότητα, καθώς, όπως έδειξαν τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, ο ελληνικός τουρισμός υπέστη το 2022 μερικούς σοβαρούς μετασχηματισμούς.
Καταρχάς επειδή τα ελληνικά ξενοδοχεία αυτό το καλοκαίρι αύξησαν πολύ τις τιμές τους σε σχέση με άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Ιούλιο η άνοδος στις τιμές των δωματίων στα ξενοδοχεία της χώρας έφτασε σε ετήσια βάση το 20%, ενώ η αύξηση για το πακέτο διακοπών έφτασε το 11,4% – λογικές αυξήσεις θα πει κανείς όταν τα ξενοδοχεία πρέπει να βγάλουν τα σπασμένα της εκρηκτικής αύξησης του ενεργειακού κόστους και όχι μόνο.
Ακριβαίνει πολύ το τουριστικό προϊόν
Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας ανάλυσης τουριστικών δεδομένων Mabrian, τουλάχιστον τον Αύγουστο η Ελλάδα καταγράφηκε ως ο μεσογειακός τουριστικός προορισμός που οι τιμές στα ξενοδοχεία του κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με το 2019 έναντι άλλων ανταγωνιστικών προορισμών, με την αύξηση στα πεντάστερα να υπερβαίνει το 130%, στα τετράστερα το 82% και στα ξενοδοχεία τριών αστέρων το 31%.
Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός τουρισμός το 2022 έγινε πολύ πιο ακριβός, αποκλείοντας μεγάλο μέρος των Ελλήνων (όπως έδειξαν τα στοιχεία για τη μείωση του εσωτερικού τουρισμού) και των Ανατολικοευρωπαίων (όπως έδειξαν τα στοιχεία για τη μείωση του οδικού τουρισμού και του τουρισμού από τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης). Ενώ ενδεχομένως με τη μεταφορά των δύο τρίτων στα νησιά να αποκτά και πιο τυποποιημένα, μαζικά χαρακτηριστικά. Είναι θέμα όμως τι αντιπροσωπεύει αυτό το νέο ελληνικό «τουριστικό προϊόν» που απευθύνεται σε λιγότερους, τείνει να αποκλείσει τους Ελληνες και δεν παράγει καλές θέσεις εργασίας. Και είναι αμφίβολο αν μπορεί να εγγυηθεί την περαιτέρω αύξηση του μεριδίου της Ελλάδας –που τώρα βρίσκεται στο 19%– επί του συνόλου των ανταγωνιστικών μεσογειακών τουριστικών προορισμών σε μια εποχή κατά την οποία ο κλάδος παγκοσμίως ανησυχεί ότι η αύξηση του κόστους ζωής θα περιορίσει τα ταξίδια και θα αποτελέσει απειλή για τις τουριστικές επιχειρήσεις.