«Εξαγγελία» ή παραδοχή ευθύνης;

«Εξαγγελία» ή παραδοχή ευθύνης;

Φαινόμενα και γεγονότα (δεν περιορίζονται μόνο στις φυσικές καταστροφές και σταέκτακτα συμβάντα) παταγώδους αδυναμίας της πολιτείας να ανταποκριθεί στην «εκ των ων ουκ άνευ» για την αποστολή της εγγυητική έναντι της κοινωνίας λειτουργία της, δεν μπορεί και δεν νοείται να «αντιμετωπίζονται» με τατετριμμένα και χιλιοειπωμένα μιας ακατάσχετης πολιτικής φλυαρίας.

Είθισται, «παρ’ ημίν», μετά από κάθε μείζονα φυσική καταστροφή και σε φόντο μάλλον επικοινωνιακό, να συντελούνται συσκέψεις αρμοδίων και ιθυνόντων, εξέταση δεδομένων, ανταλλαγή εκτιμήσεων και προβληματισμών, με πάγια συνισταμένη και κατάληξή τους κοινότοπες διαπιστώσεις, ανακοίνωση μέτρων και διακήρυξη εξαγγελιών.

Απόλυτη κυριαρχία του «πρωθύστερου» και αποθέωση, κατά τούτο, του ανορθολογισμού, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται όταν συνάπτεται με δημόσιες ενέργειες και με την πολιτειακή δράση.

Μοιάζουν όλα με βοήθεια (αν κάτι υλοποιείται άμεσα) μετά την «πολεμική» ήττα, και ενώ τα ζητήματα και τα συναφή προβλήματα ήταν γνωστά προ του «πολέμου», από προηγούμενες όμοιες καταστροφές που τα έχουν φέρει στο προσκήνιο με την ίδια ή παρόμοια ένταση και οξύτητα.

Δυστυχώς και όπως σχεδόν πάντα «μια από τα ίδια» και, έτσι, «για να έχουμε να λέμε» ή, άλλως, «τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου» της λαϊκής θυμοσοφίας.

Ας μην αυταπατώμεθα όμως.

Ζούμε στην χώρα των διαρκών, εξακολουθητικών, ατελεύτητων και με εμμονικό χαρακτήρα παραλείψεων, με παράλληλη ανάπτυξη ενός κατά κανόνα αδόλεσχου δημόσιου λόγου, που στοχεύει στην απόκρυψη και συγκάλυψή τους, μέσα στην «θολούρα» και τον «κουρνιαχτό» της ακατάσχετης και απερίσκεπτης φλυαρίας.

Τα διαδραματισθέντα «κατά» και κυρίως «μετά» την τελευταία (μέχρι στιγμής) καταστροφική πυρκαϊά της 11ης Αυγούστου στην Αττική, επιβεβαιώνουν απολύτως και κατά τρόπον θλιβερό τα ανωτέρω χαρακτηριστικά μας.

«Αυτά ταύτα» τα ανακοινωθέντα και ως «νέα» εμφανισθέντα μέτρα ή εξαγγελίες, αμέσως ή εμμέσως, πλην σαφώς, πλείστες όσες πολυετείς παραλείψεις και συναφείς αδράνειες πιστοποιούν και αναδεικνύουν.

Για μια ακόμη φορά τα «θα» και τα «πρέπει να» σε όλο τους το «μεγαλείο», με μια ευδιάκριτη «επένδυση» ή «πινελιά» φθαρμένου βερμπαλιστικού παραινετικού λόγου προς τους πολίτες, ατελέσφορου και «άσφαιρου» όμως, αφού οι νουθετούντες στερούνται και δεν εκπέμπουν την τόσο αναγκαία για την περίσταση δύναμη του παραδείγματος.

Το λεγόμενο και μη αμφισβητούμενο για τους πυροσβέστες πως «πράττουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν, υπερβάλλοντας εαυτούς», σαφώς και από πλευράς αποτελέσματος είναι συνάρτηση του λειψού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αυτοί επιχειρούν και της κατάστασης που διαμορφώνουν, επί του πεδίου, οι συντρέχουσες παντοειδείς χρόνιες παραλείψεις.

Ωστόσο η «παράλειψη» δεν είναι ένας απλός, ουδέτερος, άνευ ουσίας και ιδιαιτέρας σημασίας όρος.

Παράλειψη και πράξη συναποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Εν δυνάμει και πράξη ποινικής ευθύνης συνιστά η παράλειψη.

Πολλώ δε μάλλον όταν εμφανίζεται έμμονη και εκτείνεται σε βάθος χρόνου, με τους υπόχρεους προς ενέργειαν να επισημαίνουν τους κινδύνους από την κλιματική κρίση, εκείνο δηλαδή ακριβώς του οποίου τις συνέπειες εντείνουν και επιδεινώνουν οι παραλείψεις τους.

Βεβαίως και οι παραλείψεις υπόκεινται σε αξιολογική διαβάθμιση, με συναφή εκτίμηση των ενδεχομένων συνεπειών τους.

Εν προκειμένω ωστόσο και στον βαθμό που ήθελε επιβεβαιωθούν, ο λόγος γίνεται για παραλείψεις αναγόμενες στον σκληρό πυρήνα της εγγυητικής λειτουργίας του Κράτους, με αυτονόητη, ως εκ τούτου, την ιδιάζουσα βαρύτητά τους και τον άμεσο επηρεασμό τους στην σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας.

Πολλές οι «σκιές», είναι η αλήθεια.

Και το παρήγορο είναι ότι φαίνονται ακόμη.

Η εξάλειψη και η απαλοιφή τους επιβεβλημένη και αναγκαία όσον ποτέ παρίσταται.

Μόνον που είναι ασύμβατη με μια τέτοια καθοριστική προσπάθεια η προσφυγή στην γνωστή και ευτελιστική του πολιτικού λόγου πολιτική φλυαρία και προφανώς δεν αρκεί η (όποτε συμβαίνει) μάλλον προφασιστική επίκληση της καίριας και ουσιώδους έννοιας της πολιτικής ευθύνης, που δεινώς παρερμηνεύεται και δοκιμάζεται από την κακοχρησία που στις μέρες μας της επιφυλάσσεται.

Στην ήρεμη θάλασσα όλοι είναι καπεταναίοι.

Στα δύσκολα, ωστόσο, διαμορφώνεται η σχέση και σφυρηλατείται ο δεσμός του πολίτη με την πολιτεία.

Εκεί που η τελευταία, πλειστάκις σήμερα και με μεγάλο μερίδιο ευθύνης του πολιτικού συστήματος, δεν είναι πειστική, δεν γίνεται πιστευτή, δεν εμφανίζεται αξιόπιστη και αληθινή.

Να γιατί δεν αρκούν οι εξαγγελίες και πολλές φορές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι «καινές» και ρηξικέλευθες, για την κοινωνία αποτελούν γραφή στο νερό ή εκλαμβάνονται ως αδέξιες υπεκφυγές, όταν στηρίζονται σε έδαφος χρόνιων παραλείψεων και συναφών αβελτηριών του συνόλου της πολιτείας, όπως αυτή δομείται και εκφράζεται σε υπηρεσιακό και πολιτικό επίπεδο.

Είναι ακριβώς τότε που η αναζήτηση και ενδεχόμενης ποινικής ευθύνης, χωρίς εκπτώσεις, εξαιρέσεις και κάθε είδους «απυρόβλητα» αποτελεί θεσμικό μονόδρομο, αλλά και ως διασφαλιστική και προστατευτική της κοινωνικής εμπιστοσύνης προς το θεσμικό κράτος λειτουργεί.

Φαινόμενα και γεγονότα (δεν περιορίζονται μόνο στις φυσικές καταστροφές και στα έκτακτα συμβάντα) παταγώδους αδυναμίας της πολιτείας να ανταποκριθεί στην «εκ των ων ουκ άνευ» για την αποστολή της εγγυητική έναντι της κοινωνίας λειτουργία της, δεν μπορεί και δεν νοείται να «αντιμετωπίζονται» με τα τετριμμένα και χιλιοειπωμένα μιας ακατάσχετης πολιτικής φλυαρίας.

Ούτε με τον συνήθη θεσμικό περιορισμό της ποινικής έρευνας ως προς την «γκάμα» των πιθανών υπαιτίων, στο όνομα της ποινικής υπουργικής ευθύνης (οσάκις συντρέξει περίπτωση) και μέσω κομματικώς οριζομένων βουλευτών, που καλούνται συγκυριακώς να κάνουν κάτι που δεν είναι, δηλαδή τους ανεξάρτητους εισαγγελείς.

Επί αθρόας μαζικής προσβολής καίριων εννόμων αγαθών των πολιτών, η αυτεπάγγελτη έρευνα και η αξιολόγηση ενδεχομένου αξιόποινου χαρακτήρα συνδεόμενων με αυτήν πράξεων και παραλείψεων, ανεξαρτήτως της ιστορικής παραδοχής τους ή μη, αυτονόητη και δεδομένη παρίσταται.

Αντίθετη εκδοχή ουδέν έτερον παρά θρυαλλίδα πυροδότησης γενικευμένης θεσμικής αμφισβήτησης και αμφιβολίας αποτελεί, και κατά την γνωστή ρήση η αμφιβολία μπορεί να μη σκοτώνει τίποτε, αλλά δηλητηριάζει τα πάντα.

*Ο Γρηγόριος Πεπονής είναι Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 4 Σεπτεμβρίου.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter