Εξ οδόντος τον Μητσοτάκη

Εξ όνυχος τον λέοντα, έλεγαν οι πρόγονοι. Το λιοντάρι το καταλαβαίνεις από το νύχι του. Τον Μητσοτάκη ωστόσο τον αναγνωρίζεις από τα νύχια και τα δόντια με τα οποία γαντζώνεται στο δημόσιο. Νόμιμα πάντα, υπηρετώντας την πατρίδα, αλλά με το δόντι να δαγκώνει και το νύχι να ξύνει τις βουλευτικές αποζημιώσεις, τα επιδόματα, τις συντάξεις, ακόμη και τις γεωργικές αποζημιώσεις.

Ο Μητσοτάκης, είτε δηλώνει βουλευτής είτε δηλώνει δημοσιογράφος είτε δηλώνει αγρότης, μια σύνταξη και ένα επίδομα από το δημόσιο θα τα πάρει. Γενεές και γενεές ανατραφήκαμε παρακολουθώντας τις γενεές των Μητσοτάκηδων να αναθρέφονται υπό την αιγίδα του δημοσίου, μαζί φυσικά με τα βαφτιστήρια.

Αφού τα καταφέρνουν, καλά κάνουν, θα πει κάποιος. Και σύνταξη να παίρνουν και αποζημιώσεις και ό,τι προσφέρει αυτό το κράτος. Η μόνη διαφορά είναι πως αυτοί το κράτος το μισούν και το δείχνουν. Κατά του δημοσίου είναι οι Μητσοτάκηδες παραδοσιακά, όπως είναι οι Χαλκιάδες με το κλαρίνο.

Αλλά με τα λεφτά του δημοσίου είναι πάντα γαλαντόμοι. Τόσο πολύ που πριν από χρόνια ο Βαγγέλης Μαρινάκης κουβαλήθηκε στη Νέα Υόρκη με λεφτά του ελληνικού κράτους ως σύμβουλος της υπουργού Εξωτερικών, μιας Μητσοτάκη επίσης.

Οταν όμως μιλάνε για το δημόσιο είναι σαν να στάζει εκνευριστικά μια βρύση σε βρόμικο λουτροκαμπινέ. Για όλα φταίει το δημόσιο και πιο πολύ φταίνε οι άνθρωποί του. Φυσικά, δεν φταίνε οι άνθρωποι που παίρνουν μίζες στο δημόσιο ή που το κλέβουν, αλλά το δημόσιο γενικώς, ως σχολείο, νοσοκομείο, ΔΕΗ ή παραγωγική δραστηριότητα.

Κι εκεί που πας να πιστέψεις ότι Μητσοτάκηδες όπως ο Κυριάκος το κάνουν από ιδεολογία και πεποίθηση, κάτι γίνεται και αποκαλύπτεται πως με το κράτος έχουν έρωτα και ότι στο σώμα του έχουν αφήσει όλα τα σημάδια από τα νύχια και από τα δόντια τους.

Με τα λεφτά του δημοσίου ανακεφαλαιοποιήθηκε η τράπεζα στην οποία ο Μητσοτάκης δεν πλήρωνε ούτε ευρώ για τα δάνεια του «Κήρυκα Χανίων». Με τα λεφτά του δημοσίου και της Εθνικής Τράπεζας έκανε βιογραφικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πετυχημένος τραπεζίτης. Οποιος αμφισβητήσει πόσο πετυχημένος ήταν ο διορισμένος από τον Καρατζά ως ρουσφέτι στον μπαμπά του δεν καταλαβαίνει γρι από επιχειρηματικότητα.

Μητσοτάκηδες πρωθυπουργοί, Μητσοτάκηδες υπουργοί, Μητσοτάκηδες δήμαρχοι, Μητσοτάκηδες σύμβουλοι Μητσοτάκηδων, Μητσοτάκηδες ξαδέλφια Μητσοτάκηδων σε ένα διαρκές ρεσάλτο στο δημόσιο. Δεν έχει σημασία αν το φαινόμενο περιγράφεται ως οικογενειοκρατία ή νεποτισμός, γιατί σημασία έχει η πραγματικότητα. Γύρω γύρω από το κράτος υπάρχουν Μητσοτάκηδες που αυτοαναιρούνται όταν μιλάνε για το δημόσιο συμφέρον και το περιγράφουν ως αόριστη επιχειρηματικότητα σαν χίπηδες εγκατεστημένοι σε κάποια πολιτικά Μάταλα. Η επιχειρηματικότητα εμπεριέχει κέρδος, επιπτώσεις και φυσικά συμφέροντα. Οταν παραδίνεις τον δημόσιο αιγιαλό σε ξενοδόχους, εξυπηρετείς συμφέροντα επιχειρώντας να ταυτίσεις το δημόσιο συμφέρον με το ιδιωτικό που υπηρετείς. Είσαι καλός ντίλερ, ενδιάμεσος, πωλητής, αλλά όχι πρωθυπουργός με ρόλο υπέρ του δημοσίου.

Ολα αυτά φυσικά έχουν και μια ηθική διάσταση που ορίζει και το ηθικό μέγεθος όσων κυβερνούν, εν προκειμένω των Μητσοτάκηδων. Η σημερινή αποκάλυψη του Documento, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης την ώρα που διεκδικούσε την πρωθυπουργία της χώρας προσπαθούσε ταυτόχρονα να πάρει αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ για μερικές ρίζες ελιές που ενδεχομένως να καταστράφηκαν από την πλημμύρα, είναι δείγμα αυτού του μεγέθους. Ζητούσε από τους Ελληνες να τον ψηφίσουν για να σώσει τη χώρα και ταυτόχρονα το ευτελές αίτημά του ήταν να πάρει μερικά ευρώ αποζημίωση αυτός, ένας από τους πιο πλούσιους κατοίκους της χώρας. Οι ψηφοφόροι ήταν έτοιμοι να δώσουν την ψήφο τους για να τον τιμήσουν και αυτός ήθελε και τα λίγα ευρώ τους που θα τον έκαναν κατά τι πιο πλούσιο.

Πλημμυροπαθής ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως χιλιάδες Κρητικοί, ήθελε να προστατεύσει το βιος του των μερικών χιλιάδων ελαιόδεντρων ζητώντας κρατική πάντα… ελαι-ημοσύνη. Οποίος ευτελισμός να έχεις την εμπιστοσύνη του κόσμου και να σε ενδιαφέρει η τσέπη σου που όλοι γνωρίζουν πως έτσι κι αλλιώς είναι βαθιά και μεγάλη. Αυτοπροσδιορίζεσαι ως πρωθυπουργός της πεντάρας.

Οχι, δεν μπορεί και δεν θέλει να υπερασπιστεί το δημόσιο όποιος προσβλέπει και στο τελευταίο ευρώ που μπορεί να εξασφαλίσει απ’ αυτό. Ή και να μπορεί, δεν πείθει ότι αυτό θέλει.