Τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας της Δευτέρας χωρίς μυωπικά γυαλιά και μακριά από την έξαλλη αντιπολίτευση και καταστροφολογία του συστημικού Τύπου .
Την ώρα που ο συστημικός Τύπος στην ημεδαπή ανακαλύπτει για μια ακόμη φορά τον Αρμαγεδδώνα των νέων μέτρων που θα πλήξουν δικαίους και αδίκους το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες πήρε την πολιτική απόφαση να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις στην Αθήνα ανοίγοντας το δρόμο για μια οριστική συμφωνία (staff level agreement) που υπό προϋποθέσεις θα βάλει τη χώρα οριστικά στις ράγες της εξόδου από τα συνεχή μνημόνια και τη διαρκή λιτότητα.
Τα τι και τα πως αυτής της συμφωνίας θα συναποφασιστούν το επόμενο διάστημα στην Αθήνα με τα τεχνικά κλιμάκια αλλά και με διαβούλευση σε ανώτατο πολιτικά επίπεδο αφού ένα από τα κέρδη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι και λόγω των ευρύτερων πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη η πάλαι ποτέ Τρόικα και οι νυν Θεσμοί δεν καθορίζουν μόνοι τους το τελικό αποτέλεσμα.
Την ίδια ώρα το Eurogroup επιχείρησε να κερδίσει χρόνο αφήνοντας στη σκιά τα πλέον ακανθώδη όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Όμως το σημερινό διπλό ραντεβού της Μέρκελ με Λαγκάρντ και Γιούνγκερ στο Βερολίνο δείχνει ότι και εδώ υπάρχει η πολιτική βούληση να «ανοίξουν» και αυτά πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Τα θετικά της χθεσινής συμφωνίας
Στο θετικά για τη χώρα το γεγονός ότι για πρώτη φορά η πλευρά των δανειστών δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι ο επταετής κύκλος της σκληρής λιτότητας πρέπει να τελειώσει και πως ήρθε η στιγμή να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη και στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Εξίσου θετικό ότι για όποια μέτρα έρθουν στη Βουλή (μείωση του αφορολόγητου από 1/01/19) θα έρθουν, σε ένα νομοσχέδιο, και αντίστοιχα, ισόποσα μέτρα όπως μείωση του ΕΝΦΙΑ, (κατά 35 – 40 %), μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια από το 13% στο 6%, μείωση του ΦΠΑ σε μεταφορές δημόσιες και ιδιωτικές από το 24% στο 13%, μείωση βασικών ειδών διατροφής από το 24% στο 13% και επανεξέταση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών. Το πακέτο των μέτρων αυτών θα ενεργοποιηθεί σε περίπτωση που υπάρχει υπεραπόδοση των στόχων κάτι που η Αθήνα θεωρεί δεδομένο.
Επίσης τόσο σε κατ’ ίδιαν συνομιλίες όσο και δημοσίως (Π. Τόμσεν) η πλευρά των δανειστών αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μειωθεί η απαίτηση για λήψη μέτρων ύψους 2% του ΑΕΠ για μετά το 2018, ειδικά από τη στιγμή που επιβεβαιωθεί η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας το 2016 η οποία σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες θα ξεπεράσει κατά πολύ το 2% του ΑΕΠ.
Όλα βέβαια τα παραπάνω τελούν υπό τη σοβαρή αίρεση του καθορισμού του δημοσιονομικού μονοπατιού για μετά το 2018, δηλαδή του ύψους και της χρονικής διάρκειας των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Για τη μείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (από 1/01/2020) κυβερνητική πηγή σημειώνει πως συμφωνήθηκε να νομοθετηθεί αντίστοιχα αύξηση στοχευμένων δαπανών για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής προστασίας.
Στα θετικά επίσης είναι και η δυνατότητα επιστροφής της εργασιακής κανονικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων νωρίτερα, δηλαδή πριν το τέλος του προγράμματος, όπως και η δέσμευση από πλευράς Κομισιόν να εξαιρεθεί από τις δαπάνες για τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης ύψους 3 δις ευρώ για την δημιουργία τουλάχιστον 100.000 θέσεων εργασίας τα επόμενα δυόμιση χρόνια.
Τα τεχνικά κλιμάκια επιστρέφουν την ερχόμενη Τρίτη στην Αθήνα και θα καθίσουν μία εβδομάδα. Σε περίπτωση που από το Χίλτον βγει λευκός καπνός ο Γ. Νταϊσεμπλουμ θα ζητήσει την έκτακτη σύγκληση του Eurogroup όπου και θα αποφασιστεί τόσο το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων όσο και το θέμα της εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την απομείωση του χρέους.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν στην ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και φυσικά να ανοίξουν το δρόμο για την έξοδο της χώρας στις αγορές, πιθανότατα το πρώτο εξάμηνο του 2018.
Χωρίς ουδείς να θέλει να ωραιοποιήσει τη λήψη και νέων μέτρων που θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών ακόμη κι αν αυτά «ακυρωθούν» από την ενεργοποίηση αντίμετρων, είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη, υπό το βάρος των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και ανατροπών δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι ο ελληνικός λαός δικαιούται ένα φως στο βάθος του τούνελ της ελληνικής κρίσης χρέους.