Euractiv: Παραδοχή της ΕΕ ότι δεν έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις της σταδιακής απεξάρτησης από το ρώσικο αέριο

Euractiv: Παραδοχή της ΕΕ ότι δεν έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις της σταδιακής απεξάρτησης από το ρώσικο αέριο
Φωτογραφία αρχείου

Σύμφωνα με δημοσίευμα του EURACTIV η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει εκτιμήσει ακόμα τις επιπτώσεις  του σχεδίου της αναφορικά με την κατά δύο τρίτα μείωση της χρήσης ρωσικού φυσικού αερίου έως το τέλος του 2022. Το γεγονός γνωστοποίησε εκπρόσωπος της ΕΕ στη EURACTIV.

«Σε σύγκριση με μια απότομη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, μια σταδιακή μείωση κατά 2/3 θα ήταν πολύ πιο ομαλή, καθώς οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα είχαν το χρόνο να προετοιμαστούν και οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν κρίσιμες υποδομές για εναλλακτικές εισαγωγές», υπογράμμισε ο εκπρόσωπος.

Η Γερμανία μείωσε την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και σχεδιάζει να τις μειώσει περαιτέρω (στο 30% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου), δηλαδή σχεδόν στο μισό από ό,τι εισήγαγε πέρυσι, αναφέρει η EURACTIVE.

H μειωμένη της εξάρτηση προκύπτει ως αποτέλεσμα της μειωμένης γερμανικής ζήτησης.

«Λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου, η ζήτηση φυσικού αερίου μειώνεται ούτως ή άλλως αδιάκοπα, έως και 10% στη βιομηχανία μόνο τους πρώτους μήνες του πολέμου», δήλωσε στη EURACTIV Γερμανίας η Κλαούντια Κέμφερτ, επικεφαλής του τμήματος Ενέργειας, Μεταφορών και Περιβάλλοντος στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW).

«Η ισχυρή βούληση και το σχέδιο της Επιτροπής της ΕΕ να διακόψει την ροή χρημάτων προς τη Ρωσία μέσω ενός ενεργειακού εμπάργκο δεν θα περάσει αμαχητί από τις επιχειρήσεις», δήλωσε στη EURACTIV Γερμανίας ο Μαρκ Σ. Τένμπιγκ, εκτελεστικός διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (DMB), εκφράζοντας τη συνολικότερη επικριτική στάση του κόσμου των επιχειρήσεων απέναντι στο σχέδιο της Επιτροπής να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα μέχρι το τέλος του έτους.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα έως το τέλος του 2022 αποτελεί ευσεβή πόθο.

«Ενώ μια μείωση αυτού του μεγέθους είναι σίγουρα δυνατή με πολύ μεγάλη προσπάθεια, δεν είναι εφικτή στο σύντομο χρονικό διάστημα που διατίθεται», δήλωσε.«Δυστυχώς, αυτό που οδήγησε σε ενεργειακή εξάρτηση επί δεκαετίες δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε λίγους μήνες», πρόσθεσε ο Τένμπιγκ.

Ωστόσο, οι αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι η μείωση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου θα ήταν βιώσιμη υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

«Είναι δυνατή η μείωση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου και ότι μπορούν ακόμη και να μηδενιστούν εντελώς», δήλωσε η οικονομικός εμπειρογνώμονας Κέμφερτ στη EURACTIV. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, να γεμίσει τις αποθήκες φυσικού αερίου, να εισαγάγει μέτρα για την εξοικονόμηση φυσικού αερίου, καθώς και να επενδύσει σημαντικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Οι οικονομικές επιδόσεις πέφτουν ακόμη και χωρίς την πίεση της Επιτροπής για ταχύτερη σταδιακή κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου, «λόγω της πολύ μεγάλης συνολικής αύξησης των τιμών των ορυκτών πηγών ενέργειας και του σχετικού πληθωρισμού», τόνισε η Κέμφερτ.

Η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες έως και 5% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος στη Γερμανία και σε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

«Όσο καλύτερα και πιο εντατικά προετοιμαστούμε για ένα εμπάργκο φυσικού αερίου, τόσο μικρότερες θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία», τόνισε η οικονομικός αναλυτής.

Την ίδια στιγμή άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες ενδέχεται να πληγούν ακόμη περισσότερο. Για παράδειγμα οι ρυθμοί ανάπτυξης στη γειτονική Ιταλία έχουν πέσει εμφανώς λόγω των ενεργειακών και οικονομικών δεσμών της χώρας με τη Μόσχα, σύμφωνα με δηλώσεις του Επιτρόπου Οικονομίας και πρώην πρωθυπουργού.

Σε συνέχεια των οικονομικών προβλέψεων της Confindustria σε περίπτωση πιθανής διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου, ο Τζεντιλόνι δήλωσε ότι αναμένει «σημαντικό αντίκτυπο στις προοπτικές ανάπτυξης φέτος, ειδικά για μια χώρα όπως η Ιταλία που είναι από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη».

«Σε ένα χειρότερο σενάριο που προσομοιώνει τον αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών ενέργειας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μαζί με την πλήρη διακοπή των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, θα έδινε αρνητική ανάπτυξη για φέτος», πρόσθεσε.

Documento Newsletter