Γιώργος Βασσάλος: Ετσι το λόμπινγκ γίνεται… απαραίτητο

Γιώργος Βασσάλος: Ετσι το λόμπινγκ γίνεται… απαραίτητο

Ο διδάσκων στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης και της Λιλ ακτινογραφεί τους λομπίστες της ΕΕ

Ο Γιώργος Βασσάλος διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στα Πανεπιστήμια της Σορβόννης και της Λιλ και η διδακτορική διατριβή του αφορά τη δράση του λόμπινγκ στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Documento μίλησε μαζί του για τον κόσμο του λόμπινγκ, για την εθνική και πολιτική του διάσταση και για το αν εντάσσεται εξ ορισμού στους μηχανισμούς διαφθοράς.

Tι ακριβώς ορίζεται ως λόμπινγκ σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και πώς λειτουργεί;

Υπάρχει η Λευκή Βίβλος του 2001, που εντάσσει το λόμπινγκ στην ευρύτερη λειτουργία της «κοινωνίας των πολιτών», με το ίδιο το λόμπινγκ μάλιστα να ανακηρύσσεται βασικός τρόπος διόρθωσης του διαβόητου «δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ». Η λογική έγκειται στο ότι αυτού του είδους η «συμμετοχική δημοκρατία», μέσω της διαβούλευσης με τις ομάδες συμφερόντων (τα λόμπι), θα κάλυπτε τα κενά στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, το γεγονός δηλαδή ότι μόνο ένα –και μάλιστα το πιο αδύναμο– από τα τρία κεντρικά όργανα της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκλέγεται από τους πολίτες. Επομένως μιλάμε για πλήρως θεσμοποιημένη και νομιμοποιημένη διαδικασία εντός Βρυξελλών, που απασχολεί μάλιστα 30.000 λομπίστες που εκπροσωπούν 5.000 μικρές και μεγάλες οργανώσεις συμφερόντων. Ανάμεσά τους δρουν και συμβουλευτικές εταιρείες και μεγάλα δικηγορικά γραφεία που αναλαμβάνουν να παρέχουν υπηρεσίες λόμπινγκ σε τρίτους.

Αν επιχειρούσαμε έναν επιστημονικό ορισμό του λόμπινγκ, ως τέτοιο θα ορίζαμε κάθε οργάνωση με μια ορισμένη οργανωτική συγκρότηση που συμμετέχει στη διαδικασία παραγωγής της δημόσιας πολιτικής.

Αξίζει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι όταν ένας ευρωβουλευτής πρέπει να συνδράμει στις τροπολογίες του Ευρωκοινοβουλίου, να τις διαπραγματευτεί με τους άλλους ευρωβουλευτές και κατόπιν να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Κομισιόν, εξαρτάται από τη δουλειά των λομπιστών που είναι φιλικοί προς την τοποθέτησή του. Δεν αρκούν ο κοινοβουλευτικός συνεργάτης του και ο σύμβουλος της πολιτικής του ομάδας μέσα στον κυκεώνα των στοιχείων και των προτάσεων που κατατίθενται κι έτσι το λόμπινγκ γίνεται κατά κάποιον τρόπο απαραίτητο για να προχωρήσει η νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Η διαδικασία σύνταξης των νομοθετικών προτάσεων της Κομισιόν βασίζεται επίσης στις διαβουλεύσεις με τα διάφορα λόμπι.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε τρία επίπεδα άσκησης επιρροής. Πρώτον, διά της τεχνογνωσίας, όπου κάθε είδους λόμπι προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη στελεχών της Κομισιόν, των κρατών-μελών ή ευρωβουλευτών και να συνδράμει το νομοθετικό τους έργο. Δεύτερον, μέσω διευκολύνσεων που παρέχονται στους λήπτες αποφάσεων, κυρίως όσον αφορά την προβολή τους μέσω προσκλήσεων σε συνέδρια, ταξίδια, εκδοτικά εγχειρήματα κ.λπ. Οι προσκλήσεις γίνονται συχνά στο πλαίσιο δεκάδων μόνιμων φόρουμ που αποτελούνται από πολυεθνικές εταιρείες συγκεκριμένων κλάδων και ευρωβουλευτές (π.χ. το European Parliamentary Financial Services Forum). Λειτουργούν επίσης γύρω στις 40 ομάδες φιλίας με τρίτες χώρες. Οι δομές αυτές δημιουργούν μια πιο μόνιμη συμμαχία ανάμεσα σε συγκεκριμένους ευρωβουλευτές και συγκεκριμένα συμφέροντα. Το τρίτο επίπεδο άσκησης επιρροής είναι οι περιπτώσεις διαφθοράς, στις οποίες προσφέρεται ζεστό χρήμα έναντι συγκεκριμένων πολιτικών υπηρεσιών, όπως είδαμε στην περίπτωση του Qatar-gate και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν.

Τι ρόλο παίζουν τα ιδιαίτερα εθνικά συμφέροντα στην άσκηση του λόμπινγκ;

Εδώ πρέπει να γίνει μια διάκριση. Από τη μια έχουμε τους λεγόμενους εθνικούς πρωταθλητές, δηλαδή εταιρείες με ιδιαίτερο αποτύπωμα στην οικονομία μιας χώρας. Για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι της Βρετανίας όσο ήταν εντός ΕΕ ήταν εναρμονισμένοι σε μεγάλο βαθμό με το χρηματοπιστωτικό λόμπι, ενώ η Γερμανία θεωρείται εν πολλοίς ταυτισμένη με τα συμφέροντα βιομηχανικών κολοσσών όπως η Volkswagen.

Υπάρχει όμως και το λόμπινγκ υπέρ τρίτων κρατών, όπως στην περίπτωση του Κατάρ, που γίνεται κυρίως από εταιρείες που ασκούν λόμπινγκ, όπως η συμβουλευτική εταιρεία Portland και η δικηγορική DLA Pieper, ή της Ρωσίας, την οποία εκπροσωπούσε παλιότερα η Portland/G-Plus.

Το Μητρώο Διαφάνειας, στο οποίο εγγράφονται οι οργανώσεις που προσπαθούν να επηρεάσουν τη νομοθετική διαδικασία και τη διαδικασία εφαρμογής πολιτικών των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, είναι de facto και όχι de jure υποχρεωτικό, καλύπτει μόνο όσες συμβουλευτικές επιλέγουν να εγγραφούν και δουλεύουν για τρίτες χώρες. Το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και οι εταιρείες τους, όπως η Qatar Airways ή η Aramco, μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν λόμπινγκ και εκτός αυτών των συμβουλευτικών χωρίς να μπουν στο μητρώο και χωρίς να δεσμεύονται από τον κοινό κώδικα δεοντολογίας που το διέπει και θεωρητικά δεν μπορούν να γίνουν δεκτές για συναντήσεις από επιτρόπους, μέλη των γραφείων τους ή γενικούς διευθυντές της Επιτροπής. Επί της ουσίας, οι τρίτες χώρες αφήνονται να κάνουν λόμπινγκ χωρίς να δίνουν λογαριασμό για τις πρακτικές τους. Γι’ αυτό και αυτήν τη στιγμή έχει ανοίξει η συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τόσο για να γίνει το μητρώο νομικά υποχρεωτικό όσο και για να καταγράφονται και οι εκπρόσωποι τρίτων χωρών σε αυτό.

Απαντες οι πολιτικοί χώροι είναι εκτεθειμένοι στο λόμπινγκ;

Το βλέπουμε αν κοιτάξουμε ποιοι βουλευτές ποιων πολιτικών ομάδων έχουν παράλληλες οικονομικές δραστηριότητες. Πρώτοι έρχονται οι ακροδεξιοί της ευρωομάδας Identity and Democracy, με το 40% των βουλευτών τους να ψωμίζεται από παράλληλες δραστηριότητες. Ακολουθούν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και οι Φιλελεύθεροι με λίγο κάτω από 40%, έπονται οι Πράσινοι και οι Ευρωσοσιαλιστές και η έτερη ακροδεξιά ομάδα (το ECR με το κόμμα της Μελόνι και το κυβερνητικό κόμμα της Πολωνίας) με γύρω στο 20% και, τέλος, η Αριστερά με 10%. Συνολικά ένα τρίτο εξ αυτών περίπου εργάζεται παράλληλα για κάποια εταιρεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο επικεφαλής των Ευρωπαίων Φιλελευθέρων Γκι Φερχόφστατ, που βγάζει περισσότερα από αυτές τις δουλειές παρά από τον βουλευτικό του μισθό.

Eίναι εξ ορισμού δεδομένο ότι το λόμπινγκ εντάσσεται στους μηχανισμούς διαφθοράς;

Συνήθως η ανταλλαγή που γίνεται δεν είναι χρηματική, αλλά αφορά τη βοήθεια στη συλλογή πληροφοριών και γνώσης και τη σύνταξη και διαπραγμάτευση των νομοθετικών κειμένων. Αφορά επίσης την προβολή ή την αναγνωρισιμότητα που μπορεί να προσφέρουν διάφοροι κύκλοι σε κάθε πολιτικό. Οταν όμως γίνεται συνήθεια και τα όρια χάνονται βλέπουμε περιπτώσεις όπως της κ. Καϊλή, που συνοψίζονται στο «γιατί να μην κάνω ένα βήμα παραπέρα;». Το αποτέλεσμα είναι ένα βραχυπρόθεσμο όφελος με αντάλλαγμα κάποιες εξόφθαλμα εξωπραγματικές δηλώσεις υπέρ του Κατάρ στην ολομέλεια της Ευρωβουλής. Και το φαινόμενο δεν είναι σημερινό.

Documento Newsletter