Ο γνωστός ποινικολόγος μιλάει για τη νέα υπόθεση διαφθοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο και αναλύει τι πρέπει να γίνει προκειμένου να μην οδηγηθεί κι αυτή σε φιάσκο
Κανένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου δεν έπεσε από τα… σύννεφα για την καταγγελία που έφτασε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία πέντε πρόεδροι ΠΑΕ της Σούπερ Λίγκας 1 στοιχημάτιζαν σε χειραγωγημένα ματς των ομάδων τους. Την ποινική Δικαιοσύνη έχουν απασχολήσει δύο μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς στο ποδόσφαιρο, το «Koriopolis» και η «εγκληματική οργάνωση», οι οποίες κατέληξαν σε μέγα φιάσκο. Ειδικότερα στο «Koriopolis» το κατηγορητήριο αποδομήθηκε όταν το δικαστήριο, έπειτα από σχετική ένσταση που κατέθεσε ο δικηγόρος Γιάγκος Λαμπίρης, έκρινε πως πρέπει να κηρυχθούν άκυρες σχεδόν όλες οι συνομιλίες που φέρονται να καταγράφηκαν από την ΕΥΠ για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Επειτα απ’ αυτή την εξέλιξη οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους απαλλάχθηκαν ή έπεσαν στα μαλακά.
Η νέα υπόθεση διαφθοράς ξεκίνησε από έρευνα της Ιντερπόλ και στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν οι ελληνικές διωκτικές αρχές. Το Documento απηύθυνε στον Γ. Λαμπίρη το ερώτημα τι πρέπει να γίνει για να «δέσει» η υπόθεση. «Η ενεργοποίηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Ιντερπόλ) σε νέα υπόθεση στημένων αγώνων και παράνομου στοιχηματισμού στο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως δημοσιογραφικά εκτίθεται σε πληθώρα δημοσιευμάτων, προφανώς συνδέεται με οργανωμένη εγκληματική ομάδα η οποία έχει πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση κερδών ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα» απάντησε ο ποινικολόγος.
«Δεδομένου ότι το οργανωμένο έγκλημα στις πιο επικίνδυνες μορφές του λειτουργεί ως οικονομική επιχείρηση με βασικό στόχο την απόκτηση περιουσιακών ωφελημάτων από την εγκληματική δράση, η επιχειρησιακή αντιμετώπισή του πρέπει να στοχεύει στην εξιχνίαση και εξάρθρωση των επιχειρηματικής φύσης δομών του, απαιτούνται ιδιαίτεροι χειρισμοί, σωστή οργάνωση, επίπονες προσπάθειες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και μυστικότητα, ως απολύτως ουσιώδης προϋπόθεση για τη διάλυσή του.
Για τις εθνικές ανακριτικές αρχές απαιτείται επίσης η διαδικασία συλλογής των αποδείξεων να πληροί τις προϋποθέσεις του συντάγματος και των νόμων, αφού σε διαφορετική περίπτωση το παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο αποτελεί “καρπό δηλητηριώδους δένδρου” και συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή η χρήση και αποδεικτική αξιοποίησή του».
Αρκούν οι συνομιλίες μεταξύ των εμπλεκομένων για να «δέσουν» οι κατηγορίες;
Το άρθρο 19 του συντάγματος καθορίζει ότι το απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο και ο ν. 2225/1994 ως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η άρση του απορρήτου. Στα πλαίσια των ως άνω διατάξεων, αν στην υπό κρίση υπόθεση έχει διαταχθεί η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση οποιουδήποτε κακουργήματος εκ των αναφερομένων στον ν. 2225/1994, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να συνταχθούν νόμιμες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης του περιεχομένου των συνομιλιών των υπό παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδέσεων.
Εάν το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών έχει ή δεν έχει ποινικό ενδιαφέρον θα κριθεί από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Αν κριθεί ότι δεν έχει, η υπό κρίση υπόθεση θα αξιολογηθεί από τη συλλογή λοιπών αποδεικτικών μέσων, ήτοι λοιπών εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων κ.λπ.
Στο ποινικό σκέλος και εφόσον απαγγελθούν κατηγορίες ποια θα είναι τα αδικήματα;
Εάν μετά τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού προκύψουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης, τα αδικήματα που πιθανόν θα διερευνηθούν είναι: 1) του άρθρου 187 «εγκληματική οργάνωση», 2) του ν. 2331/1995 περί «νομιμοποίησης εγκληματικών εσόδων», 3) του άρθρου 132 ν. 2725/1999 ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 ν. 4049/2012 περί «δωροδοκίας – δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα», 4) του άρθρου 2 ν. 2433/1996 περί διεξαγωγής παράνομου στοιχηματισμού και συμμετοχής σ’ αυτόν.
Αυτά τα αδικήματα μπορεί να οδηγήσουν και σε προφυλακίσεις των πρωταγωνιστών του σκανδάλου;
Η προσωρινή κράτηση αποτελεί την πλέον επαχθή για τον κατηγορούμενο ανακριτική πράξη, επιβάλλεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχει επικουρικό χαρακτήρα και σοβαρές προϋποθέσεις για την επιβολή της. Κατά συνέπεια, αποκλειστικά αρμόδιος για την επιβολή αυτής είναι ο αρμόδιος ανακριτής, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του αρμόδιου εισαγγελέα, αφού συνεκτιμήσει το αποδεικτικό υλικό, την απολογία του κατηγορουμένου και την πλήρωση των προϋποθέσεων για την επιβολή αυτής.
Προφυλακίσεις υπήρξαν και στην υπόθεση «Koriopolis», στην οποία το κατηγορητήριο έγινε «σουρωτήρι», με αποτέλεσμα όλα τα… βαριά ονόματα να απαλλαγούν ή να πέσουν στα μαλακά.
Στην υπόθεση «Koriopolis» κατά τη συλλογή του αποδεικτικού υλικού συμπεριελήφθησαν στη δικογραφία έγγραφα, με την ονομασία «απομαγνητοφωνήσεις», τα οποία δεν έφεραν χρονολογία σύνταξης, τα ονοματεπώνυμα των προσώπων που τις διενήργησαν ούτε υπογραφή αυτών και από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ο εκδότης αυτών.
Ειδικότερα, η ΕΥΠ στην οποία είχαν ανατεθεί με σχετικά βουλεύματα η άρση του απορρήτου των σ’ αυτά αναφερομένων τηλεφωνικών συνδέσεων και η καταγραφή του περιεχομένου αυτών είχε την υποχρέωση, σύμφωνα με τα βουλεύματα αυτά, να χορηγεί στο Γραφείο Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών το περιεχόμενο των καταγραφεισών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων σε εβδομαδιαία βάση και σε ηλεκτρονική μορφή. Σημειώνεται ότι οι υπάλληλοι της ΕΥΠ δεν υπάγονται ούτε στους γενικούς ούτε στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους (σχετική η υπ’ αριθμ. 7/16.10.2014 γνωμοδότηση εισαγγελέα Αρείου Πάγου) και επομένως δεν δικαιούνται να ενεργούν προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Κατά συνέπεια ουδεμία αρμοδιότητα είχε η ΕΥΠ για την απομαγνητοφώνηση τηλεφωνικής συνομιλίας, που είναι ανακριτική πράξη και απαιτούνται σύνταξη σχετικής έκθεσης, χρονολογία σύνταξης και τα ονοματεπώνυμα των προανακριτικών υπαλλήλων που διενήργησαν αυτές. Παρά δε τα αμείλικτα ερωτήματα του τότε ανακριτή προς την ΕΥΠ προκειμένου η τελευταία να απαντήσει για το πώς οι ως άνω απομαγνητοφωνήσεις εισήχθησαν στη δικογραφία και από ποιο φορέα διενεργήθηκαν, η ΕΥΠ επιδεικτικά τα αγνόησε και ουδέποτε απάντησε.
Συνέπεια των παραπάνω ήταν κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, κατόπιν σχετικών ενστάσεων, να μην αναγνωσθούν, ληφθούν υπόψη και αξιοποιηθούν αποδεικτικά όλα εκείνα τα έγγραφα (πληθώρα), για τα οποία δεν προέκυπτε ο εκδότης αυτών και δεν μπορούσε να διαπιστωθεί η γνησιότητά τους. Ετσι οι κατηγορίες αποδομήθηκαν και οι περισσότεροι κατηγορούμενοι απηλλάγησαν, ακριβώς διότι κατά τη συλλογή των αποδείξεων από την ΕΥΠ παραβιάστηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου και η κακόπιστη παραβίαση των κανόνων που διέπουν τη συλλογή των αποδείξεων οδήγησε στον ευτελισμό μιας ποινικής δικογραφίας και στην υπονόμευση του κράτους δικαίου.
Κατ’ αναλογία (mutatis mutandis), η ίδια ως άνω υπηρεσία (ΕΥΠ) οδήγησε στην απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων στην πρόσφατη δίκη της επονομαζόμενης «Greek mafia», αφού και σ’ αυτήν παρακάμφθηκε το βασικό χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου, που προϋποθέτει νόμιμη συλλογή των αποδείξεων και διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων εντός των ορίων του συντάγματος και των νόμων.