«Έτρεχα μαραθώνιο και τραγουδούσα Βέρντι»

Δεν ξέρω, δεν μπορώ τώρα πια να καταλάβω, ποια ανάγκη μας κάνει να παίρνουμε παράτολμες αποφάσεις που δεν στέκουν με βάση τη απλή λογική. Αυτό που έχει σημασία είναι να μη μετανιώνουμε ποτέ.

Ποτέ μου λοιπόν δεν μετάνιωσα για τους 26 Μαραθώνιους που έχω τρέξει ούτε για την ανάβαση στον Όλυμπο πριν μερικά χρόνια. Νωρίτερα, φέτος στο καλοκαίρι μόλις έμαθα ότι με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι θα γίνει ο «Δρόμος της Εκεχειρίας», μία πορεία 50 χιλιομέτρων από τη αρχαία Ήλιδα έως την Ολυμπία, δήλωσα συμμετοχή και έβγαλα δίχως ζόρι τη διαδρομή.

Και κάπως έτσι, στα 81 μου πια, είπα να δοκιμάσω για 27η φορά να «βγάλω» την κλασσική διαδρομή του Μαραθωνίου, έστω «περπατιστά», μαζί με 21.000 άλλους δρομείς που ήθελαν να ζήσουν το όνειρό τους, να δοκιμάσουν τα όριά τους. Όταν έφτασα στο Καλλιμάρμαρο μετά από σχεδόν 6,5 ώρες ένιωσα την ίδια ικανοποίηση, την ίδια χαρά, την ίδια ευτυχία, αντικρύζοντας στον τερματισμό οικεία πρόσωπα να με κοιτούν με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση.

Ήταν Οκτώβρης του 1980 όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στον Μαραθώνα μαζί με άλλους 350-400 δρομείς για το παρθενικό μου Μαραθώνιο. Έχουν περάσει 44 χρόνια από τότε, αλλά πάντοτε θυμάμαι την αγωνία μου, αν θα τα κατάφερνα να φτάσω στο Στάδιο. Στη πορεία μας είχαμε ελάχιστη βοήθεια για ενυδάτωση, ενώ οι κάθετοι δρόμοι ήταν ανοιχτοί για τα πάσης φύσεως οχήματα. Ο γιός μου Γιάννης με ένα ζορισμένο 2CV προσπαθούσε να με ακολουθήσει μέσα από παράδρομους και σοκάκια από αγωνία αν θα τα καταφέρω.

Όταν έφτασα στο τέλος της ανηφόρας, πριν την Αγία Παρασκευή, και άρχισα να κατηφορίζω για Αθήνα, πίστεψα ότι θα τα καταφέρω. Ισοτονικά ποτά και βοηθήματα δεν υπήρχαν φυσικά, παρά μόνο η θέληση και η απόφαση να φτάσεις στο Καλλιμάρμαρο. Λίγο πριν το στάδιό τρέχοντας με μεγάλη δυσκολία πια, σε μια νησίδα του δρόμου ήταν τα παιδιά και η γυναίκα μου. «Ελα μπιμπιλίκο μου», φώναξε η 10χρονη τότε κόρη μου, «λίγο ακόμα θέλεις».

Τα πόδια είχαν αντίρρηση να συνεχίσω, αλλά η καρδιά επέβαλε την επιθυμία της και κάνοντας το πρώτο βήμα μέσα στο Στάδιο ένιωσα ότι έβγαλα φτερά και “πετώντας” πέρασα τη γραμμή τερματισμού σε χρόνο 3 ώρες και 45 λεπτά. Έπεσα στις αγκαλιές των παιδιών και της γυναίκας μου, νιώθοντας σαν υπερήρωας που ξεπέρασε τον πιο δύσκολο αντίπαλο , τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτό είναι άλωστε και ο Μαραθώνιος . Αντίπαλος δεν είναι τα 42,250 μετρα , ούτε οι άλλοι δρομείς . Με τον εαυτό σου έχεις να παλέψεις, εξερευνώντας τα όρια σου .

Η ενασχόληση μου με τον αθλητισμό ξεκίνησε από τα νεανικά μου χρόνια. Δεκατετράχρονα παιδιά μαζευόμαστε στην αλάνα που ήταν τότε η πλατεία Σπάθα (νυν Κουμπάκη) στη Νίκαια, για να χωριστούμε σε ομάδες και να παίξουμε ποδόσφαιρο. Στα 18 έγινα ποδοσφαιριστής της Αθλητικής Ένωσης Καραβά (που αργότερα μετονομάσθηκε σε Α.Ο. Νεαπόλεως) αλλά μετά από κατάγματα και στα δύο πόδια αποχαιρέτησα την ενεργό δράση και ασχολήθηκα με την ομάδα ως γενικός αρχηγός αλλά και προπονητής μέχρι το 1978.

Μια (προπονητική) καριέρα που σταμάτησε σύντομα και μάλλον… άδοξα όταν σε έναν αγώνα η διοίκηση μας πίεσε να τον… χάσουμε προκειμένου για να εξυπηρετήσουμε την επιθυμία πολιτικού παράγοντα του Πειραιά. Βλέποντας στο ημίχρονο τους ποδοσφαιριστές μου να ακολουθούν τις επιθυμίες της διοίκησης, έφυγα από τα αποδυτήρια και το γήπεδο, αλλά και από το ποδόσφαιρο.

Το «μικρόβιο» του Μαραθώνιου το «κόλλησα» από έναν πατέρα παιδιών που έκαναν κολύμβηση με τα δικά μου και κάπως έτσι, έχοντας ευτυχώς τη συμπαράσταση της συζύγου μου Μαριάνθης, έκανα το μεγάλο άλμα να τρέξω για πρώτη φορά στην κλασσική διαδρομή στα 36 μου. Μετά το πρώτο Μαραθώνιο μου, το τρέξιμο έγινε το πάθος και η καθημερινή μου συνήθεια. Ξεκίνησα να συμμετέχω σε αγώνες δρόμου, να κατακτώ μετάλλια και έπαθλα και μέχρι το 2006 που έτρεξα τον (προ)τελευταίο μου Μαραθώνιο δεν σταμάτησα ποτέ. Μάλιστα έγινα και… διεθνής το 1985 τρέχοντας στον -εύκολο όπως αποδείχθηκε αφού η διαδρομή ήταν μια τεράστια ευθεία- Μαραθώνιο της Σόφιας στη Βουλγαρία.

Γνώριζα, πια, τη διαδρομή και τις δυσκολίες της. Ψάχνοντας τρόπους να μη σκέφτομαι τα χιλιόμετρα που είχα μπροστά μου, τραγουδούσα από μέσα μου τραγούδια μεγάλης διάρκειας που είχα μάθει από τη συμμετοχή μου στη χορωδία Νίκαιας. Από το Ναμπούκο του Βέρντι σε ελληνικό και ιταλικό κείμενο μέχρι το Τροπάριο της Κασσιανής του Πολυκράτη και ξανά από την αρχή. Προσπαθώντας να μη σκέφτομαι και να μη επηρεάζομαι από τη κούραση, ζωγράφιζα στο μυαλό μου τη στιγμή που θα πλησίαζα στο Στάδιο, τη Μαριάνθη και τα παιδιά μου να με περιμένουν με αγωνία.

Στα όριά μου έφτασα το 1995 όταν τρέχοντας με δύο φίλους και σε πολύ γρήγορο ρυθμό (κάτω από τέσσερα λεπτά το χιλιόμετρο) στο 25ο χιλιόμετρο της διαδρομής ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. «Μανούσο» είπα στον εαυτό μου, «ή τώρα ή ποτέ». Βρισκόμουν στο ύψος του Χίλτον εξαντλημένος αλλά αντί να κόψω ταχύτητα, δεν ξέρω πως, πήρα δύναμη, μπήκα στο Στάδιο και τερμάτισα σε χρόνο δύο ώρες και 58 λεπτά. Ένα ρεκόρ που αποτελεί άπιαστο όνειρο για πάρα πολλούς ερασιτέχνες Μαραθωνοδρόμους.

Το 2006, μετά τον τελευταίο μου -μέχρι τον φετινό- Μαραθώνιο που «έβγαλα» με πολύ μεγάλη δυσκολία και κράμπες, αποφάσισα να κρεμάσω (προσωρινά όπως αποδείχθηκε) τα παπούτσια μου, δίχως ωστόσο να σταματήσω το περπάτημα και το τρέξιμο. Γράφτηκα στον ορειβατικό πεζοπορικό σύλλογο της Νίκαιας «ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΗΣ» και άρχισα να πηγαίνω σε πολύωρες διαδρομές σε όλη την Ελλάδα. Όταν τον Σεπτέμβριο του 2014 έμαθα ότι ο αείμνηστος αδελφός μου Χρήστος μαζί με δυο φίλους του σχεδίαζε να ανέβει στον Όλυμπο, δήλωσα αμέσως συμμετοχή στην παρέα.

Το πιο δύσκολο κομμάτι της ανάβασης ήταν ένα στενό μονοπάτι από το οποίο ίσα ίσα χώραγε να περπατήσει κάποιος. Αριστερά μου βρισκόταν απότομος γκρεμός και δεξιά βράχια «στολισμένα» με εκκλησάκια στη μνήμη δεκάδων ορειβατών που έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να κατακτήσουν τον Όλυμπο. Έτσι φτάσαμε σε ένα σημείο, το επονομαζόμενο «λούκι» που οδηγεί στη κορυφή του Μύτικα. Είναι μια σχεδόν κάθετη άνοδος 300 μέτρων.

Αν και γηραιότερος από όλους, εγώ 71, ο αδελφός μου και οι φίλοι του 22 χρόνια νεότεροι, ξεκίνησα πρώτος το σκαρφάλωμα , ακολουθώντας την οδηγία να έχω πάντα δύο σημεία, χέρι-πόδι, σταθερά και σίγουρα. Συνέχισα το σκαρφάλωμα φωνάζοντας δυνατά στον εαυτό μου, μη σταματάς, μη κοιτάς πίσω, κοίτα το επόμενο σημείο να πιαστείς.

Έφτασα στο πιο ψηλό σημείο της Ελλάδας, στην κορυφή του Μύτικα και έβγαλα μια βροντερή κραυγή κοιτάζοντας γύρω μου κορυφές βουνών και από κάτω μου τα σύννεφα. Απίστευτα συναισθήματα, όπως όταν τερμάτισα το πρώτο Μαραθώνιο, ξεπερνώντας τα όρια μου. Όταν μετά από λίγο ήλθε κι ο αδελφός μου κι ο φίλος του, ήπιαμε τσίπουρο, φάγαμε παστουρμά και ετοιμαστήκαμε για τη δύσκολη κατάβαση με τη πλάτη στο «λούκι», ατενίζοντας το χάος μπροστά και κάτω από τα πόδια μας.

Φέτος, έχοντας κάνει συνολικά 458 χιλιόμετρα από την αρχή του έτους, συμπεριλαμβανομένων και των 50 ανεβοκατεβαίνοντας βουνά από την Ήλιδα έως την Αρχαία Ολυμπία (όπου έφτασα μετά από 9,5 ώρες) πήρα την απόφαση να επιστρέψω στην… παλιά μου αγάπη τον κλασικό Μαραθώνιο.

Είχα παντοτινό εφόδιο τη σημαντική ηθική συμπαράσταση της Μαριάνθης μου, που μου έδειξε εμπιστοσύνη και με βοήθησε να εμπιστευτώ τον εαυτό μου και να ξαναπάω στα 81 μου χρόνια σε αγώνα Μαραθωνίου. Στο τέλος της διαδρομής χάθηκα στην αγκαλιά των παιδιών μου Γιάννη και Κικής και του γαμπρού μου Πάρη αλλά και των εγγονιών μου, Μαριάνθης, Γιώργου και Βάλιας. Στις 5 Σεπτεμβρίου έκλεισα τα 81 μου χρόνια.

*Ο Μανούσος Ψαράκης είναι ερασιτέχνης μαραθωνοδρόμος.

Ετικέτες